Μεγαλύτερο ποσό των 9 δισ. ευρώ διεκδικούν οι ελληνικές τράπεζες από το πρόγραμμα TLTRO που αφορά σε ρευστότητα η οποία θα διοχετευτεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς τις εμπορικές τράπεζες στην Ευρώπη, με σκοπό την τόνωση της ρευστότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Αυτό προκύπτει από έκθεση του διεθνούς οίκου Morgan Stanley βάσει της οποίας οι ελληνικές τράπεζες θα πάρουν περισσότερα από 9 δισ. ευρώ, προκειμένου να τα χορηγήσουν ως φθηνά δάνεια, κάνοντας χρήση του 95% των 9,8 δισ. ευρώ που δικαιούνται στο πλαίσιο του παραπάνω προγράμματος.
Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος λέει πως έπειτα από επαφές τις οποίες είχε με τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, ο κλάδος σκοπεύει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα παρά τις έως τώρα ανησυχίες ότι δεν θα μπορούσε να το κάνει λόγω της έλλειψης κατάλληλων εγγυήσεων.
Ρευστότητα 10 δισ. έως τον Δεκέμβριο - Φθηνά δάνεια στις επιχειρήσεις
Μάλιστα για το θέμα αυτό έγιναν πρόσφατα συζητήσεις με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα και το μέλος της ΕΚΤ Μπενουά Κερέ, που φαίνεται να οδήγησαν σε κάποιου είδους λύση.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του διεθνούς οίκου οι ελληνικές τράπεζες δικαιούνται φθηνά δάνεια έως 9,8 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ στο πλαίσιο του προαναφερόμενου προγράμματος.
Η Τράπεζα Πειραιώς δικαιούται περί τα 3,5 δισ. ευρώ, η Alpha Bank 2,4 δισ. ευρώ, ενώ από 1,9 δισ. ευρώ δικαιούνται η Εθνική και η Eurobank.
Πρόγραμμα TLTRO
Η συμμετοχή τελικώς των ελληνικών τραπεζών στο πρόγραμμα TLTRO που δίνει φθηνά τετραετή δάνεια με στόχο την ενίσχυση των χορηγήσεων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναμένεται -παρά τις δυσκολίες- να είναι αξιοπρεπής. Οπως εκτιμά ο διεθνής οίκος, οι τράπεζες στην Ευρώπη θα κάνουν χρήση των περίπου δύο τρίτων από τα 400 δισ. ευρώ που θα διαθέσει η ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, δηλαδή περίπου 250 δισ. ευρώ.
Η Morgan Stanley επισημαίνει πως οι τράπεζες του ευρωπαϊκού νότου θα είναι εκείνες που πρόκειται να εκμεταλλευτούν περισσότερο το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Πρωταγωνιστές χρήζει την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ιρλανδία, για τις οποίες υπολογίζει πως θα κάνουν χρήση του περίπου 95% των διαθέσιμων κεφαλαίων.
Πάντως η Morgan Stanley δεν εκτιμά πως το πρόγραμμα TLTRO θα αλλάξει επί της ουσίας την κατάσταση χρηματοδοτήσεων στην Ευρώπη, καθώς τα περισσότερα κεφάλαια αναμένεται οδηγηθούν για τη δανειοδότηση μεγάλων επιχειρήσεων και δανειοληπτών υψηλής ποιότητας, που μέχρι τώρα στρέφονταν για τη δανειοδότησή τους στις αγορές των ομολόγων.
Ειδικά για Ελλάδα και Ιταλία οι αναλυτές προβλέπουν πως το πρόγραμμα θα αποτελέσει σημαντική βοήθεια σε ό,τι αφορά την τραπεζική κερδοφορία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Morgan Stanley οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να εξοικονομήσουν έως και 347 εκατ. ευρώ από το κόστος χρηματοδότησής τους.
Η Τράπεζα Πειραιώς προβλέπεται πως θα εξοικονομήσει έως και 123 εκατ. ευρώ, η Alpha Bank έως και 86 εκατ. ευρώ, η Εθνική και η Eurobank από 86 εκατ. ευρώ η κάθε μία. Στην έκθεση ακόμη αναφέρεται ότι κάποιες ευκαιρίες επενδυτικής φύσεως δημιουργήθηκαν μετά την υποχώρηση του κλάδου πανευρωπαϊκά, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από τις ανησυχίες για τα stress tests και τις εξελίξεις στο πορτογαλικό σύστημα.
Οι τράπεζες που επιλέγει ο διεθνής οίκος είναι οι Alpha Bank, η Βankia και ακόμη οι Intesa Sanpaolo, Lloyds, UniCredit και UBS. Επισημαίνεται πως η Morgan Stanley δίνει σύσταση overweight για τις τράπεζες Alpha Bank και Εθνική με τιμές- στόχους 0,9 και 3,4 ευρώ αντιστοίχως. Δίνει σύσταση equalweight στην Eurobank και την Πειραιώς με τιμές-στόχους 0,3 και 1,6 ευρώ αντιστοίχως.
[Επενδύσεις μόνο με αναδιάρθρωση του χρέους ]
«Ευκαιρίες για επενδύσεις δεν πρόκειται να υπάρξουν εάν δεν υπάρξει μία πραγματική και βιώσιμη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους», δήλωσε στο πρακτορείο Bloomberg ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς, Άνθιμος Θωμόπουλος.
Η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να επιστρέψει στην ανάπτυξη χωρίς αναδιάρθρωση των χρεών εταιρειών και φυσικών προσώπων, τόνισε χαρακτηριστικά. Υπογράμμισε δε, πως οι ιδιωτικές επενδύσεις αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε η οικονομία να εισέλθει σε ένα «ενάρετο κύκλο» ανάπτυξης και κατανάλωσης, καθότι οι επενδύσεις από την πλευρά του Δημοσίου «ενδέχεται να μην ανακάμψουν σύντομα».