Πολλά νομικά «αγκάθια» και προβλήματα για την ποινική διερεύνηση της δικογραφίας που έχει σχηματιστεί για τη λίστα Λαγκάρντ, τόσο για το σκέλος της αλλοίωσης όσο και για τη μη αξιοποίησή της (φορολογικά - ποινικά) για περίπου 2 χρόνια.
Στο ζήτημα της αλλοίωσης, όπου αναπόφευκτα στο βασικό κάδρο των ερευνών της Βουλής μπαίνει ο τ. υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου, σύμφωνα με δικαστικές πηγές, το πρώτο «αγκάθι» αφορά το κατά πόσον μπορεί να προχωρήσει η άσκηση δίωξης (εφόσον κριθεί από την αρμόδια Επιτροπή ότι εκείνος ευθύνεται για τη νόθευση της λίστας και το «σβήσιμο» στοιχείων των συγγενικών του προσώπων) ή μήπως κριθεί ότι έχει εξαλειφθεί πλέον το αξιόποινο, αφού έχει ήδη μεσολαβήσει μία Βουλή (τον περασμένο Μάιο) έστω και αν η θητεία της κράτησε μία μόλις μέρα.
Το ζήτημα αυτό (με τη Βουλή της μίας μέρας) δεν έχει ξανακριθεί στο παρελθόν και ανώτατοι δικαστικοί κύκλοι από την πρώτη στιγμή διατύπωσαν έντονο προβληματισμό για το τι θα επικρατήσει τελικά, καθώς το επίμαχο νομικό «αγκάθι» θα αντιμετωπίσουν προφανώς το 5μελές συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου (αποτελείται από 3 μέλη του Αρείου Πάγου και 2 του ΣτΕ) και ο αρμόδιος ανακριτής - αρεοπαγίτης, εφόσον βέβαια η Βουλή προχωρήσει σε δίωξη.
Το νομικό θέμα φάνηκε να διχάζει τους νομικούς: Οσοι έχουν ή είχαν ταυτόχρονα μια πολιτική ιδιότητα υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει κανένα θέμα παραγραφής ή εξάλειψης του αξιοποίνου, όπως έκαναν με δηλώσεις τους οι τέως υπουργοί Πρ. Παυλόπουλος, Χ. Καστανίδης και Α. Αργυρός (Επικρατείας στην κυβέρνηση Π. Πικραμμένου), η βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ζ. Κωνσταντοπούλου κ.ά., υποστηρίζοντας ότι αφού δεν συμπληρώθηκαν δύο τακτικές σύνοδοι της Βουλής που προέκυψε από τις εκλογές του περασμένου Μαΐου (γιατί διαλύθηκε αμέσως και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές αμέσως μετά την ορκωμοσία της αφού δεν σχηματίστηκε κυβέρνηση).
Αντίθετα ο συνταγματολόγος Κ. Χρυσόγονος εξέφρασε τον φόβο ότι το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ίσως θέσει ζήτημα εξάλειψης του αξιοποίνου. Την ανησυχία αυτή συμμερίζονται κορυφαίοι δικαστικοί κύκλοι (παρά τις «εύκολες» και αβασάνιστες πολιτικές κριτικές που απορούσαν πώς είναι δυνατό να τίθεται θέμα παραγραφής) που γι' αυτόν τον λόγο εξετάζουν νομικά εναλλακτικές λύσεις, ώστε να μπορέσουν έστω να αναζητηθούν ποινικές ευθύνες σε επίπεδο τακτικής δικαιοσύνης.
Ζήτημα νομιμότητας
Για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει, όμως, να διαπιστωθεί πρώτα ότι τίθεται ζήτημα νομιμότητας για τα «σβησμένα» περιουσιακά στοιχεία, εφόσον π.χ. υπάρχει φορολογικό πρόβλημα και έχει ζημιωθεί το Δημόσιο πάνω από 150.000 ευρώ (σε μια τέτοια περίπτωση τίθεται ζήτημα κακουργηματικής δίωξης με επιβαρυντικές περιστάσεις, νομιμοποίησης εσόδων κ.λπ.) οπότε κατά το νομικό «μοντέλο» που χρησιμοποιήθηκε στις περιπτώσεις των Α. Τσοχατζόπουλου και Α. Μαντέλη, θα μπορούσε να συνεχιστεί και εδώ από την τακτική δικαιοσύνη η έρευνα και για όποιο πολιτικό πρόσωπο νόθευσε τη λίστα. Αντίθετα, μοιάζει βεβιασμένη η άποψη ότι η νόθευση είναι εντελώς άσχετη με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων, που σχετίζονταν με τον έλεγχο των προσώπων της λίστας.
Αντίστοιχα νομικά προβλήματα (εξάλειψη αξιοποίνου, άσκηση καθηκόντων κ.λπ.) θα τεθούν και για το σκέλος της μη αξιοποίησης της λίστας, όπου ήδη έχουν εξεταστεί ως ύποπτοι οι πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ Ι. Καπελέρης και Ι. Διώτης, και οι οικονομικοί εισαγγελείς Γρ. Πεπόνης - Σπ. Μουζακίτης περιμένουν την κρίση της Βουλής για να δουν αν και πώς θα προχωρήσουν περαιτέρω.
ΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών
Στην περίπτωση του Α. Τσοχατζόπουλου που παραπέμφθηκε, πάντως, στην τακτική δικαιοσύνη για «ξέπλυμα χρήματος» (πράξη άσχετη με τα υπουργικά του καθήκοντα) το 5μελές συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου έκρινε ότι δεν μπορούσε να διωχθεί ποινικά για παθητική δωροδοκία που φέρεται να ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2007, αφού ακολούθησε η πρόωρη διάλυση της Βουλής, νέα κυβέρνηση τον Οκτώβριο 2009 και πριν από την έρευνα παραπομπής του είχε λήξει η βουλευτική σύνοδος.
Ερμηνεύοντας το Σύνταγμα και τον ν. 3126/03 (περί ευθύνης υπουργών) για το μέχρι πότε μπορεί να ασκηθεί δίωξη κατά πολιτικού, το Ειδικό Δικαστήριο έκρινε (1/11):
«... Η Βουλή επομένως, μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της Β' τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου, που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Ο χρόνος αυτός, μετά την πάροδο του οποίου παύει η κατά χρόνον αρμοδιότητα της Βουλής, υπολογίζεται «πολιτικά» γιατί αφορά το διάστημα κατά το οποίο η Βουλή μπορεί να συνεδριάσει και να λάβει τις σχετικές αποφάσεις.
Προθεσμία
Πρόκειται συνεπώς για αποσβεστική προθεσμία, η πάροδος της οποίας στερεί τη Βουλή από τη σχετική αρμοδιότητά της, η οποία είναι «αποκλειστική», απαγορευομένου σε άλλα όργανα του κράτους, ήτοι τον εισαγγελέα, τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο, να εισέλθουν αμέσως ή εμμέσως στο πεδίο αυτής της κοινοβουλευτικής αρμοδιότητας. Αν η Βουλή διαλυθεί πριν από την ολοκλήρωση της Β' τακτικής της συνόδου, λήγει a fortiori η κατά χρόνον αρμοδιότητά της, καθώς αρχίζει, με την εκλογή της νέας Βουλής, νέα βουλευτική περίοδος...».