Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Επανεξέταση και εξορθολογισμός των προστίμων

Σύμφωνα με το άρθρο 59 του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ΚΦΔ) σε όποιον φορολογούμενο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είναι υπόχρεος για την απόδοση παρακρατηθέντος φόρου (π.χ. από μισθωτή εργασία κ.λπ.), τον οποίο δεν έχει αποδώσει εντός της νόμιμης προθεσμίας προς πληρωμή, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το ποσό του φόρου που δεν αποδόθηκε και υπολογίζεται κατά την είσπραξη του φόρου.




Εκτός όμως από το πρόστιμο υπολογίζονται οι τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής, για τους οποίους είχα σχετική αναφορά την προηγούμενη εβδομάδα αλλά και άλλα πρόστιμα που προβλέπει ο ΚΦΔ, ανάλογα με την περίπτωση. Ειδικότερα:

Στην περίπτωση εκπρόθεσμης απόδοσης παρακρατούμενου φόρου, υπολογίζεται το ισόποσο πρόστιμο, ο τόκος και επιβάλλεται επίσης και το πρόστιμο για την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης λόγω του ότι η σχετική δήλωση φόρου υποβάλλεται εκπρόθεσμα. Αν λοιπόν, για παράδειγμα, ο φορολογούμενος υποβάλλει εκπρόθεσμη δήλωση για φόρο μισθωτής εργασίας 1.000 ευρώ μετά από τρεις μήνες, θα καταβάλει τον φόρο 1.000 ευρώ, τον τόκο 31,90 ευρώ, το ισόποσο πρόστιμο 1.000 ευρώ και το πρόστιμο για την εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης 250 ή 500 ευρώ ανάλογα αν τηρούνται απλογραφικά ή διπλογραφικά βιβλία.

Επισημαίνεται ότι, αν υποβληθεί εκπρόθεσμη τροποποιητική χρεωστική δήλωση παρακρατούμενου φόρου και εφόσον η αρχική έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα, επιβάλλεται το ισόποσο πρόστιμο και οι τόκοι στη διαφορά του φόρου που θα προκύψει.

Στην περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί δήλωση παρακρατούμενου φόρου και αυτό διαπιστωθεί από το φορολογικό έλεγχο, τότε επιβάλλεται άλλο ένα ισόποσο πρόστιμο (του άρθρου 58) το οποίο αφορά τη μη υποβολή της δήλωσης, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο από τα προβλεπόμενα πρόστιμα ανάλογα με τα τηρούμενα βιβλία (του άρθρου 54) και θα υπολογίζεται και το ισόποσο πρόστιμο (του άρθρου 59) για τη μη εμπρόθεσμη απόδοση του φόρου.

Αν λοιπόν, για παράδειγμα, ο έλεγχος διαπιστώσει ότι ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση για φόρο μισθωτής εργασίας 1.000 ευρώ μετά από τρείς μήνες και τον καταλογίσει, τότε ο φορολογούμενος θα καταβάλει το φόρο 1.000 ευρώ, τον τόκο 31,90 ευρώ, το ισόποσο πρόστιμο 1.000 ευρώ και το ισόποσο πρόστιμο για την μη υποβολή της δήλωσης 1.000 ευρώ επειδή είναι μεγαλύτερο από το πρόστιμο των 250 ή 500 ευρώ ανάλογα αν τηρούνται απλογραφικά ή διπλογραφικά βιβλία.

Το ισόποσο πρόστιμο για την μη απόδοση εντός της νόμιμης προθεσμίας παρακρατούμενων φόρων, επιβάλλεται και στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποδώσει αυτόν την επόμενη ημέρα της καταληκτικής ημερομηνίας, σε αντίθεση με την εκπρόθεσμη απόδοση άλλων φόρων (π.χ. εισοδήματος, ΦΠΑ, κ.λπ.) όπου για αυτούς προβλέπεται πρόστιμο υπολογιζόμενο με ποσοστό 10% αν η απόδοση γίνει μετά την παρέλευση διμήνου, 20% αν η απόδοση γίνει μετά την παρέλευση έτους και 30% αν η απόδοση γίνει μετά την παρέλευση δύο ετών.

Εδώ παρατηρούμε ότι ο νομοθέτης εξαντλεί την αυστηρότητά του μη δίνοντας τη δυνατότητα ενός εύλογου χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο θα μπορεί να καταβληθεί ο παρακρατούμενος φόρος, φυσικά με τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, αλλά χωρίς το πρόστιμο αυτό το οποίο λειτουργεί εξοντωτικά.

Με δεδομένο ότι, ο στόχος ενός προστίμου είναι η συμμόρφωση και όχι η εξόντωση θεωρώ ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών πρέπει να επανεξετάσει το θέμα αυτό, έτσι ώστε να εκλογικευθούν πρόστιμα τα οποία δεν αφορούν παραβάσεις φοροδιαφυγής.


 
website counter
friend finderplentyoffish.com