Οι φορολογούμενοι οι οποίοι έχουν περισσότερες από μία βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες οφειλές έχουν τη δυνατότητα να τις εντάξουν στην «πάγια» ρύθμιση των 12 δόσεων και κατά την ημερομηνία της εν λόγω αίτησης να επιλέξουν εάν θα εντάξουν σε αυτή μία, ή περισσότερες από αυτές, σε δόσεις.
Η ανωτέρω δυνατότητα, για υπαγωγή στη συγκεκριμένη ρύθμιση και των βεβαιωμένων μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, παρέχεται ουσιαστικά με στόχο να ενισχυθεί η φορολογική συνείδηση των φορολογουμένων οι οποίοι βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία, ωστόσο επιθυμούν να τακτοποιήσουν τις βεβαιωμένες στη φορολογική διοίκηση οφειλές τους και πριν παρέλθει η νόμιμη προθεσμία καταβολής τους.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην «πάγια» ρύθμιση, όπως επισημαίνεται και σε νέα εγκύκλιο (υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1025/12.2.2018) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία δόθηκαν πρόσθετες διευκρινίσεις για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 114 του ν. 4514/2018, ισχύουν τα εξής:
1. Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων (κατά ΚΕΔΕ και ΚΦΔ) στη φορολογική διοίκηση (ΔΟΥ, Ελεγκτικά Κέντρα) ληξιπρόθεσμων, έως και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, οφειλών που δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο (αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών). Στις οφειλές αυτές συγκαταλέγονται και τυχόν οφειλές υπέρ τρίτων (ΝΠΔΔ κ.λπ.), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά.
2. Στη ρύθμιση δύνανται να υπαχθούν, εφόσον αιτηθεί ο οφειλέτης:
α) οι βεβαιωμένες, έως την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή και
β) οι βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες, έως και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, οφειλές ή δόσεις οφειλών σύμφωνα με τη νέα τροποποίηση.
Με τη νέα τροποποίηση που ισχύει ο οφειλέτης μπορεί να υπαγάγει τις νέες οφειλές του στη φορολογική διοίκηση σε πρόγραμμα τμηματικής καταβολής πριν λήξει η νόμιμη προθεσμία καταβολής τους, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013, που μεταξύ άλλων προβλέπουν τα εξής:
1. Οφειλές βεβαιωμένες στις ΔΟΥ και στα Τελωνεία, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών και εφόσον συντρέχει πραγματική οικονομική αδυναμία και δυνατότητα τήρησης προγράμματος δόσεων, να ρυθμίζονται άπαξ και να καταβάλλονται:
Σε 2 έως 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις και κατ’ εξαίρεση έως 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από έκτακτη αιτία.
2. Σε κάθε περίπτωση και ιδιαιτέρως για ποσά βασικής οφειλής άνω των 5.000 ευρώ χορηγείται η ρύθμιση μόνο εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης.
3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες υπολογίζονται από τη 1.1.2013 με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, πλέον οκτώ εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο.
4. Εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση οφειλέτες που έχουν καταδικαστεί ή έχει ασκηθεί κατ’ αυτών ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή.
5. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:
α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,
β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και
γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ, απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών.
6. Η πρώτη δόση της ρύθμισης είναι καταβλητέα μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
7. Η ρύθμιση απόλλυται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
γ) δεν υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,
ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
8. Η υπαγωγή στην εν λόγω ρύθμιση τμηματικής καταβολής και η συνεπής συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:
α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας από την αρμόδια ΔΟΥ μηνιαίας ισχύος.
β) Αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται.
γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων, με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.
9. Το Δημόσιο προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατά τις διατάξεις του KEΔE και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε.
10. Τα ποσά που εισπράττονται από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή κατόπιν συμψηφισμού, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης.
11. Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.
Η ανωτέρω δυνατότητα, για υπαγωγή στη συγκεκριμένη ρύθμιση και των βεβαιωμένων μη ληξιπρόθεσμων οφειλών, παρέχεται ουσιαστικά με στόχο να ενισχυθεί η φορολογική συνείδηση των φορολογουμένων οι οποίοι βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία, ωστόσο επιθυμούν να τακτοποιήσουν τις βεβαιωμένες στη φορολογική διοίκηση οφειλές τους και πριν παρέλθει η νόμιμη προθεσμία καταβολής τους.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην «πάγια» ρύθμιση, όπως επισημαίνεται και σε νέα εγκύκλιο (υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1025/12.2.2018) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία δόθηκαν πρόσθετες διευκρινίσεις για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 114 του ν. 4514/2018, ισχύουν τα εξής:
1. Στη ρύθμιση υπάγεται υποχρεωτικά το σύνολο των βεβαιωμένων (κατά ΚΕΔΕ και ΚΦΔ) στη φορολογική διοίκηση (ΔΟΥ, Ελεγκτικά Κέντρα) ληξιπρόθεσμων, έως και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, οφειλών που δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο (αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών). Στις οφειλές αυτές συγκαταλέγονται και τυχόν οφειλές υπέρ τρίτων (ΝΠΔΔ κ.λπ.), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά.
2. Στη ρύθμιση δύνανται να υπαχθούν, εφόσον αιτηθεί ο οφειλέτης:
α) οι βεβαιωμένες, έως την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, οφειλές που τελούν σε διοικητική ή δικαστική αναστολή και
β) οι βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες, έως και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, οφειλές ή δόσεις οφειλών σύμφωνα με τη νέα τροποποίηση.
Με τη νέα τροποποίηση που ισχύει ο οφειλέτης μπορεί να υπαγάγει τις νέες οφειλές του στη φορολογική διοίκηση σε πρόγραμμα τμηματικής καταβολής πριν λήξει η νόμιμη προθεσμία καταβολής τους, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων της υποπαρ. Α2 της παρ. Α του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013, που μεταξύ άλλων προβλέπουν τα εξής:
1. Οφειλές βεβαιωμένες στις ΔΟΥ και στα Τελωνεία, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, δύνανται, κατόπιν αίτησης των οφειλετών και εφόσον συντρέχει πραγματική οικονομική αδυναμία και δυνατότητα τήρησης προγράμματος δόσεων, να ρυθμίζονται άπαξ και να καταβάλλονται:
Σε 2 έως 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις και κατ’ εξαίρεση έως 24 ισόποσες μηνιαίες δόσεις, εφόσον πρόκειται για οφειλές που βεβαιώνονται από έκτακτη αιτία.
2. Σε κάθε περίπτωση και ιδιαιτέρως για ποσά βασικής οφειλής άνω των 5.000 ευρώ χορηγείται η ρύθμιση μόνο εφόσον ο αιτών αποδεικνύει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στο ύψος της μηνιαίας δόσης.
3. Η υπαχθείσα στη ρύθμιση βασική οφειλή επιβαρύνεται με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οι οποίες υπολογίζονται από τη 1.1.2013 με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την ημερομηνία της αίτησης υπαγωγής, πλέον οκτώ εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο.
4. Εξαιρούνται και δεν υπάγονται στη ρύθμιση οφειλέτες που έχουν καταδικαστεί ή έχει ασκηθεί κατ’ αυτών ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή.
5. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι απαραίτητα:
α) η αναλυτική δήλωση όλων των εισοδημάτων, περιουσιακών στοιχείων και τυχόν οφειλών προς τρίτα πρόσωπα,
β) η διαπίστωση ότι έχουν υποβληθεί οι φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας και
γ) αν οι συνολικές βασικές οφειλές υπερβαίνουν το ποσό των 50.000 ευρώ, η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία προκύπτει η πρόσκαιρη οικονομική αδυναμία και η δυνατότητα τήρησης των όρων της ρύθμισης, με υπογραφή για τον έλεγχο και την πιστοποίηση αυτών από ανεξάρτητο εκτιμητή. Για συνολικές βασικές οφειλές που υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 ευρώ, απαιτείται η πρόσθετη παροχή εγγύησης ή διασφάλισης ή εμπράγματης ασφάλειας για το σύνολο αυτών.
6. Η πρώτη δόση της ρύθμισης είναι καταβλητέα μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση, οι δε επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών. Η καθυστέρηση πληρωμής μίας δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με προσαύξηση 15%. Η δόση αυτή με την αναλογούσα προσαύξηση πρέπει να καταβληθεί το αργότερο μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας καταβολής της επόμενης δόσης.
7. Η ρύθμιση απόλλυται με συνέπεια την υποχρεωτική άμεση καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία βεβαίωσης και την άμεση επιδίωξη της είσπραξής του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα, εάν ο οφειλέτης:
α) δεν καταβάλει εμπρόθεσμα μία δόση της ρύθμισης πέραν της μίας φοράς,
β) καθυστερήσει την καταβολή της τελευταίας δόσης της ρύθμισης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός,
γ) δεν υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας, καθ’ όλο το διάστημα της ρύθμισης καταβολής των οφειλών του και μέχρι την εξόφλησή τους,
δ) δεν είναι ενήμερος στις οφειλές του από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και μετά,
ε) έχει υποβάλει ελλιπή ή αναληθή στοιχεία προκειμένου να του χορηγηθεί η ρύθμιση.
8. Η υπαγωγή στην εν λόγω ρύθμιση τμηματικής καταβολής και η συνεπής συμμόρφωση σε αυτή παρέχει στον οφειλέτη τα ακόλουθα ευεργετήματα:
α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας από την αρμόδια ΔΟΥ μηνιαίας ισχύος.
β) Αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 ή, εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της, διακόπτεται.
γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων, με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο οφειλές που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου.
9. Το Δημόσιο προβαίνει σε συμψηφισμό των χρηματικών απαιτήσεων του οφειλέτη κατά του Δημοσίου και μέχρι του ύψους των οφειλών του, κατά τις διατάξεις του KEΔE και μετά τη συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση τμηματικής καταβολής που του χορηγήθηκε.
10. Τα ποσά που εισπράττονται από την παρακράτηση ποσοστού απαίτησης του οφειλέτη λόγω της χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας για είσπραξη χρημάτων ή κατόπιν συμψηφισμού, καλύπτουν δόση ή δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης.
11. Η παραγραφή των οφειλών για τις οποίες υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.