Αναθεώρηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου για το «πόθεν έσχες» εισηγούνται με επιστολή τους προς τους προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων και όλους τους βουλευτές, ο πρόεδρος της Βουλής, Δημήτρης Σιούφας και ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Αναστάσιος Νεράντζης.
Στην επιστολή προτείνουν συγκεκριμένες τροποποιήσεις και ζητούν τις προτάσεις των βουλευτών, μέχρι τις 16 Οκτωβρίου, προκειμένου να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό, η Κοινοβουλευτική Διαβούλευση και να ακολουθήσει αμέσως η ψήφιση νέου νόμου.
Ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Βουλής σημειώνουν ότι "τόσο το νομικό πλαίσιο του 1964, όσο και μεταγενέστεροι συναφείς νόμοι (ν. 2429/1996, 3023/2002, 3213/2003, 3327/2005) φαίνεται ότι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση του σκοπού τους, καθώς συχνά ακούγονται, όχι πάντως άδικα, καίριες επικρίσεις, οι οποίες πυκνώνουν, όταν δημοσιεύονται τα πορίσματα του σχετικού ελέγχου".
Συγκεκριμένα προτείνουν τις εξής τροποποιήσεις:
* • Ο εκλεγόμενος, για πρώτη φορά, βουλευτής να υποχρεούται, εντός της νόμιμης προθεσμίας, σε υποβολή λεπτομερούς καταλόγου της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, προσδιορίζοντας αναλυτικά καθένα από τα στοιχεία της, καθώς και τους τίτλους και την πηγή προελεύσεως του εισοδήματος κτήσεως, καθενός από αυτά.
* • Σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των δηλώσεων, προτείνεται να διατηρηθεί μεν η παρούσα Επιτροπή, με συμμετοχή των αρχαιοτέρων βουλευτών καθενός από τα εκπροσωπούμενα στη Βουλή κόμματα, αλλά ν’ αυξηθεί ο αριθμός των ανωτάτων δικαστικών που μετέχουν σ’ αυτήν, σε τρόπο ώστε εκείνοι να έχουν την πλειοψηφία.
* • Μετά την αρχική αυτή δήλωση λεπτομερούς περιουσιακής κατάστασης, ο υπόχρεος δεν θα υποβάλλει (και μάλιστα κάθε χρόνο όπως τώρα) νέα, παρά μόνο εάν και εφόσον αυξομειωθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο η δηλωθείσα αρχική περιουσιακή κατάσταση. Θα αρκείται σε μόνη υποβολή καταστάσεως των πάσης φύσεως εισοδημάτων του. Η παράβαση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης πρέπει να επισύρει εξαιρετικά αυστηρές κυρώσεις, ποινικές και αστικές (π.χ. ο παραβάτης να υποχρεούται σε καταβολή μέχρι του τετραπλασίου της αντικειμενικής αξίας του αποκρυβέντος ακινήτου ή του ποσού του τίτλου. Σ’ αυτή την περίπτωση, σε δημοσιότητα θα υπόκειται μόνο η δήλωση περί μεταβολής, όχι δε, εκ νέου, και η αρχική.
* • Να υπάρχει στο έντυπο της δήλωσης ειδικό ερώτημα, εάν τυχόν ο υπόχρεος συμμετέχει σε «εξωχώριες» (off shore) επιχειρήσεις ή διατηρεί λογαριασμό στην αλλοδαπή, με λεπτομερή προσδιορισμό εκάστου τούτων.
* • Να τροποποιηθεί η κείμενη βασική νομοθεσία, σε τρόπο ώστε να επεκταθούν, και επί των συζύγων των βουλευτών, οι απαγορεύσεις που ισχύουν για εκείνους, περί συνάψεων χρηματιστηριακών συναλλαγών (άρθρο 7 παρ. 1) και συμμετοχής σε εξωχώριες εταιρείες (άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 3213/2003).
* • Σε περίπτωση επανεκλογής, μετά μακρά ή βραxεία απουσία από τη Βουλή, ο υπόχρεος ασφαλώς και θα περιλάβει στη νέα δήλωσή του και όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία απέκτησε κατά το διάστημα που δεν είχε τη βουλευτική ιδιότητα, καθώς και τις τυχόν μεταβολές των παλαιών.
* • Επειδή, η απόλυτη επαπειλή επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις του νόμου τούτου (ακόμη και εξ’ αμελείας) οδηγούσε, μέχρι τώρα, στην πλήρη ατιμωρησία, γι’ αυτό και προτείνεται να θεσπιστούν ποινικές κυρώσεις μόνο σε βάρος εκείνου που παραλείπει να υποβάλει εντελώς ή να υποβάλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, που επηρεάζουν ουσιωδώς το περιεχόμενο της δήλωσης.
* • Να αυστηροποιηθούν εξαιρετικά οι κυρώσεις, για τη μη υποβολή δήλωσης.
* • Να θεσπισθεί ότι, τόσο η φορολογική δήλωση, όσο και η δήλωση περιουσιακής καταστάσεως του υποχρέου θα αφορούν το αυτό διάστημα, από 1ης Ιανουαρίου, μέχρι 31ης Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής:
«Η Ελλάδα έχει θεσπίσει, από το 1964, ρυθμίσεις (ν. 4351/1964) για τη διαφάνεια της δημοκρατίας και την προάσπιση του κύρους του πολιτικού κόσμου. Τόσο, όμως, το νομικό εκείνο πλαίσιο, όσο και μεταγενέστεροι συναφείς νόμοι (ν. 2429/1996, 3023/2002, 3213/2003, 3327/2005) φαίνεται ότι δεν επαρκούν για την ικανοποίηση του σκοπού τους, καθώς συχνά ακούγονται, καίριες, πάντως όμως όχι άδικες, επικρίσεις, οι οποίες πυκνώνουν, όταν δημοσιεύονται τα πορίσματα του σχετικού ελέγχου.
Στην ίδια επισήμανση προέβη και η σημερινή Επιτροπή Ελέγχου, με Δελτίο Τύπου του Προέδρου της, της 30.7.2009, στο οποίο ανέφερε ότι «…αφού διεπίστωσε τις δυσχέρειες εφαρμογής του άρθρου 3 παρ.1. β. ι. του νόμου 3213/2003, έλαβε υπόψη τις άνω εκθέσεις των ορκωτών Ελεγκτών- Λογιστών …».
Επειδή η εμπειρία, που έχει συσσωρευθεί, για το θέμα αυτό, είναι πλούσια και η κριτική που ασκείται, εδώ και πολλά χρόνια, θέτει σε αμφισβήτηση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και πλήττει αδιάκριτα όλους τους βουλευτές, κρίνεται επιβεβλημένη η δραστική παρέμβασή μας και η υιοθέτηση νέων αποτελεσματικών λύσεων, για την προάσπιση του κύρους του πολιτικού κόσμου και την περαιτέρω εμπέδωση της δημοκρατικής διαφάνειας.
Στο πλαίσιο των γενικών αυτών παραδοχών, καταλήγουμε στις ακόλουθες προτάσεις:
Μετά την τελευταία θέσπιση της υποχρέωσης να συνοδεύεται η δήλωση περιουσιακής κατάστασης από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υπόχρεου για το αντίστοιχο οικονομικό έτος, είναι ανάγκη να τροποποιηθεί η υφιστάμενη ρύθμιση, έτσι ώστε και οι δύο δηλώσεις να αφορούν το αυτό χρονικό διάστημα. Δηλαδή το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου, μέχρι και 31ης Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.
Ο εκλεγόμενος, για πρώτη φορά, βουλευτής να υποχρεούται, εντός της νόμιμης προθεσμίας, σε υποβολή λεπτομερούς καταλόγου της κινητής και ακίνητης περιουσίας του, προσδιορίζοντας αναλυτικά καθένα από τα στοιχεία της, καθώς και τους τίτλους και την πηγή προελεύσεως του εισοδήματος κτήσεως, καθενός από αυτά.
Να υπάρχει στο έντυπο της δήλωσης ειδικό ερώτημα, και ο υπόχρεος να δηλώνει ευθέως εάν συμμετέχει σε «εξωχώριες» (off shore) επιχειρήσεις ή διατηρεί λογαριασμό στην αλλοδαπή, όπως και να προσδιορίζει επακριβώς το ύψος του λογαριασμού και την αξία της συμμετοχής του σε εξωχώριες εταιρίες.
Να αυστηροποιηθούν οι κυρώσεις για τη μη υποβολή δήλωσης (αν και μέχρι τώρα, σπάνια έχει συμβεί κάτι τέτοιο), σε συνδυασμό και με όσα ακολουθούν.
Μετά την αρχική λεπτομερή δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης, ο υπόχρεος δεν θα υποβάλλει (και μάλιστα κάθε χρόνο, όπως τώρα) νέα δήλωση, παρά μόνον εάν και εφόσον αυξομειωθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, η δηλωθείσα αρχική περιουσιακή κατάστασή του. Για τα επόμενα, δηλαδή, χρόνια, να αρκείται στην υποβολή κατάστασης που να αφορά μόνο στα πάσης φύσεως εισοδήματά του. Η παράβαση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης να επισύρει αυστηρές κυρώσεις, ποινικές και αστικές (π.χ. ο παραβάτης να υποχρεούται σε καταβολή, μέχρι του τετραπλασίου της αντικειμενικής αξίας του αποκρυβέντος ακινήτου ή του ποσού του τίτλου). Σ’ αυτή την περίπτωση, σε δημοσιότητα θα υπόκειται μόνο η δήλωση περί μεταβολής, όχι δε, εκ νέου, και η αρχική).
Σε περίπτωση επανεκλογής, μετά μακρά ή βραχεία απουσία από τη Βουλή, ο υπόχρεος θα περιλαμβάνει στη νέα δήλωσή του και όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία απέκτησε κατά το διάστημα που δεν είχε τη βουλευτική ιδιότητα, καθώς και τις τυχόν μεταβολές, που επήλθαν στα στοιχεία που είχε δηλώσει κατά την προηγούμενη θητεία του.
· Η απόλυτη επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις του νόμου οδηγούσε, μέχρι τώρα, σε πλήρη ατιμωρησία. Γι’ αυτό προτείνεται να θεσπιστούν ποινικές κυρώσεις μόνο σε βάρος εκείνου που παραλείπει να υποβάλει ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, που επηρεάζουν ουσιωδώς το περιεχόμενο της δήλωσής του.
· Πάντα τα ανωτέρω αφορούν και στη σύζυγο του υπόχρεου.
· Να τροποποιηθεί η κείμενη βασική νομοθεσία, σε τρόπο ώστε να επεκταθούν, και επί των συζύγων των βουλευτών, οι απαγορεύσεις που ισχύουν για εκείνους, περί συνάψεων χρηματιστηριακών συναλλαγών (άρθρο 7 παρ. 1) και συμμετοχής σε εξωχώριες εταιρείες (άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 3213/2003).
· Σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των δηλώσεων, προτείνεται να αλλάξει η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου, έτσι ώστε να πλειοψηφούν τα δικαστικά μέλη της και να αποκλειστούν οι αιτιάσεις, ότι «ο ελεγχόμενος ελέγχει τον έλεγχο».
Ειδικότερα προτείνεται:
Πρώτον: Να διατηρηθεί η συμμετοχή των εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων που μετέχουν στη Βουλή (ένας, ο αρχαιότερος από κάθε κόμμα), έτσι ώστε να μην είναι δεκτικές αμφισβητήσεων από τα κόμματα, ούτε οι εργασίες, ούτε το πόρισμα της Επιτροπής. Η Επιτροπή αυτή να εξακολουθεί να τελεί υπό την προεδρία του Γ΄ Αντιπροέδρου της Βουλής. Και
Δεύτερον: Να αυξηθεί ο αριθμός των ανωτάτων δικαστικών, οι οποίοι μετέχουν στην Επιτροπή, από 3, που είναι σήμερα, σε 7. Ειδικότερα, να μετέχουν σε αυτή δύο (2) εκ των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου, δύο (2) εκ των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας και τρεις (3) εκ των Αντιπροέδρων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οριζόμενοι από τις Ολομέλειες των δικαστηρίων τους. Η πλειοψηφία των ανωτάτων δικαστικών στην άνω Επιτροπή θα συνεχίζεται αναλόγως και στην περίπτωση Βουλής, με συμμετοχή πολιτικών κομμάτων περισσοτέρων των πέντε.
Επιπλέον προτείνεται:
· Να θεσπιστεί ρύθμιση ανάλογη με εκείνη που ισχύει για τα κόμματα και θεωρεί εκλογικές δαπάνες και τα ποσά που καταβλήθηκαν μεν πριν από τις εκλογές, σχετίζονται όμως άμεσα με την κάλυψη εκλογικών αναγκών (π.χ. ενοικίαση εκλογικού κέντρου ή παραγγελία εντύπου προεκλογικού υλικού, πριν από την επίσημη προκήρυξη των εκλογών).
· Σχετικά με το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού (αρθρ. 6 παρ. 3 Ν. 3023/2002), να καθιερωθεί, ότι σχετική υποχρέωση έχει ο υποψήφιος βουλευτής μετά την προκήρυξη των εκλογών. Ο λογαριασμός αυτός πρέπει να είναι νέος, ειδικός, τρεχούμενος, και να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί, προς τούτο, οιοσδήποτε προϋφιστάμενος. Την υποχρέωση γνωστοποίησης του λογαριασμού αυτού έχουν οι τράπεζες.
· Να επιμηκυνθεί ο χρόνος υποβολής της αναλυτικής κατάστασης Εσόδων - Δαπανών, από 40 ημέρες που είναι σήμερα (αρθρ. 20 παρ 2 Ν. 3023/2002), σε 75 ημέρες, από την ημέρα των εκλογών.
Κύριε συνάδελφε,
Η διαμόρφωση κοινών θέσεων μέσα από την Κοινοβουλευτική διαβούλευση είναι ανάγκη να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό. Για τον σκοπό αυτό παρακαλούμε να έχουμε γραπτώς τις απαντήσεις σας, και τις όποιες προτάσεις σας, μέχρι τις 16 Οκτωβρίου.
Δημήτριος Γ. Σιούφας Αναστάσιος Δ. Νεράντζης