Τη σύνθεση της διεθνούς συμβουλευτικής επιτροπής για τις αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανακοίνωσε το υπουργείο Παιδείας. Αποτελείται από εννέα μέλη, πρυτάνεις και προέδρους πανεπιστημίων, καθώς και πρώην υπουργούς Παιδείας. Θα είναι άμισθη.
Σκοπός της επιτροπής είναι να συμβουλεύσει την κυβέρνηση για τις διεθνείς τάσεις που κυριαρχούν στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Επίσης, θα συναντήσει τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς φορείς και θα καταγράψει τις προτάσεις τους.
Η επιτροπή αποτελείται από τους:
• David Naylor (Καναδάς), Πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Toronto.
• Gavin Brown (Αυστραλία), πρώην Πρύτανη του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ.
• Gudmund Hernes (Νορβηγία), Πρώην Υπουργό Παιδείας και Έρευνας, Πρώην Υπουργό Υγείας και Πρόεδρο του διεθνούς Συμβουλίου Κοινωνικών Ερευνών.
• James J. Duderstadt (ΗΠΑ), Επίτιμο Πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Michigan.
• Jo Ritzen (Ολλανδία), Πρώην Υπουργό Παιδείας και Πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ.
• John Sexton (ΗΠΑ), Πρόεδρο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
• Λίντα Κατέχη (Linda P.B. Katehi) (ΗΠΑ), Πρύτανη του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Davis. (Η κ. Κατέχη θα είναι και συντονίστρια της επιτροπής).
• Patrick Aebischer (Ελβετία), Πρόεδρο του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας στην Λωζάννη.
• Lap-Chee Tsui (Hong Kong), Πρύτανη και Πρόεδρο του Πανεπιστημίου του Hong Kong.
David Naylor Καθηγητής Ιατρικής, ΚΑΝΑΔΑΣ
Ο David Naylor είναι Πρόεδρος του πανεπιστημίου του Τορόντο από το 2005. Απέκτησε Master’s στην Ιατρική (MD) από το πανεπιστήμιο του Τορόντο το 1978 και στην συνέχεια Διδακτορικό στην Ιατρική (Dphil) από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου έκανε τις σπουδές του ως Rhodes Scholar.
O Naylor ολοκλήρωσε την εκπαίδευση κλινικής ειδικότητας και εντάχθηκε στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Τορόντο το 1988.
Υπήρξε Ιδρυτικό στέλεχος και Διευθύνων Σύμβουλος του Ινστιτούτου Κλινικών Αξιολογικών Επιστημών (Clinical Evaluative Sciences) (1991-1998) πριν γίνει Κοσμήτορας της Ιατρικής και Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Τορόντο υπεύθυνος για τις Σχέσεις με Ιδρύματα Φροντίδας της Υγείας (1999-2005).
Ο Naylor έχει συμμετάσχει στην συγγραφή περίπου 300 ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων σε ένα φάσμα επιστημονικών τομέων που εκτείνεται σε περιοχές όπως αυτές της κοινωνικής ιστορίας, δημόσιας πολιτικής, της επιδημιολογίας και βιοστατιστικής καθώς και των οικονομικών της υγείας και της κλινικής έρευνας και έρευνας υπηρεσιών υγείας στους περισσότερους τομείς της ιατρικής.
Μεταξύ άλλων τιμητικών διακρίσεων, ο Naylor είναι Μέλος της Βασιλικής Εταιρίας του Καναδά, Ξένο Συνεργαζόμενο Μέλος του Ινστιτούτου Ιατρικής των ΗΠΑ, και Αξιωματούχος της Τάξης του Καναδά.
Gavin Brown (Καθηγητής Μαθηματικών), ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ (μέχρι τις 10 Ιουλίου 2008). Στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας (New South Wales), ο Brown κατείχε μια σειρά ακαδημαϊκών διοικητικών θέσεων, μεταξύ των οποίων του Προέδρου του Τμήματος Θεωρητικών Μαθηματικών, του Προέδρου της Σχολής Μαθηματικών, και του Κοσμήτορα της Σχολής Επιστημών.
Το 1992, έγινε Αναπληρωτής Πρύτανης (για την Έρευνα) στο Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας. Αργότερα, το 1994, έγινε Πρύτανης.
Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Σύδνεϋ ανέλαβε το 1996.
Ο Brown είχε ενεργό συμμετοχή στο έργο του Συμβουλίου Έρευνας της Αυστραλίας ως πρόεδρος διαφόρων επιτροπών χρηματοδότησης στο διάστημα 1988-1993 και ως μέλος του Συμβουλίου στο διάστημα 1992-1993.
Έχει συγγράψει πάνω από εκατό ερευνητικές εργασίες και είναι μέλος εκδοτικών επιτροπών πολλών διεθνών –επιστημονικών- περιοδικών.
Το φάσμα των επιστημονικών περιοχών του ερευνητικού του έργου είναι ευρύ και συμπεριλαμβάνει την Θεωρία Μέτρου και την Αλγεβρική Γεωμετρία.
Είναι κάτοχος Master of Arts (με τιμητική διάκριση (1st Class Honours ) και απονομή του Μεταλλίου Duncan) από το Πανεπιστήμιο St Andrews (1963), Διδακτορικού από το Πανεπιστήμιο Newcastle upon Tyne (1966), ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτωρ της Νομικής του Πανεπιστημίου St Andrews το 1977 και Επίτιμος Διδάκτωρ της Νομικής του Πανεπιστημίου Dundee το 2004. To 2006 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αξιωματούχου της Τάξης της Αυστραλίας (Officer of the Order of Australia).
Gudmund Hernes (Καθηγητής Κοινωνικών Επιστημών), ΔΑΝΙΑ
Πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Κοινωνικών Επιστημών, ερευνητής του Νορβηγικού Ινστιτούτου Εργασιακών και Κοινωνικών Ερευνών, και μέλος της Νορβηγικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιστημών.
Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας στην Γραμματεία Μακροπρόθεσμου Σχεδιασμού 1980-1981, Υπουργός Παιδείας και Έρευνας και Εκκλησιαστικών και Πολιτιστικών Θεμάτων (εκκλησιαστικές υποθέσεις) 1990, Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Εκκλησιαστικών Θεμάτων 1991-1995, και Υπουργός Υγείας και Κοινωνικών Θεμάτων (για θέματα υγείας) 1995-1996 και 1996-1997.
Ο Hernes είναι κάτοχος Διδακτορικού στην Κοινωνιολογία από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη.
Έγινε Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Bergen στην Νορβηγία το 1969, όπου διετέλεσε, επίσης, Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας και Διευθυντής του Πανεπιστημιακού Κέντρου Εκπαίδευσης στην Κοινωνική Έρευνα.
Αργότερα, έγινε Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Όσλο.
Διετέλεσε ακαδημαϊκός εταίρος (fellow) στο Κέντρο Προχωρημένων Μελετών στις Επιστήμες Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 1974-5, και δύο φορές Επισκέπτης Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, το 1986 και το 1990.
James Duderstadt (Καθηγητής Επιστημών και Μηχανικής), ΗΠΑ
Επίτιμος Πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Καθηγητής Επιστημών και Μηχανικής και Διευθυντής του Προγράμματος της Χιλιετίας (Millennium Project).
Απόφοιτος του Yale (Batchelor , μηχανολόγος Ηλεκτρολόγος) και του Caltech (Μάστερ και Διδακτορικό στις επιστήμες της μηχανικής και την φυσική). Το διδακτικό, ερευνητικό και εκδοτικό έργο του εκτείνεται σε τομείς όπως η πυρηνική φυσική και μηχανική, η εφαρμοσμένη φυσική, η υπολογιστική προσομοίωση, η πολιτική των επιστημών και η πολιτική ανώτατης εκπαίδευσης.
Έχει υπηρετήσει και διατελέσει πρόεδρος πολυάριθμων επιτροπών της Εθνικής Ακαδημίας και Εθνικών επιτροπών στις ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και του Εθνικού Συμβουλίου Επιστημών, της Επιτροπής των Εθνικών Ακαδημιών για τις Επιστήμες, την Μηχανική και την Δημόσια Πολιτική, της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ερευνών στην Πυρηνική Ενέργεια, του Υπουργείου Ενέργειας της Αμερικής και, τέλος, της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας (NSF) για την Κυβερνοϋποδομή (Cyberinfrastructure), και του Διοικητικού Συμβουλίου Επιστημών Πληροφορικής.
Έχει λάβει πολλά βραβεία συμπεριλαμβανομένων και του Βραβείου E. O. Lawrence για αριστεία στην πυρηνική έρευνα, του Βραβείου Arthur Holly Compton για εξαιρετική διδασκαλία, του Βραβείου Reginald Wilson για επίδειξη εθνικής ηγετικής ικανότητας για την επίτευξη διαφορετικότητας, και του Εθνικού Μεταλλίου Τεχνολογίας για υποδειγματική υπηρεσία στην χώρα.
Σήμερα, συνδιευθύνει το πρόγραμμα Επιστημών, Τεχνολογίας και Δημόσιας Πολιτικής της Σχολής Ford του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και διατελεί διευθυντής του Προγράμματος της Χιλιετίας (Millennium Project), δηλ., ενός ερευνητικού κέντρου που εξερευνά τον αντίκτυπο προηγμένων τεχνολογιών στην κοινωνία, και εδρεύει στο Κέντρο James and Anne Duderstadt του πανεπιστημίου.
Joseph Ritzen (Καθηγητής Οικονομικών), ΟΛΛΑΝΔΙΑ
Ο Jo Ritzen είναι Πρόεδρος του πανεπιστημίου του Maastricht όπου βελτίωσε σημαντικά την διεθνή θέση του πανεπιστημίου (το 50% των φοιτητών του τώρα είναι ξένοι) και την ποιότητα εκπαίδευσης με την υιοθέτηση της μεθόδου επίλυσης προβλημάτων (problem based learning).
Πριν την ανάληψη της σημερινής του θέσης το Φεβρουάριο του 2003, ήταν Αντιπρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Ανάπτυξης της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ανέλαβε την θέση αυτή τον Αύγουστο του 1999.
Τον Ιούλιο του 2001, ανέλαβε τη θέση του Αντιπροέδρου του Δικτύου Ανάπτυξης Ανθρωπίνων Πόρων της Παγκόσμιας Τράπεζας που παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες στον οργανισμό και τις χώρες – μέλη του πάνω σε θέματα καινοτόμων προσεγγίσεων με στόχο τη βελτίωση της υγείας, της εκπαίδευσης και της κοινωνικής προστασίας.
Εντάχθηκε στην Τράπεζα ως Ειδικός Σύμβουλος στο Δίκτυο Ανάπτυξης Ανθρωπίνων Πόρων το Σεπτέμβρη του 1998.
Πριν την ενασχόλησή του στην Τράπεζα, διετέλεσε Υπουργός Παιδείας, Πολιτισμού και Επιστημών της Ολλανδίας, και υπήρξε ένας από τους μακροβιότερους Υπουργούς Παιδείας παγκοσμίως.
Κατά την διάρκεια της θητείας του ως Υπουργού, υλοποίησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα του ολλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Έχει επίσης σημαντική συνεισφορά σε διεθνείς οργανισμούς όπως η UNESCO και ο ΟΟΣΑ, ιδιαίτερα στο πεδίο των επιστημών και της κοινωνικής συνοχής.
Πριν αναλάβει Υπουργός το 1989, ο Ritzen κατείχε ακαδημαϊκές θέσεις στο Πανεπιστήμιο Nijmegen και το Πανεπιστήμιο Erasmus στην Ολλανδία, καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια – Berkeley και το Ινστιτούτο Διεθνών Θεμάτων Robert M. LaFollette του Πανεπιστημίου Wisconsin-Madison στις ΗΠΑ.
Ο Ritzen απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο σε physical engineering το 1970 από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Delft και διδακτορικό στα οικονομικά το 1977 από το πανεπιστήμιο Erasmus στο Rotterdam.
Για την διατριβή του σε θέματα εκπαίδευσης, οικονομικής ανάπτυξης και κατανομής του εισοδήματος τού απονεμήθηκε το βραβείο Winkler Prins.
John Sexton (Καθηγητής της Νομικής), ΗΠΑ
Ο John Sexton είναι ο 15ος Πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, κατέχει αυτή την θέση από τις 17 Μαΐου 2002, και είναι ταυτόχρονα Καθηγητής Νομικής στην Έδρα Benjamin Butler της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Από το 1988 έως το 2002 υπηρέτησε ως Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, η οποία εξελίχθηκε σε μία από τις 5 κορυφαίες νομικές σχολές στην χώρα κατά την διάρκεια της θητείας του σύμφωνα με το U.S. News and World Report.
Από την 1η Ιανουαρίου 2003 έως την 1η Ιανουαρίου 2007, διετέλεσε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης (Federal Reserve Bank). Το 2006 υπηρέτησε ως πρόεδρος του Συμβουλίου Προέδρων του Ομοσπονδιακού Τραπεζικού Συστήματος (Federal Reserve System’s Council of Chairs).
Ο Sexton απέκτησε Batchelor στην ιστορία (1963), Master στη συγκριτική θρησκειολογία (1965), διδακτορικό στην ιστορία της αμερικανικής θρησκείας (1978) από το πανεπιστήμιο Fordham, καθώς και τίτλο Juris Doctor στα νομικά (1979) με διάκριση magna cum laude από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ όπου διετέλεσε και εκδότης – συντάκτης της Νομικής Επιθεώρησης του Χάρβαρντ.
Υπήρξε επίσης συνεργάτης του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου Warren Burger.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Προέδρου, το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης αύξησε το ακαδημαϊκό δυναμικό στις ανθρωπιστικές και τις εφαρμοσμένες επιστήμες κατά 20%, άνοιξε ένα πολύ επιλεκτικό νέο campus στο Άμπου Ντάμπι – “the world’s honor college” – και έγινε έτσι το πρώτο μεγάλο αμερικανικό πανεπιστήμιο που λειτούργησε ένα ίδρυμα ολοκληρωμένων σπουδών σε liberal arts στο εξωτερικό. Επίσης, το πανεπιστήμιο ολοκλήρωσε με επιτυχία την μεγαλύτερη εκστρατεία εύρεσης κεφαλαίων στην αμερικανική ανώτατη εκπαίδευση (πάνω από 3 δις δολάρια), αύξησε το ποσοστό των φοιτητών του που σπουδάζουν στο εξωτερικό σε πάνω από 40%, άνοιξε αρκετά νέα ακαδημαϊκά κέντρα για σπουδές στο εξωτερικό, και αναγνωρίστηκε από το Ινστιτούτο Διεθνούς Εκπαίδευσης για ότι έστειλε περισσότερους φοιτητές στο εξωτερικό από οποιοδήποτε άλλο πανεπιστήμιο στις ΗΠΑ.
Έχει επίσης καταλάβει σε ηγετικές θέσεις σε μεγάλους οργανισμούς ανώτατης εκπαίδευσης.
Όντας Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο Sexton υπηρέτησε ως Πρόεδρος της Ένωσης των Αμερικανικών Νομικών Σχολών (Association of American Law Schools).
Ο Sexton είναι πρόεδρος του Αμερικανικού Συμβουλίου για την Εκπαίδευση και της πρόεδρος Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης ενώ διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Ανεξαρτήτων Κολλεγίων και Πανεπιστημίων.
Λίντα Κατέχη (Καθηγήτρια Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος και Μηχανικός Ηλεκτρονικών Υπολογιστών), ΗΠΑ
Η Λίντα Κατέχη έγινε προ έτους η έκτη Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Davis (17 Αυγούστου 2009). Από την θέση αυτή, επιβλέπει όλες τις πλευρές που συνδέονται με την εκπαιδευτική, ερευνητική και κοινωνική αποστολή του πανεπιστημίου.
Είναι Μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Μηχανικής, προήδρευσε μέχρι το 2010 της Προεδρικής Επιτροπής για το Εθνικό Μετάλλιο Επιστημών και της Επιτροπής του Υπουργού Εμπορίου για το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνολογίας και Καινοτομίας.
Είναι ακαδημαϊκή εταίρος ( fellow) και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Αμερικανικής Ένωσης για την Προαγωγή της Επιστήμης και μέλος πολλών άλλων εθνικών συμβουλίων και επιτροπών.
Προηγουμένως, υπηρέτησε ως κοσμήτορας και αντιπρύτανης ακαδημαϊκών υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο του Illinois στην Urbana-Champaign, διετέλεσε John A. Edwardson κοσμήτορας Μηχανικής και Καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Purdue, και τέλος αναπληρώτρια Κοσμήτορας ακαδημαϊκών υποθέσεων και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στο Κολλέγιο Μηχανικής και Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Michigan.
Από τα πρώτα χρόνια της ως καθηγήτριας, η Κατέχη επικεντρώθηκε στην διεύρυνση των ευκαιριών για έρευνα για τους προπτυχιακούς φοιτητές και στην βελτίωση της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής εμπειρίας των μεταπτυχιακών, με έμφαση στις υποεκπροσωπούμενες κοινωνικές ομάδες.
Έχει επιβλέψει περισσότερους απο 70 μεταδιδακτορικούς ερευνητές, υποψηφίους διδακτόρες και μεταπτυχιακούς φοιτητές στον ερευνητικό της τομέα.
21 από τους 42 διδακτορικούς φοιτητές που απεφοίτησαν υπό την επίβλεψή της έχουν καταλάβει ακαδημαϊκές θέσεις σε πανεπιστήμια με ερευνητικό προσανατολισμό στις ΗΠΑ και αλλού.
Η εργασία της στο σχεδιασμό ηλεκτρικών κυκλωμάτων της απέφερε πολλά εθνικά και διεθνή βραβεία τόσο με την ιδιότητα του ηγέτη τεχνολογίας όσο και με αυτή του εκπαιδευτή, 17 αμερικανικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας, και επιπλέον έξι αιτήσεις για αμερικανικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
Είναι συγγραφέας ή συν-συγγραφέας 10 κεφαλαίων βιβλίων και περίπου 600 δημοσιεύσεων σε περιοδικά και πρακτικά επιστημονικών συμποσίων με σύστημα κριτών.
Έλαβε το πρώτο της πτυχίο ως Ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας το 1977, και master και το διδακτορικό της από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA ) το 1981 και 1984 αντίστοιχα.
Το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Davis, είναι ένα από τα δέκα πανεπιστήμια του συστήματος Πανεπιστημίων της Καλιφόρνια και ένα από μια επίλεκτη ομάδα 62 πανεπιστημίων στη βόρεια Αμερική που αποτελούν μέλη της αναγνωρισμένου κύρους Ένωσης Αμερικανικών Πανεπιστημίων.
Patrick Aebischer (Καθηγητής Νευροεπιστήμης (Neuroscience), ΕΛΒΕΤΙΑ
Πρόεδρος του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας στην Λωζάννης (EPFL). Ο Patrick Aebischer εκπαιδεύτηκε ως ιατρός (MD, 1980) και νευροεπιστήμονας (PhD, 1983) στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και του Fribourg, αντίστοιχα, στην Ελβετία.
Από το 1984 έως το 1992, εργάστηκε στο τμήμα Βιολογίας και Ιατρικής του Πανεπιστημίου Brown στο Providence (Rhode Island, ΗΠΑ). Αρχικά ως Επίκουρος Καθηγητής (Assistant Professor) της Φυσιολογίας και Βιοφυσικής (Physiology and Biophysics, 1986-1987), ύστερα ώς Επίκουρος Καθηγητής (Assistant Professor) στις Επιστήμες της Ιατρικής (Medical Sciences, 1988-1990), και συγκεκριμένα από κοινού στον τομέα Τεχνητών Οργάνων, Βιοϋλικών και Κυτταρικής Τεχνολογίας (Artificial Organs, Biomaterials and Cellular Technology) και στον τομέα Νευροβιολογίας (Neurobiology). Προήχθη στην βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή στον ίδιο τομέα το 1990, ενώ το 1991 έγινε Πρόεδρος του Τομέα αυτού.
Το φθινόπωρο του 1992 επέστρεψε στην Ελβετία ως Καθηγητής Xειρουργικής και Διευθυντής του Χειρουργικού και Ερευνητικού Τμήματος και του Κέντρου Γονιδιακής Θεραπείας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομειακό Κέντρο του Vaud (CHUV) στην Λωζάννη. Ταυτόχρονα, διετέλεσε συνεργαζόμενος Καθηγητής Βιοϋλικών στο τμήμα Επιστήμης Υλικών του Ομοσπονδιακού Πολυτεχνείου της Λωζάννης κατά την περίοδο 1995-2000. Το 1999, ο Patrick Aebischer ορίσθηκε Πρόεδρος του Ελβετικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας (EPFL) στην Λωζάννη, όπου και εξελέγη Καθηγητής της Νευροεπιστήμης (Neuroscience).
Ανέλαβε τα καθήκοντά του ως Πρόεδρος το Μάρτιο 2000. Έκτοτε, έχει αποκτήσει την φήμη ενός εκ των πλέον επιτυχημένων επικεφαλής Ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, καθιστώντας το EPFL ένα από τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα πανεπιστήμια στην Ευρώπη και σημείο αναφοράς στην μεταφορά τεχνολογίας (technology transfer), την διεπιστημονικότητα (interdisciplinarity), την σύνδεση της ακαδημίας με την βιομηχανία και την ανεύρεση χρηματοδότησης (fundraising) από μη κρατικές πηγές. Ενδεικτικά, οδήγησε το πανεπιστήμιό του στην κορυφή της Eυρώπης το 2009 (σύμφωνα με την κατάταξη της Σαγκάης) στην κατηγορία των πανεπιστημίων με επίκεντρο τις πολυτεχνικές επιστήμες, την τεχνολογία και την πληροφορική. Ιδιαίτερα σε σχέση με την έμφαση που έδωσε ο Aebischer στην εξωστρέφεια, το EPFL κατετάγη πρώτο το 2010 σε ό,τι αφορά τον διεθνή χαρακτήρα του (international mix), σύμφωνα με την κατάταξη πανεπιστημίων του Times Higher Education Supplement (δείκτη που χρησιμοποιείται ως ένδειξη για το πόσο διεθνής είναι η φυσιογνωμία ενός πανεπιστημίου) (global outlook).
H ανέλιξη αυτή θεωρείται ότι σχετίζεται με την πολιτική του Aebischer για την πρόσληψη καθηγητών με μοναδικό κριτήριο την αριστεία και όχι την χώρα προέλευσης, και την εισαγωγή της αγγλικής γλώσσας στην διδασκαλία μεταπτυχιακών μαθημάτων (και προαιρετικά προπτυχιακών μαθημάτων) ώστε να είναι το ίδρυμα περισσότερο ελκυστικό σε μη γαλλόφωνους εν δυνάμει φοιτητές και καθηγητές. Η ερευνητική του δραστηριότητα εστιάζεται στην ανάπτυξη προσεγγίσεων κυτταρικής και γονιδιακής μεταβίβασης με στόχο την θεραπεία νευρο-εκφυλιστικών ασθενειών.
Είναι Επιστημονικός Εταίρος (Fellow) του Αμερικανικού Ινστιτούτου Ιατρικής και Βιολογικής Μηχανικής, της Ελβετικής Ιατρικής Ακαδημίας και ιδρυτής τριών βιοτεχνολογικών εταιριών.
Lap-Chee Tsui (Καθηγητής Βιολογίας) HONG-KONG
Είναι ο 14ος Πρύτανης του Πανεπιστημίου του Hong Kong. Το Πανεπιστήμιο του Hong Kong καταλαμβάνει την πρώτη θέση μεταξύ όλων των Ασιατικών Πανεπιστημίων στην τελευταία (2010) κατάταξη των πανεπιστημίων παγκοσμίως του Times Higher Education Supplement (21 στον κόσμο).
Πριν από την παρούσα θέση του που ανέλαβε το Σεπτέμβριο του 2002, ο Καθηγητής Tsui ήταν πρώτος-τη-τάξει Γενετιστής και Πρόεδρος (Geneticist-in-Chief and Head ) του Προγράμματος Γενετικής και Γονιδιοματικής Βιολογίας του Ινστιτούτου Έρευνας στο Νοσοκομείο Παίδων του Τορόντο.
Ο Tsui γεννήθηκε στη Σαγκάη και έλαβε το πρώτο πτυχίο και το Master από το Κινεζικό Πανεπιστήμιο του Hong Kong.
Έλαβε το διδακτορικό του από το πανεπιστήμιο του Pittsburgh το 1979. Μετά από μια σύντομη περίοδο εκπαίδευσης στο Εθνικό Εργαστήριο του Oak Ridge, εντάχθηκε στο Τμήμα Γενετικής στο Νοσοκομείο Παίδων.
Απέκτησε διεθνή καταξίωση το 1989 όταν αναγνώρισε το ελαττωματικό γονίδιο που προκαλεί κυστική ίνωση, πράγμα που αποτέλεσε μεγάλη τομή στην γενετική.
Έχει επίσης συνεισφέρει σημαντικά στην μελέτη του ανθρωπίνου γονιδιώματος, ειδικά στο χαρακτηρισμό του χρωμοσώματος 7 και στην αναγνώριση επιπρόσθετων ελαττωματικών γονιδίων. Έχει συγγράψει 300 επιστημονικές εργασίες, και έχει κατόπιν προσκλήσεως συγγράψει 65 κεφάλαια σε βιβλία και επιστημονικά άρθρα.
Ο Tsui έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις για την σημαίνουσα δουλειά του τα τελευταία χρόνια.
Οι διακρίσεις περιλαμβάνουν: Εταίρος της Βασιλικής Εταιρίας του Καναδά, Εταίρος της Βασιλικής Εταιρίας του Λονδίνου, Εταίρος της Κινεζικής Ακαδημίας, Ξένος Συνεργάτης της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (ΗΠΑ), και Ξένο Μέλος της Κινεζικής Ακαδημία Επιστημών.
Εκτός από τα πολλά εθνικά και διεθνή βραβεία, του έχουν απονεμηθεί τιμητικοί διδακτορικοί τίτλοι από τα πανεπιστήμια: University of King’s College, University of New Brunswick, The Chinese University of Hong Kong, St. Francis Xavier University, York University, Tel Aviv University, University of Toronto, University of Aberdeen and King’s College London και University of Edinburgh.
Σήμερα, είναι μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής Δικαστικών Αξιωματούχων, της Εκτελεστικής Γραμματείας της Επιτροπής για τη Στρατηγική Ανάπτυξη και της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τη Διαφθορά.
Επίσης, έλαβε τους τιμητικούς τίτλους στην Τάξη του Καναδά (Αξιωματούχος), την Τάξη του Οντάριο, στην τάξη των Ιπποτών της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλίας, και έλαβε τον τίτλο της Δικαιοσύνης της Ειρήνης (Justice of the Peace (HKSAR).