Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011
Τραπεζίτες: Μάχη για να μειώσουν τις απώλειες
ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΝΑ περιορίσουν τις απώλειες από τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα ανταλλαγής των ομολόγων, το περίφημο πλέον PSI+ δίνουν οι τράπεζες. Ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου (IIF) Τσ. Νταλάρα, εκτός από τις επίσημες συναντήσεις που είχε την Τετάρτη το βράδυ με τον πρωθυπουργό Λ. Παπαδήμο και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ευαγ. Βενιζέλο, συναντήθηκε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας με κορυφαίους τραπεζίτες.
Σε μία τουλάχιστον από τις συναντήσεις αυτές ο «επίσημος» διαπραγματευτής των τραπεζών περιέγραψε με μελανά χρώματα στον συνομιλητή του (κορυφαίο τραπεζίτη ιδιωτικής - προσώρας τουλάχιστον - τράπεζας) την προετοιμασία που έχει κάνει η κυβέρνηση προκειμένου να προωθήσει το πρόγραμμα ανταλλαγής των ομολόγων, στο οποίο στηρίζεται και ολόκληρη η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου.
Η εντύπωση που αποκόμισε από τις κυβερνητικές επαφές που είχε ο κ. Νταλάρα, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που θέλησε να εμφανίσει την Παρασκευή ο κ. Βενιζέλος για τη διαπραγματευτική ετοιμότητα και ικανότητα των στελεχών που έχουν επιφορτιστεί με το έργο της διαπραγμάτευσης.
Ο υπουργός Οικονομικών παρουσιάζοντας τον προϋπολογισμό εμφανίστηκε πανέτοιμος να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τις τράπεζες τις θέσεις της κυβέρνησης για όλα τα ανοιχτά θέματα που συνδέονται με την ανταλλαγή των ομολόγων. Ωστόσο η «κυβερνητική αντιπρόταση» στις εναλλακτικές προτάσεις που έχουν υποβάλει οι τράπεζες δεν έχει ακόμη υποβληθεί.
Παρά ταύτα ο προϋπολογισμός έχει ήδη υπολογίσει ότι το 2012 θα γλιτώσει από τόκους περίπου 4,1 δισ. ευρώ, γεγονός που προϋποθέτει συμφωνία με τις τράπεζες επί όλων των παραμέτρων του PSI. Ωστόσο ο κ. Βενιζέλος αρνήθηκε να ανοίξει τα χαρτιά του όταν ρωτήθηκε για τη σπουδαιότερη παράμετρο που αφορά το επιτόκιο με το οποίο θα εκδοθούν τα νέα ομόλογα.
Παραμένουν ανοιχτά
Τα ζητήματα που μένουν ανοιχτά και τα οποία θα προσδιορίσουν εν τέλει (α) τη συνολική ζημιά που θα υποστούν οι τράπεζες, (β) το όφελος που προκύπτει για τον προϋπολογισμό και εν τέλει (γ) το ποσοστό συμμετοχής των τραπεζών στο PSI, αφορούν το επιτόκιο των νέων ομολόγων, τη χρονική διάρκεια και το ποσό των μετρητών που θα καταβληθεί στους ομολογιούχους.
Οσον αφορά το πρώτο θέμα, δηλαδή τη συνολική ζημιά των τραπεζών πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν ταυτίζεται με το μέγεθος του κουρέματος. Ετσι ενώ σε μακροοικονομικό επίπεδο το κούρεμα των ομολόγων κατά 50% μειώνει ισόποσα την ονομαστική αξία των ομολόγων και άρα το δημόσιο χρέος, σε επίπεδο τράπεζας (μικροοικονομικό) η ζημιά δεν ταυτίζεται. Ετσι για παράδειγμα αν μία τράπεζα διαθέτει στο χαρτοφυλάκιό της ομόλογα ονομαστικής αξίας 10 δισ. ευρώ η ζημιά που πρέπει να γράψει δεν ανέρχεται σε 5 δισ. ευρώ ακριβώς. Και τούτο γιατί οι τράπεζες υπολογίζουν τη ζημιά συγκρίνοντας την παρούσα αξία των ομολόγων που διαθέτουν (δηλαδή το κεφάλαιο προσαυξημένο με τους τόκους που έχουν λαμβάνειν, προσαρμοσμένα όμως στη σημερινή τους αξία) με την αντίστοιχη παρούσα αξία των νέων ομολόγων που θα λάβουν.
Ομως για να γίνει αυτό πρέπει να συμφωνηθεί τόσο το επιτόκιο των νέων τίτλων όσο και το λεγόμενο προεξοφλητικό επιτόκιο ( εκείνο δηλαδή που χρησιμοποιείται για την αναγωγή των μελλοντικών τόκων στην παρούσα αξία τους). Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, οι τράπεζες προτείνουν το επιτόκιο των νέωνν ομολόγων να είναι όχι σταθερό αλλά να προσαυξάνεται ανάλογα με τις αναπτυξιακές επιδόσεις που θα εμφανίζει η Ελλάδα. Δηλαδή στην ουσία να πριμοδοτείται το επιτόκιο κατά το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, συνταγή που έχει εφαρμοστεί σε πολλά προγράμμματα του ΔΝΤ. Αν περάσει το σενάριο αυτό το επιτόκιο των νέων ομολόγων μπορεί να φθάσει ακόμη και το 8%, γεγονός που αν επαληθευτεί θα δημιουργήσει νέα βάρη στους προϋπολογισμούς των επομένων ετών.
Το προεξοφλητικό επιτόκιο με το οποίο κάνουν τους υπολογισμούς τους οι τράπεζες έχει προσδιοριστεί από τις ίδιες στο 12% από 9% που είχαν ορίσει τον Ιούλιο. Οσο μεγαλύτερο είναι το επιτόκιο αυτό τόσο αυξάνεται η ζημιά για τις τράπεζες, γεγονός που τους δημιουργεί μία «βάση» για να διεκδικήσουν υψηλότερο επιτόκιο στα νέα ομόλογα. Οι τράπεζες θεωρούν ότι η αύξηση του επιτοκίου αυτού αντανακλά τη γενικότερη επιδείνωση των συνθηκών στην ελληνική αγορά καθώς της μεγαλύτερης αβεβαιότητας που πλέον επικρατεί.
Ολα αυτά τα κενά πρέπει να έχουν ξεκαθαρίσει το αργότερο μέχρι το τέλος Νοεμβρίου προκειμένου το Ελληνικό Δημόσιο να απευθύνει ευθύς αμέσως πρόσκληση στους ομολογιούχους που επιθυμούν να συμμετάσχουν να εκδηλώσουν τις προθέσεις τους. Στόχος του IIF είναι η σχετική διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, έτσι ώστε να μην δημιουργηθούν προσκόμματα στην πολιτική συμφωνία που έχει επιτευχθεί για τη χρονική διάρκεια της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Μετρητά έως 30 δισ. ευρώ
Η συμφωνία της Ε.Ε. προβλέπει ότι η συμμετοχή πρέπει να φθάσει το 90%, προκειμένου να μειωθεί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ το 2020. Μέχρι στιγμής φαίνεται να έχει επιτευχθεί μία καταρχήν συμφωνία με το 70% έως 80% των επενδυτών. Ωστόσο φαίνεται να έχει ξεκαθαρίσει ήδη ότι τα μετρητά που θα λάβουν οι τράπεζες δεν μπορούν να ξεπερνούν συνολικά τα 30 δισ. ευρώ. Πρακτικά για ένα ομόλογο (ανεξάρτητα πότε αυτό λήγει) ονομαστικής αξίας 100 ευρώ, μετά το κούρεμα θα πάρει μετρητά τα οποία στην καλύτερη περίπτωση θα φθάσουν τα 15 ευρώ, και για τα υπόλοιπα 35 ευρώ (μετά το κούρεμα η ονομαστική αξία του ομολόγου περιορίζεται στα 50 ευρώ) θα λάβει νέα ομόλογα. Τα νέα ομόλογα θα διέπονται από το βρετανικό δίκαιο, γεγονός που αποτρέπει κάθε σκέψη για μία νέα αναδιάρθρωση του χρέους στο μέλλον, και η διάρκειά τους θα μπορεί να φθάσει τα 30 έτη από σήμερα.