ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ που ξεπερνούν το 100% της αξίας βασικών ειδών διατροφής και προϊόντων καθημερινής χρήσης καταγράφονται με βάση τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών του υπουργείου Οικονομίας.
Σημαντικές διαφορές διαπιστώνονται στην πορεία των τιμών από σουπερμάρκετ σε σουπερμάρκετ ακόμη και για τους ίδιους κωδικούς. Οπως φαίνεται άλλες αλυσίδες προχώρησαν σε μείωση τιμών ορισμένων προϊόντων το τελευταίο τρίμηνο για να αντιμετωπίσουν την κρίση, επιχειρώντας έτσι να ενισχύσουν τις πωλήσεις τους, ενώ άλλες διατήρησαν ή ανέβασαν τις τιμές, σε μία προσπάθεια μεγιστοποίησης των εσόδων τους.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου, συνολικά καταγράφεται οριακή μείωση τιμών κατά 0,48% στο τρίμηνο Δεκεμβρίου- Φεβρουαρίου κατά το οποίο λειτουργεί το Παρατηρητήριο. Τα στοιχεία προκύπτουν από 20 συγκεκριμένα επώνυμα τρόφιμα, ποτά και είδη προσωπικής υγιεινής μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν πολύ μεγάλη κατανάλωση και βαρύνουν σημαντικά στη διαμόρφωση του Δείκτη Τιμών.
Η μεγαλύτερη πτώση παρατηρείται σε αφρόλουτρα, καφέδες, μπίρες και έλαια. Αμετάβλητες έμειναν οι τιμές σε αναψυκτικά, γαλακτοκομικά, μακαρόνια και ρύζι, ενώ αυξήσεις έως 4% διαπιστώνονται σε φασόλια, οδοντόκρεμες, γιαούρτια και γαλακτοκομικά προϊόντα.
Σημαντικό εύρημα από τις μετρήσεις των αρμόδιων υπηρεσιών που φθάνουν πλέον το ένα εκατομμύριο δείγματα είναι πως μπορεί η συνολική μεταβολή να είναι οριακά πτωτική, ωστόσο δεν αφορά όλα τα καταστήματα πώλησης.
Σύμφωνα με επιχειρηματίες του χώρου μέχρι τώρα ακολουθούνται δύο κύριες τακτικές: Η πρώτη αφορά αλυσίδες που με «κράχτη» λίγους κωδικούς -και μάλιστα μέχρι να εξαντληθεί το απόθεμα- διαφημίζουν φθηνές τιμές προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες, οι οποίοι, όμως, θα κληθούν να πληρώσουν ακριβότερα την πλειονότητα των προϊόντων. Πρόκειται για μια τακτική που ακολουθείται κυρίως από θυγατρικές πολυεθνικών αλυσίδων. Η δεύτερη αφορά επιχειρήσεις που δίνουν έμφαση σε είδη «ιδιωτικής ετικέτας», κατηγορία που κερδίζει σταθερά μερίδια αγοράς. Παράλληλα διατηρούν σταθερές ή αυξάνουν έως 4% τιμές επώνυμων προϊόντων. Πρόκειται για ελληνικές αλυσίδες αλλά και πολυεθνικές.
Αυτό εξηγεί τις εντυπωσιακές ομολογουμένως διαφοροποιήσεις στην τιμή λιανικής του ίδιου ακριβώς προϊόντος από μία αλυσίδα σεάλλη. Ορισμένες εταιρείες με το δέλεαρ της προσφοράς (λ.χ. δύο σε ένα) πωλούν τελικά ακριβότερα το κομμάτι απ' ό,τι άλλη επιχείρηση στην ίδια γειτονιά. Για παράδειγμα αφρόλουτρο συγκεκριμένης εταιρείας πωλείται σε ένα σουπερμάρκετ 5,28 ευρώ, τιμή κατά 104,7% ακριβότερη από άλλο σημείο πώλησης που το διαθέτει 2,58 ευρώ. Αντίστοιχα καταγράφονται διαφορές σε οδοντόκρεμα (συσκευασίας 75 γραμμ.) της τάξης του 84,2%, με μέση τιμή πώλησης 2,82 ευρώ. Καφές (ελληνικός των 195 γραμμ.) έχει διαφορά τιμής 28% από αλυσίδα σε αλυσίδα, με μέγιστη τιμή 2,24 ευρώ. Ψωμί (τοστ των 680 γραμμ.) διαφορά 23,2% με μέγιστη τιμή 2,81 ευρώ. Φέτα (σε άλμη, ενός κιλού) έχει διαφορά 22,6%, με μέγιστη τιμή 11,01 ευρώ. Λίγες μόνο περιπτώσεις, ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατεί στο λιανεμπόριο και της πολυπλοκότητας που παρατηρείται στα σουπερμάρκετ.
Οι διαφορές αρχίζουν να αναδεικνύονται με τη λειτουργία του Παρατηρητηρίου Τιμών, που καθυστέρησε επί σειρά ετών (είχε εξαγγελθεί το 2003, επί υπουργίας Ακη Τσοχατζόπουλου) και ξεκίνησε τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Και πάλι, όμως, τα προβλήματα μένουν, καθώς ο καταναλωτής δεν μπορεί εύκολα να συγκρίνει τιμές. Παρά το ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες συλλέγουν στοιχεία από συνολικά 1.000 προϊόντα δύο φορές το μήνα σε πολλά σημεία πώλησης στην επικράτεια, το ηλεκτρονικό σύστημα παραμένει δύσχρηστο στον καταναλωτή και αναζητούνται τρόποι απλοποίησής του.