Yπάρχει μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων, κυρίως στο δημόσιο τομέα, οι οποίοι φοβούνται ότι θα «παγιδευτούν» στην εργασία και δικαίως ανησυχούν.
Ετσι:
►Oι μητέρες-δημόσιες υπάλληλοι με ανήλικο παιδί και 25 έτη ασφάλισης έβγαιναν στη σύνταξη χωρίς όριο ηλικίας. Τώρα αυτή η κατηγορία των εργαζομένων πρέπει να περιμένει την, αποτυπωμένη στο νόμο, βούληση του αρμόδιου υπουργού Oικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου για το τι θα ισχύσει. Κυρίως για το πέναλτι πρόωρης εξόδου (6% το χρόνο πλέον) στο βαθμό που τώρα θα προβλεφθεί και όριο ηλικίας για έξοδο-συνταξιοδότηση (όπως στο ΙΚΑ και τις ΔΕΚO, που πρέπει να συνοδεύεται με το 55ο έτος το 2017).
Για παράδειγμα σε μια μητέρα 46 ετών με 25ετία που θα επιλέξει να βγει στη σύνταξη το 2011, όταν θα τεθεί όριο το 51ο ή το 53ο έτος, θα υποχρεωθεί σε μείωση της σύνταξης από 30% έως και 42% αντιστοίχως.
►Oι μητέρες με ανήλικο παιδί και ασφαλισμένες επί 25ετία στις ΔΕΚO, που έχουν γεννηθεί μετά το 1963, δεν θα έχουν συμπληρώσει το 50ό έτος το 2012 και τον επόμενο χρόνο προστίθεται ένα ολόκληρο έτος στο ηλικιακό όριο. Ετσι, αυτό ανέρχεται στο 51ο το 2013, στο 52ο το 2014 κ.ο.κ.).
Κατά συνέπεια, όταν η εργαζόμενη πλησιάζει το όριο ηλικίας αυτό αυξάνεται με το νόμο 3655/08 και έτσι θα βγει στη σύνταξη στο 55ο έτος (συν 5 χρόνια). Κοντολογίς, για τα επόμενα 3-4 χρόνια δεν προβλέπεται να δοθούν αυξήσεις στις συντάξεις αλλά ούτε στους μισθούς του Δημοσίου, τομείς από τους οποίους έχουν περιοριστεί και τα δώρα. Στον ιδιωτικό τομέα όμως τα πράγματα (στην εργασία) αναμένεται να εξελιχθούν καλύτερα.
Εκτός κάποιου «απροόπτου», βεβαίως, όπως είναι η ανεργία, που αν έρθει το ασφαλιστικό θα αναδειχθεί σε πτωχικο μεν καταφύγιο δε. Αρα, τουλάχιστον για φέτος και για όσα χρόνια υπάρχει απασχόληση η διέξοδος δεν βρίσκεται στη σύνταξη. Εξάλλου όποιος βγαίνει τώρα μπορεί να βγει οποτεδήποτε στο μέλλον. Και όποιος δεν έχει συμπληρώσει τώρα τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης δεν μπορεί να εκβιάσει το χρόνο ούτε ωφελεί να ανησυχεί.
Εκτός από το να διεκδικήσει συλλογικά ευνοϊκότερους όρους ασφάλισης. Κυρίως δε καλύτερους όρους εργασίας, που αποτελεί την προοδευτική διέξοδο, ενώ η σύνταξη τη συντηρητική (και κάποτε αναγκαστική) επιλογή.