Βελτίωση για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, παρουσίασε τον Ιούλιο ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, ο δείκτης διαμορφώθηκε στις 66,3 μονάδες τον Ιούλιο από 63,8 μονάδες τον Ιούνιο.
Μικρή βελτίωση του κλίματος παρατηρείται τόσο στη βιομηχανία όσο και στον κλάδο της παροχής υπηρεσιών.
Αντίθετα, στο λιανικό εμπόριο και τις κατασκευές το οικονομικό κλίμα επιδεινώνεται και οι σχετικοί δείκτες υποχωρούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, η βελτίωση είναι μικρή, με το σχετικό δείκτη να παραμένει πολύ κοντά στην ιστορικά χαμηλή επίδοση των δύο προηγούμενων μηνών.
Η αίσθηση γενικευμένης δυσαρέσκειας για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας διατηρείται ισχυρή, όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ.
Αναλυτικότερα στη βιομηχανία, καταγράφεται ελαφρά άνοδος στις προβλέψεις της παραγωγής, με τις εκτιμήσεις για το τρέχον επίπεδο της ζήτησης και των παραγγελιών να παραμένουν αμετάβλητες και τα αποθέματα να αποκλιμακώνονται.
Στις υπηρεσίες, σημειώνεται υποχώρηση στις εκτιμήσεις για το τρέχον επίπεδο εργασιών, η οποία αντισταθμίζεται από τις λιγότερο απαισιόδοξες εκτιμήσεις για την τρέχουσα αλλά και τη βραχυπρόθεσμη πορεία της ζήτησης.
Στο λιανικό εμπόριο σημειώνεται νέα ιστορικά χαμηλή επίδοση, λόγω κυρίως των πολύ αρνητικών εκτιμήσεων για τις τρέχουσες πωλήσεις, οι οποίες και διαμορφώνονται στα χαμηλότερα επίπεδα τους. Τα αποθέματα, ωστόσο, παρουσιάζουν τάση ρευστοποίησης, ενώ οριακή είναι η βελτίωση στις προβλέψεις για την εξέλιξη της ζήτησης.
Στις κατασκευές, σημειώνεται επιδείνωση στις εκτιμήσεις για τον όγκο των σχεδιαζόμενων εργασιών, η οποία δεν αντισταθμίζεται από την ηπιότερη βελτίωση των προβλέψεων για την απασχόληση στον τομέα.
Στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, αμβλύνονται οι πολύ αρνητικές προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση, ενώ εκείνες για την οικονομική κατάσταση της χώρας παραμένουν στα ίδια επίπεδα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, οι προβλέψεις για την ανεργία παραμένουν στα πολύ δυσμενή επίπεδα, όπως έχουν διαμορφωθεί τους τελευταίους τουλάχιστον 15 μήνες.
Ως προς την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους, το 24% των καταναλωτών δηλώνει ότι έχει αυξήσει λίγο ή πολύ την αποταμίευση του, ενώ περιορίζεται στο 53%, από το 56%, το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν ότι "μόλις τα βγάζουν πέρα".
Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι έχουν χρεωθεί διευρύνεται στο 14%, από το 8%, το υψηλότερο ποσοστό για φέτος, ενώ 8% από 11% αντλεί από τις αποταμιεύσεις του.
Τον Ιούλιο, στην έρευνα καταναλωτών τίθενται τρία επιπρόσθετα ερωτήματα, τα οποία εξειδικεύουν ακόμα περισσότερο την πρόθεση για μείζονες αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών, όπως είναι το αυτοκίνητο και η κατοικία, και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως πρόδρομοι δείκτες για την ιδιωτική κατανάλωση.
Αναλυτικότερα, το 94% των καταναλωτών δηλώνει ξανά ότι δεν είναι πιθανό να προβεί σε αγορά αυτοκινήτου το επόμενο δωδεκάμηνο, συνεπώς σημειώνεται οριακή υποχώρηση σε σχέση με τον Απρίλιο στην πρόθεση αγοράς αυτοκινήτου, με το σχετικό δείκτη να φθάνει τις -85 μονάδες, σε συνέχεια της κατακόρυφης υποχώρησης κατά 21 μονάδες της προηγούμενης μέτρησης. Η επίδοση αυτή είναι και πάλι χαμηλότερη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών μέσων όρων, οι οποίοι έχουν μείνει σχεδόν αμετάβλητοι (στις -75 και -79 μονάδες αντίστοιχα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη).
Η πρόθεση για αγορά ή κατασκευή κατοικίας εντός των επόμενων δώδεκα μηνών υποχωρεί στα χαμηλότερα ιστορικά επίπεδα της, στις -93 μονάδες, από -90 στη μέτρηση του Απριλίου, σε επίδοση ελαφρώς χαμηλότερη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, οι οποίες δεν μεταβάλλονται, στις -90 και -92 αντίστοιχα σε Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη. Μόνο το 4% δηλώνει και πάλι ότι είναι βέβαιο ή σχεδόν βέβαιο ότι θα προβεί σε αγορά ή κατασκευή κατοικίας.
Βελτίωση σημειώνεται, ωστόσο, στην πρόθεση πραγματοποίησης σημαντικών δαπανών για βελτίωση ή ανανέωση της κατοικίας εντός των επόμενων δώδεκα μηνών, με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στις -71 μονάδες, από -76, κινούμενος στα επίπεδα του μακροχρόνιου μέσου όρου του(-70 μονάδες. Οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώνονται υψηλότερα, στις -58 και -62 μονάδες σε Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη αντίστοιχα. Το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που θεωρεί αρκετά ή πολύ πιθανό να πραγματοποιήσει σημαντικές σχετικές δαπάνες το επόμενο διάστημα ενισχύεται έτσι στο 13% από το 10%.