Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011
Η μνημονιακή επιδείνωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας
Μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας, λόγω της αδυναμίας πρόσβασης σε δάνεια, αλλά και της εντεινόμενης καθυστέρησης πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου, καταγράφει για την Ελλάδα η Κομισιόν στη νέα έκθεσή της για την ανταγωνιστικότητα, το 2011.
Ως βασικό πρόβλημα θεωρεί το κράτος και την τεράστια γραφειοκρατία που δημιουργεί, αλλά και ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που «δεν δίδει αισιοδοξία» στους επενδυτές για να έρθουν, και απαιτεί ριζικές αλλαγές.
Η Ελλάδα εξακολουθεί και φέτος να είναι πίσω στους 17 από τους 21 συνολικά δείκτες μέτρησης για τους οποίους η χώρα μας δίδει στοιχεία. Η Κομισιόν καταγράφει τομέα προς τομέα την κατάσταση, η οποία επιδεινώθηκε σε πολλά πεδία το 2011. Εύχεται με την εφαρμογή του μνημονίου η κατάσταση να καλυτερεύσει, αλλά εκτιμά ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια και ριζικές αλλαγές έως ότου η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα γίνει βιώσιμη.
Η Κομισιόν στην αξιολόγηση των ελληνικών επιδόσεων καταγράφει πόσο αποκλίνει η κατάσταση από τον κοινοτικό μέσο όρο. Σε πέντε δείκτες η καθυστέρηση είναι πολύ μεγάλη:
Το χρήμα δεν ρέει
* Το ποσοστό των δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων τα οποία απορρίπτουν οι τράπεζες ως μη αποδεκτά είναι πολύ μεγαλύτερο.
* Η διάρκεια αποπληρωμής των οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες διαρκεί πολύ περισσότερες ημέρες.
* Η δαπάνη για έρευνα και νέες τεχνολογίες από τις ίδιες τις επιχειρήσεις είναι 1,8% του ΑΕΠ χαμηλότερη στην Ελλάδα.
* Το νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο είναι πολύ πιο αυστηρό και ανελεύθερο.
* Το διοικητικό βάρος που προκαλεί το Δημόσιο είναι εξίσου μεγάλο.
Μεγάλη υστέρηση υπάρχει και στην παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας (δείκτης στον οποίο στηρίζονται και όσοι μιλάνε για νέο κύκλο ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων), αλλά η Ελλάδα έχει σχεδόν συγκλίνει στην ανταγωνιστικότητα με βάση τον αριθμό των εργαζομένων.
Πρόβλημα καταγράφεται και στις εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας ως αναλογία του συνόλου, στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, στην ικανοποίηση των πολιτών από την ποιότητα των υποδομών (δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια κ.λπ.), αλλά και στα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα για επιχειρήσεις που τώρα ξεκινούν και αναπτύσσονται.
Μείωση της ζήτησης
Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής, ο επιχειρηματικός κόσμος έχει δύο ειδών προβλήματα. Οσα συνδέονται με την οικονομική κρίση, όπως την πρόσβαση στη χρηματοδότηση και την πολύ μεγάλη μείωση της ζήτησης, αλλά και την ανάγκη για ένα νέο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η ελληνική βιομηχανία επικεντρώνεται σε τομείς μη προηγμένους τεχνολογικά και χαμηλής ανάπτυξης. Αναφέρεται ότι απαιτούνται ενέργειες για τη διευκόλυνση των διαρθρωτικών αλλαγών, μεταξύ των οποίων στην αγορά εργασίας και προϊόντων και στην ενίσχυση της κοινωνίας της γνώσης.
«Η δημόσια διοίκηση αποτελεί ένα σημαντικό εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη, δημιουργεί τεράστιο κόστος για την υπόλοιπη οικονομία, μέσα από το μέγεθός της και μέσα από τη συχνά αναποτελεσματική λειτουργία της» αναφέρεται. Κάποια πρόοδος αναμένεται να φέρει το Μνημόνιο, αλλά «οι προσπάθειες θα πρέπει να επιμείνουν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για βιώσιμη ανάπτυξη».
168 μέρες καθυστερεί να εξοφλήσει το Δημόσιο
Το Ελληνικό Δημόσιο είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος κακοπληρωτής στην Ε.Ε. μετά την Ιταλία. Οι επιδόσεις του χειροτέρεψαν το 2011, παρά το Μνημόνιο, που όριζε ότι πρέπει το κράτος να μη χρωστά ούτε ευρώ το πολύ 90 ημέρες μετά την υπογραφή κάθε σύμβασης.
Αντ' αυτού, τα «φέσια» ξεπερνούν τα 6,5 δισ. ευρώ με το μέσο χρόνο πληρωμής να φτάνει στις 168 ημέρες.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Κομισιόν για την ανταγωνιστικότητα των κρατών-μελών το 2011, ο μέσος χρόνος πληρωμής έχει σημαντικό αντίκτυπο στις χρηματοδοτικές ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Εκτιμάται ότι περίπου το 25% του συνόλου των πτωχεύσεων στην Ευρώπη οφείλεται σε καθυστερήσεις ή μη πληρωμή των ανεξόφλητων τιμολογίων, ενώ το 28% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι καθυστερημένες πληρωμές δημιουργούν απειλή για την επιβίωσή τους.
Το 2010, η μέση καθυστέρηση πληρωμής για τις επιχειρήσεις στην Ε.Ε. ήταν 54 ημέρες. Για την Ελλάδα η καθυστέρηση έφανε στις 107 ημέρες έναντι 23 ημερών μόνο στη Φινλανδία, 32 στη Γερμανία και 33 στην Ιρλανδία και τη Σουηδία.