Νέα τροπή, υπέρ των τραπεζών, παίρνει η υπόθεση των δανειοληπτών με δάνεια σε ελβετικό φράγκο, μετά από απόφαση του Εφετείου που δικαιώνει τη Eurobank για συλλογική αγωγή αναφορικά με δάνεια στο ελβετικό νόμισμα.
Η απόφαση αυτή, καθώς είναι εφετειακή και αφορά σε συλλογική αγωγή εναντίον της Τράπεζας, ενδιαφέρει όλες τις τράπεζες, λιγότερο ή περισσότερο εκτεθειμένες σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Και παρά το γεγονός ότι μπορεί να εφεσιβληθεί από τους δανειολήπτες και να καθυστερήσει ακόμη πολύ μέχρι να τελεσιδικήσει, εντούτοις αλλάζει τα μέχρι στιγμής δεδομένα προηγούμενων αποφάσεων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων ή αποφάσεων σε ατομικές αγωγές που δικαίωναν τους δανειολήπτες.
Ασκεί, έτσι, πίεση στους οφειλέτες σε ελβετικό φράγκο να σπεύσουν να ρυθμίσουν τα δάνειά τους και να μην σωρεύουν τόκους σε ληξιπρόθεσμες δόσεις, ποντάροντας στην αποπληρωμή των δανείων τους με την ισοτιμία κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης.
Σημειώνεται ότι το 10% των δανείων στεγαστικής πίστης των ελληνικών τραπεζών έχουν συναφθεί σε ελβετικό φράγκο. Πρόκειται για δάνεια ονομαστικής αξίας 7 δισ. ευρώ που έχουν συναφθεί την περίοδο 2006 – 2009, με ισοτιμία ευρώ/ελβετικού 1,55 – 1,65 και με μεσοσταθμικό περιθώριο 1,6% πάνω από το libor. Σήμερα, τα δάνεια αυτά δημιουργούν ένα άληκτο κεφάλαιο 12 δισ. ευρώ για τις τράπεζες.
Στους δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου οι τράπεζες προτείνουν α) την επιλογή του split balance, με την οποία το δάνειο θα "σπάσει" σε δύο κομμάτια, εκ των οποίων το ένα θα πληρώνεται με την τρέχουσα δόση που του αντιστοιχεί και το υπόλοιπο θα αποπληρωθεί κάποια χρόνια μετά, και β) την επιλογή frozen, η οποία θα συνδυάζει "πάγωμα" του δανείου για κάποια περίοδο με "κούρεμα" κάποιου ποσού.
Η απόφαση του Εφετείου που δικαίωσε τη Eurobank κρίνει έφεση της Τράπεζας έναντι συλλογικής αγωγής Ενώσεων Καταναλωτών και του Συλλόγου Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου. Η εκδίκαση της αγωγής των τελευταίων σε πρώτο βαθμό είχε οδηγήσει στη θετική έκβαση για τους δανειολήπτες και το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης απαγόρευε στην τράπεζα να διατυπώνει, να επικαλείται και να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές της με τους εν λόγω δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο τον γενικό όρο σύμφωνα με τον οποίο "η αποπληρωμή του δανείου λαμβάνει χώρα με την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής".
Επίσης, απαγόρευε την καταγγελία των συμβάσεων των δανείων, εάν οι δανειολήπτες κατέβαλαν στο ισόποσό τους σε ευρώ τις τοκοχρεωλυτικές τους δόσεις σε ελβετικό φράγκο, βάσει της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων "κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε ευρώ".
Πλέον, μετά την προσφυγή της Eurobank στο Εφετείο, το τελευταίο αποφαίνεται ότι κρίσιμος δεν καθίσταται ο χρόνος συνομολόγησης ή λήξης του χρέους, αλλά της πραγματικής πληρωμής.
Το σκεπτικό της εφετειακής απόφασης κάνει δεκτό ότι οι συμβατικές ρήτρες κατανομής του κινδύνου από την αλλαγή της ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου μεταξύ χρόνου εκταμίευσης του δανείου και χρόνου καταβολής των επιμέρους δόσεων δεν θα πρέπει να ελεγχθούν από πλευράς καταχρηστικότητας λόγω του δηλωτικού τους χαρακτήρα, στο μέτρο που αντιστοιχούν στις συναγόμενες από τον κανόνα του άρθρου 291 ΑΚ επιταγές.
Περαιτέρω, έγινε επίσης δεκτό ότι η ΑΚ 291 δεν διακρίνει γενικώς, ούτε ειδικώς μεταξύ στιγμιαίων και διαρκών συμβάσεων, και συνεπώς, με βάση τη γραμματική ερμηνεία της, δεν είναι ορθό να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της π.χ. μόνο στις στιγμιαίες συμβάσεις, η δε τελολογική ερμηνεία της δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα.
Όπως αναφέρεται στην 158 σελίδων απόφαση, κρίσιμος δεν καθίσταται ο χρόνος συνομολόγησης ή λήξης του χρέους, αλλά της πραγματικής πληρωμής. Η έως τότε τυχόν άνοδος η πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει έτσι, σε βάρος ή όφελος αντίστοιχα του οφειλέτη. Ο κανόνας του ΑΚ 291 εντάσσεται στους κανόνες του γενικού ενοχικού δικαίου.
Οι κανόνες αυτοί, εφόσον οι ίδιοι δεν διακρίνουν, ισχύουν για όλες τις ενοχές, είτε αυτές γεννώνται από το νόμο είτε από σύμβαση οποιουδήποτε είδους και ανεξάρτητα από τον στιγμιαίο ή διαρκή χαρακτήρα της σύμβασης και τον τύπο στον οποίο αυτή υπάγεται.
Ειδικά για τις εκ συμβάσεως ενοχές, ο νόμος δεν μπορεί να είχε υπόψη μόνο τις στιγμιαίες, διότι κατά τη διάταξη επιλογή της ισοτιμίας του χρόνου πληρωμής έχει ακριβώς σημασία όταν ο χρόνος αυτός απέχει από το χρόνο σύναψης της σύμβασης, όπως κατ΄ εξοχήν συμβαίνει στις συμβάσεις δανείου και εν γένει στις πιστωτικές συμβάσεις.
Κυρίως δε αυτές τις συμβάσεις έχει υπόψη η ΑΚ 291, όταν μάλιστα αναφέρεται σε χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα και ορθώς εφαρμόζεται η διάταξη αυτή στις εν λόγω συμβάσεις κατά τον γενικότερο κανόνα ότι κρίσιμη είναι η ημερομηνία πληρωμής. Συνεπώς η διάταξη του ΑΚ 291 καταλαμβάνει κάθε χρηματική ενοχή και επομένως κάθε σύμβαση, δανειακή η μη, είτε κριθεί ως καθαρώς δανειακή είτε ως επενδυτική.
Πέραν της διάταξης 291 του Αστικού Κώδικα, η απόφαση του Εφετείου επικαλείται και την υπέρ των δανειοληπτών ευρωπαϊκή Οδηγία 2014/17/ΕΕ παρ. 3 άρθρο 23, η οποία, παρ΄ όλα αυτά, επιβεβαιώνει τη βασική αξιολογική στάθμιση ότι η κρίσιμη για τη μετατροπή του δανείου από αλλοδαπό σε εγχώριο νόμισμα συναλλαγματική ισοτιμία δεν μπορεί να ανατρέχει στο παρελθόν, αλλά θα πρέπει να συντελείται με βάση την τρέχουσα, κατά τον χρόνο της μετατροπής ισοτιμία.
Η απόφαση αυτή, καθώς είναι εφετειακή και αφορά σε συλλογική αγωγή εναντίον της Τράπεζας, ενδιαφέρει όλες τις τράπεζες, λιγότερο ή περισσότερο εκτεθειμένες σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Και παρά το γεγονός ότι μπορεί να εφεσιβληθεί από τους δανειολήπτες και να καθυστερήσει ακόμη πολύ μέχρι να τελεσιδικήσει, εντούτοις αλλάζει τα μέχρι στιγμής δεδομένα προηγούμενων αποφάσεων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων ή αποφάσεων σε ατομικές αγωγές που δικαίωναν τους δανειολήπτες.
Ασκεί, έτσι, πίεση στους οφειλέτες σε ελβετικό φράγκο να σπεύσουν να ρυθμίσουν τα δάνειά τους και να μην σωρεύουν τόκους σε ληξιπρόθεσμες δόσεις, ποντάροντας στην αποπληρωμή των δανείων τους με την ισοτιμία κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης.
Σημειώνεται ότι το 10% των δανείων στεγαστικής πίστης των ελληνικών τραπεζών έχουν συναφθεί σε ελβετικό φράγκο. Πρόκειται για δάνεια ονομαστικής αξίας 7 δισ. ευρώ που έχουν συναφθεί την περίοδο 2006 – 2009, με ισοτιμία ευρώ/ελβετικού 1,55 – 1,65 και με μεσοσταθμικό περιθώριο 1,6% πάνω από το libor. Σήμερα, τα δάνεια αυτά δημιουργούν ένα άληκτο κεφάλαιο 12 δισ. ευρώ για τις τράπεζες.
Στους δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου οι τράπεζες προτείνουν α) την επιλογή του split balance, με την οποία το δάνειο θα "σπάσει" σε δύο κομμάτια, εκ των οποίων το ένα θα πληρώνεται με την τρέχουσα δόση που του αντιστοιχεί και το υπόλοιπο θα αποπληρωθεί κάποια χρόνια μετά, και β) την επιλογή frozen, η οποία θα συνδυάζει "πάγωμα" του δανείου για κάποια περίοδο με "κούρεμα" κάποιου ποσού.
Η απόφαση του Εφετείου που δικαίωσε τη Eurobank κρίνει έφεση της Τράπεζας έναντι συλλογικής αγωγής Ενώσεων Καταναλωτών και του Συλλόγου Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου. Η εκδίκαση της αγωγής των τελευταίων σε πρώτο βαθμό είχε οδηγήσει στη θετική έκβαση για τους δανειολήπτες και το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης απαγόρευε στην τράπεζα να διατυπώνει, να επικαλείται και να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές της με τους εν λόγω δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο τον γενικό όρο σύμφωνα με τον οποίο "η αποπληρωμή του δανείου λαμβάνει χώρα με την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής".
Επίσης, απαγόρευε την καταγγελία των συμβάσεων των δανείων, εάν οι δανειολήπτες κατέβαλαν στο ισόποσό τους σε ευρώ τις τοκοχρεωλυτικές τους δόσεις σε ελβετικό φράγκο, βάσει της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων "κατά τον χρόνο εκταμίευσης του δανείου και χορήγησης σε ευρώ".
Πλέον, μετά την προσφυγή της Eurobank στο Εφετείο, το τελευταίο αποφαίνεται ότι κρίσιμος δεν καθίσταται ο χρόνος συνομολόγησης ή λήξης του χρέους, αλλά της πραγματικής πληρωμής.
Το σκεπτικό της εφετειακής απόφασης κάνει δεκτό ότι οι συμβατικές ρήτρες κατανομής του κινδύνου από την αλλαγή της ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου μεταξύ χρόνου εκταμίευσης του δανείου και χρόνου καταβολής των επιμέρους δόσεων δεν θα πρέπει να ελεγχθούν από πλευράς καταχρηστικότητας λόγω του δηλωτικού τους χαρακτήρα, στο μέτρο που αντιστοιχούν στις συναγόμενες από τον κανόνα του άρθρου 291 ΑΚ επιταγές.
Περαιτέρω, έγινε επίσης δεκτό ότι η ΑΚ 291 δεν διακρίνει γενικώς, ούτε ειδικώς μεταξύ στιγμιαίων και διαρκών συμβάσεων, και συνεπώς, με βάση τη γραμματική ερμηνεία της, δεν είναι ορθό να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της π.χ. μόνο στις στιγμιαίες συμβάσεις, η δε τελολογική ερμηνεία της δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα.
Όπως αναφέρεται στην 158 σελίδων απόφαση, κρίσιμος δεν καθίσταται ο χρόνος συνομολόγησης ή λήξης του χρέους, αλλά της πραγματικής πληρωμής. Η έως τότε τυχόν άνοδος η πτώση της αξίας του ξένου νομίσματος αποβαίνει έτσι, σε βάρος ή όφελος αντίστοιχα του οφειλέτη. Ο κανόνας του ΑΚ 291 εντάσσεται στους κανόνες του γενικού ενοχικού δικαίου.
Οι κανόνες αυτοί, εφόσον οι ίδιοι δεν διακρίνουν, ισχύουν για όλες τις ενοχές, είτε αυτές γεννώνται από το νόμο είτε από σύμβαση οποιουδήποτε είδους και ανεξάρτητα από τον στιγμιαίο ή διαρκή χαρακτήρα της σύμβασης και τον τύπο στον οποίο αυτή υπάγεται.
Ειδικά για τις εκ συμβάσεως ενοχές, ο νόμος δεν μπορεί να είχε υπόψη μόνο τις στιγμιαίες, διότι κατά τη διάταξη επιλογή της ισοτιμίας του χρόνου πληρωμής έχει ακριβώς σημασία όταν ο χρόνος αυτός απέχει από το χρόνο σύναψης της σύμβασης, όπως κατ΄ εξοχήν συμβαίνει στις συμβάσεις δανείου και εν γένει στις πιστωτικές συμβάσεις.
Κυρίως δε αυτές τις συμβάσεις έχει υπόψη η ΑΚ 291, όταν μάλιστα αναφέρεται σε χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα και ορθώς εφαρμόζεται η διάταξη αυτή στις εν λόγω συμβάσεις κατά τον γενικότερο κανόνα ότι κρίσιμη είναι η ημερομηνία πληρωμής. Συνεπώς η διάταξη του ΑΚ 291 καταλαμβάνει κάθε χρηματική ενοχή και επομένως κάθε σύμβαση, δανειακή η μη, είτε κριθεί ως καθαρώς δανειακή είτε ως επενδυτική.
Πέραν της διάταξης 291 του Αστικού Κώδικα, η απόφαση του Εφετείου επικαλείται και την υπέρ των δανειοληπτών ευρωπαϊκή Οδηγία 2014/17/ΕΕ παρ. 3 άρθρο 23, η οποία, παρ΄ όλα αυτά, επιβεβαιώνει τη βασική αξιολογική στάθμιση ότι η κρίσιμη για τη μετατροπή του δανείου από αλλοδαπό σε εγχώριο νόμισμα συναλλαγματική ισοτιμία δεν μπορεί να ανατρέχει στο παρελθόν, αλλά θα πρέπει να συντελείται με βάση την τρέχουσα, κατά τον χρόνο της μετατροπής ισοτιμία.