Το έτος 2008, οι εργασίες του θεσμού του Μεσολαβητή Τραπεζικών και Επενδυτικών Υπηρεσιών παρουσίασαν σταθερά αυξητική πορεία, καθώς δέχθηκε συνολικά 10.949 τηλεφωνικές κλήσεις και επισκέψεις στα γραφεία του, αυξημένες κατά 22,10% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, και 1.962 γραπτά παράπονα, αυξημένα κατά 23,79%, από ιδιώτες, επαγγελματίες/μικρές επιχειρήσεις και επενδυτές, που αφορούσαν τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες.
Επιπλέον, στα πλαίσια συμμετοχής του στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο FIN-NET, ο Μεσολαβητής Τραπεζικών και Επενδυτικών Υπηρεσιών έλαβε 119 διασυνοριακά παράπονα, αυξημένα κατά 13,33%. Συνολικά δε, περατώθηκε η διερεύνηση 1.438 γραπτών υποθέσεων, αυξημένων κατά 25,15% σε σχέση με το 2007.
Σε αναλυτική ανακοίνωση, ως προς την κατανομή των υποθέσεων κατά προϊόν και αιτία παραπόνου διαπιστώνονται τα ακόλουθα:
* Το 34,67% αφορούσε τα μέσα πληρωμών, 41,46% τα δάνεια, 14,35% τις καταθέσεις και 7,88% τις επενδυτικές υπηρεσίες, ενώ 1,64% διάφορες άλλες υπηρεσίες.
* Το 26,43% αφορούσε την αμφισβήτηση συναλλαγών / υπολογισμών. Το 30,71% την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, 36,24% την τραπεζική ή επενδυτική πρακτική και 6,62% διάφορα άλλα θέματα (έξοδα, επιτόκια, δυσμενή στοιχεία κ.ά.).
Όπως επισημαίνεται στην σχετική ανακοίνωση το 67,19% των διαφορών που εξετάστηκαν, επιλύθηκαν υπέρ των παραπονούμενων, είτε με πλήρη ικανοποίηση του αιτήματός τους είτε συμβιβαστικά.
Τα παράπονα για τα δάνεια σχετίζονταν κυρίως με τον εκτοκισμό των οφειλών, τη μη έγκαιρη ενημέρωση του εγγυητή για την υπερημερία του οφειλέτη, την επιβάρυνση με έξοδα για ολοσχερώς εξοφλημένα ανοικτά δάνεια λόγω μη λύσης της σχετικής σύμβασης, την επιθετική πολιτική των τραπεζών αναφορικά με τη χορήγηση δανείων, τη χορήγηση πιστώσεων δυσανάλογων της πιστοληπτικής ικανότητας και τον τρόπο όχλησης των συναλλασσομένων από τις εισπρακτικές εταιρείες.
Σε σχέση με τα μέσα πληρωμών, τα παράπονα αφορούσαν τον εκτοκισμό των οφειλών σε περίπτωση μη καταβολής του συνόλου του υπολοίπου των μηνιαίων λογαριασμών πιστωτικών καρτών, τον πλημμελή έλεγχο ταυτοπροσωπίας κατά τις συναλλαγές με τράπεζες και επιχειρήσεις που δέχονται πιστωτικές κάρτες, την αμφισβήτηση χρεώσεων ύστερα από κλοπή ή απώλεια καρτών, την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εντοπισμού ύποπτων συναλλαγών και τα έξοδα ανάληψης μετρητών με πιστωτικές κάρτες.
Στην περίπτωση των καταθέσεων, συνήθεις αιτίες παραπόνων ήταν ο συμψηφισμός μισθών και συντάξεων με απαιτήσεις της τράπεζας, ο πλημμελής έλεγχος ταυτοπροσωπίας, καθώς και οι χρεώσεις λογαριασμών χωρίς προηγούμενη ενημέρωση των καταθετών, με αποτέλεσμα να παραμένουν ακάλυπτες υποχρεώσεις τους λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου.
Τέλος, γαι τα επενδυτικά προϊόντα, τα παράπονα σχετίζονταν κυρίως με τη μη επαρκή ενημέρωση, με αυθαίρετες ενέργειες στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών και με την πώληση προϊόντων που δεν προσιδίαζαν στο επενδυτικό προφίλ του επενδυτή.