Το 2010 έκανε πολιτικό ποδαρικό με τον απολογισμό του προγράμματος των 100 πρώτων ημερών της κυβέρνησης από τον πρωθυπουργό, με χαμόγελα και αρκετή αισιοδοξία.
Ο Γ. Παπανδρέου μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο δηλώνει σίγουρος ότι «θα ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο της μιζέριας και της ανασφάλειας που υπονομεύει ακόμη περισσότερο την προοπτική και την ελπίδα των πολιτών, για το μέλλον τους και το μέλλον του τόπου». Ο χρόνος φεύγει σκυθρωπά, αφήνοντας τη βαριά κληρονομιά του μνημονίου στο 2011.
Το ενδεχόμενο προσφυγής στο ΔΝΤ τέθηκε στον πρωθυπουργό πρώτη φορά στη συνέντευξη των 100 ημερών, στις 13 Ιανουαρίου, από τον Π. Σώκο. «Δεν υπάρχει περίπτωση ούτε να φύγουμε από το ευρώ ούτε να προσφύγουμε στο ΔΝΤ» ήταν η απάντηση. Η ατμόσφαιρα όμως στις τάξεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης γίνεται μέρα με τη μέρα πιο βαριά και η κυβέρνηση πιέζεται να πάρει πρόσθετα μέτρα, πριν συμπληρωθεί ένας μήνας από την ψήφιση του προϋπολογισμού.
Στις 14 Ιανουαρίου, ο Γ. Παπακωνσταντίνου καταρτίζει νέο πρόγραμμα, που θέλει πτώση του ελλείμματος από το 12,7% στο 8,7% με αύξηση των φόρων και μείωση των δαπανών με περικοπές των επιδομάτων, των δημόσιων επενδύσεων και των λειτουργικών εξόδων. Τα μέτρα δεν ικανοποιούν τις αγορές. Στο Νταβός στα τέλη του μήνα η ελληνική οικονομία γίνεται κομβικό θέμα και ο πρωθυπουργός βρίσκεται στο στόχαστρο των διεθνών μέσων ενημέρωσης, που τον πολιορκούν στους διαδρόμους. «Δεν χρειαζόμαστε πρόσθετη χρηματοδότηση από την Ε.Ε.» δηλώνει κατηγορηματικά.
Τα spreads ξεπερνούν τις 400 μονάδες βάσης και οι διαβεβαιώσεις πέφτουν η μία μετά την άλλη στο κενό. Στις 2 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση ανακοινώνει και νέες περικοπές στους υπαλλήλους, αλλαγές στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό.
Στη συνεδρίαση του Eurogroup στις 15 Φεβρουαρίου, ο Γ. Παπακωνσταντίνου τονίζει ότι «αν χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, θα τα πάρουμε». Στο αίτημα όμως που απευθύνει για πίστωση χρόνου η απάντηση είναι αρνητική. Η δήλωση ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να «αλλάξει την πορεία του "Τιτανικού" και αυτό δεν μπορεί να γίνει σε μία μέρα» δεν συγκινεί τους εταίρους, που ζητούν στην επόμενη συνεδρίαση, τον Μάρτιο, νέο αυστηρότερο πρόγραμμα σταθερότητας.
Το ελληνικό πρόβλημα γίνεται ευρωπαϊκό και αποτελεί αντικείμενο καθημερινής τριβής των εταίρων μας και των κοινοτικών αξιωματούχων. Η γερμανική κυβέρνηση αρνείται ότι θα δοθεί ευρωπαϊκή βοήθεια και ο Γ. Παπανδρέου πάει στο Βερολίνο στις 5 Μαρτίου, όπου η συνάντηση με την καγκελάριο Μέρκελ κλείνει με την κοινή δήλωση ότι η Ελλάδα δεν ζητάει οικονομική στήριξη αλλά πολιτική. Το ταξίδι του πρωθυπουργού συνεχίζεται στο Παρίσι και κατόπιν στην Ουάσιγκτον.
Στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε., στις 25 Μαρτίου, ανακοινώνεται τελικά η θέσπιση ενός μηχανισμού στήριξης με τη συμμετοχή της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Η εξέλιξη ικανοποιεί την ελληνική κυβέρνηση, εντούτοις ο πρωθυπουργός επιμένει ότι «δεν θα χρειαστεί να προσφύγουμε στον μηχανισμό, το περίστροφο στο τραπέζι είναι μία θετική ένδειξη». Με συνεχείς δηλώσεις στα διεθνή μέσα ο Γ. Παπακωνσταντίνου προσπαθεί να πείσει τις αγορές ότι «έχουν ληφθεί περισσότερα μέτρα από ό,τι χρειαζόταν για την επίτευξη του στόχου». Η πορεία των επιτοκίων, όμως, στις αγορές κάνει απαγορευτικό τον δανεισμό.
Στις 24 Απριλίου ο πρωθυπουργός από το Καστελόριζο απευθύνει αίτημα ενεργοποίησης του μηχανισμού και ο υπουργός Οικονομικών μεταβαίνει σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες για τη συμφωνία. Μετά τις συνομιλίες με τον Ντομινίκ Στρος-Καν δηλώνει ότι «είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι το ΔΝΤ έρχεται στην Ελλάδα για να επιβάλει σκληρότερους όρους από την Ε.Ε.».
Στις 3 Μαΐου το μνημόνιο για τη χορήγηση 110 δισ. ευρώ υπογράφεται και περνάει με τη διαδικασία του κατεπείγοντος από τη Βουλή. Ηταν αναπόφευκτη η κατάληξη αυτή; Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ζ. Κ. Τρισέ, που εξαρχής ήταν επιφυλακτικός στην εμπλοκή του ΔΝΤ, δηλώνει στο «Spiegel» αμέσως μετά ότι «η ελληνική κυβέρνηση άργησε να αναγνωρίσει το μέγεθος του προβλήματος και να πάρει τα αναγκαία μέτρα». Από την άλλη, ο Στρος-Καν θεωρεί ότι «αν το πρόβλημα είχε τακτοποιηθεί από τον Φεβρουάριο θα ήταν λιγότερο επώδυνο».
Η κυβέρνηση επιμένει ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Στην συνέντευξή του στην «Κ.Ε.» και στον Τ. Παππά στις 30 Μαΐου, ο υπουργός Οικονομικών απαντά ότι «η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας» και διαβεβαιώνει, παράλληλα, ότι «δεν θα χρειαστούν επιπλέον επώδυνα μέτρα».
Στις 6 Αυγούστου με την πρώτη επικαιροποίηση του μνημονίου εγείρεται το ερώτημα αν τα μέτρα επεκτείνονται στον ιδιωτικό τομέα. Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει τα συνδικάτα στις 25 Αυγούστου ότι το θέμα του 13ου και 14ου μισθού έχει κλείσει οριστικά με την τρόικα.
Στην ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο ο Γ. Παπανδρέου τονίζει ότι «στόχος της κυβέρνησης δεν είναι να μειώσει τους μισθούς και τις συντάξεις». Και στη διακαναλική συνέντευξη για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, στις 25 Οκτωβρίου, δηλώνει ότι «οι επόμενες αλλαγές θα είναι διαρθρωτικές και δεν θα αγγίξουν τους μισθούς και τις συντάξεις».
Με τη δεύτερη επικαιροποίηση του μνημονίου, στις 22 Νοεμβρίου, υπό το βάρος του αναθεωρημένου ελλείμματος του 2009 που έκλεισε στο 15,4%, ξεκινάει νέος γύρος μέτρων και παράλληλα ανοίγει η προοπτική επιμήκυνσης της αποπληρωμής του δανείου της τρόικας.
Στην επίσκεψή του στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου, ο Στρος Καν κάνει λόγο για απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά 25%, διαπίστωση που παραπέμπει κατευθείαν στην συμπίεση του κόστους εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Επισημαίνει επίσης καθυστέρηση στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων.
Ως προς την ανταγωνιστικότητα, το νομοσχέδιο για τις επιχειρησιακές συμβάσεις κλείνει έπειτα από διαπραγματεύσεις με την τρόικα και περνάει από τη Βουλή, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, πριν απ' τον προϋπολογισμό. Παράλληλα κλείνουν οι εκκρεμότητες με τις ΔΕΚΟ, οι οποίες ακολουθούν τον γενικό μισθολογικό κανόνα του Δημοσίου, αλλά τα μέτωπα όλα είναι ανοιχτά. Οι πρώτες 100 ημέρες της κυβέρνησης αποδείχθηκαν οι πιο ήρεμες. Οι επόμενες 100 χαρακτηρίζονται οι πιο κρίσιμες.