Οι βασικές αρχές της λειτουργίας του έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι πρόκειται για έναν μηχανισμό, ο οποίος θα προτείνει σε προαιρετική βάση την ταχεία διευθέτηση επιχειρηματικών οφειλών προς τράπεζες, εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές ακόμη και εργαζομένους.
Οι διαδικασίες θα διαρκούν μόλις δύο ή τρεις μήνες. Για κάθε επιχείρηση, για κάθε κλάδο, σημειώνουν πηγές, θα αναζητείται ξεχωριστή λύση. Ανάλογα, δηλαδή με το προφίλ, το ύψος και την κατηγορία των οφειλών της.
Χρήματα από την τσέπη τους, θα πρέπει να βάζουν όσοι επιχειρηματίες θέλουν να ρυθμίσουν τις οφειλές των εταιρειών τους με ευνοϊκό τρόπο, αλλιώς θα αναγκάζονται να παραχωρούν τις μετοχές τους. Πρόκειται για απαράβατο όρο και αυστηρή προϋπόθεση που μπαίνει, σύμφωνα με πληροφορίες της «Η», σε εκείνους τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που θα θελήσουν να υπαχθούν στον εξωδικαστικό μηχανισμό διευθέτησης χρεών, τον οποίο και σχεδιάζει το υπουργείο Ανάπτυξης, προκειμένου να παρουσιαστεί στην τρόικα σε περίπου έναν μήνα.
Η αξιοποίηση αυτού του θεσμού, από έναν επιχειρηματία θα πρέπει να αποσαφηνιστεί, όπως αναφέρει αξιωματούχος του υπουργείου, ότι «έχει επιπτώσεις σαν αυτές του PSI. Γενναία ρύθμιση οφειλής, ίσως και διαγραφή τμήματος του χρέους σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά με σκληρό τίμημα», περιγράφει χαρακτηριστικά, συνεχίζοντας: «Όπως με το PSI διαγράφηκε μέρος του χρέους μας αλλά ο κόσμος υποβλήθηκε σε θυσίες, κάπως έτσι θα συμβαίνει και με τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών».
Τα πλεονεκτήματα αυτού του μηχανισμού είναι αφενός η ρύθμιση κάθε μορφής οφειλής, σε λίγο χρονικό διάστημα, ακόμη και με «γενναίους» τρόπους, όμως από την άλλη πλευρά ο ιδιοκτήτης ή οι μέτοχοι μιας εταιρείας θα πρέπει να συμβάλουν και οι ίδιοι στη διάσωσή της. Ο ίδιος αξιωματούχος του υπουργείου Ανάπτυξης λέει χαρακτηριστικά: «Δεν μπορεί η εταιρεία να είναι υπερχρεωμένη και ο ιδιοκτήτης της ζάπλουτος...».
Ο σχεδιασμός του φορέα τον οποίο έχει ξεκινήσει το υπουργείο Ανάπτυξης κατόπιν και σχετικής συνεργασίας με τους υπόλοιπους εταίρους του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Τράπεζα της Ελλάδας, υπουργεία Οικονομικών, Δικαιοσύνης και Εργασίας) βασίζεται σε μελέτη της εταιρείας KPMG.
Οι βασικές αρχές της λειτουργίας του έχουν να κάνουν με το ότι πρόκειται για έναν μηχανισμό, ο οποίος θα προτείνει σε προαιρετική βάση την ταχεία διευθέτηση επιχειρηματικών οφειλών προς τράπεζες, εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές ακόμη και εργαζομένους. Οι διαδικασίες θα διαρκούν μόλις δύο ή τρεις μήνες.
Την απόφαση για την υπαγωγή μίας εταιρίας, θα τη λαμβάνουν οι πιστωτές της. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, θα υπογράφεται και συγκεκριμένη συμφωνία ανάμεσα στα δύο μέρη. Επίσης, δεν έχει αποσαφηνιστεί αν θα μπορεί να προκαλεί την υπαγωγή στη ρύθμιση και κάποιος από τους πιστωτές. Χωρίς, βέβαια, να αμφισβητείται ο εθελοντικός χαρακτήρας του μηχανισμού.
Η καταβολή σε πολλές δόσεις των οφειλών είναι ένας από τους τρόπους ρύθμισης που θα προβλέπεται. Για παράδειγμα μπορεί να είναι αρκετή η πληρωμή των χρεών προς τράπεζες, ταμεία ή εφορία σε 100 δόσεις. Και μετά η συγκεκριμένη επιχείρηση με την καταβολή ενός ποσού, κεφαλαίου, να δίνει επιπλέον ρευστότητα.
Οι πιστωτές θα έχουν το δικαίωμα να βάζουν όρους στις επιχειρήσεις που εντάσσονται στον εξωδικαστικό μηχανισμό. Θα μπορούν να ζητούν την εφαρμογή συγκεκριμένου σχεδίου αναδιάρθρωσης της εταιρείας, μέσα από περικοπή δαπανών, μειώσεις προσωπικού ακόμη και μέσα από συγχωνεύσεις. Είναι δυνατόν να ζητούν και την αλλαγή του μάνατζμεντ. Για κάθε επιχείρηση, για κάθε κλάδο, σημειώνουν πηγές, θα αναζητείται ξεχωριστή λύση. Ανάλογα, δηλαδή με το προφίλ, το ύψος και την κατηγορία των οφειλών της. Έτσι, θα προτείνονται τρόποι διευθέτησης όπως η καταβολή των χρεών σε δόσεις, η διαγραφή τόκων υπερημερίας και προστίμων και η μείωση του επιτοκίου. Βέβαια, θα υπάρχει και η δυνατότητα της διαγραφής μέρους της οφειλής είτε προς τράπεζα είτε προς προμηθευτή ή ακόμη και στους δύο. Βέβαια, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αυτός που αναλαμβάνει το κόστος αποκτά το δικαίωμα να μπει μέτοχος στην εταιρεία.
Από την άλλη, βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, ένας από τους όρους που θα τεθεί θα είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας να βάλει χρήματα προκειμένου να ρυθμιστούν οι οφειλές της εταιρείας του.
ΕΣΕΕ
Περισσότερα από ένα στα τρία επιχειρηματικά δάνεια, ήτοι το 36,2% είναι μη εξυπηρετούμενα, ενώ για τις μικρομεσαίες το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 47% επί του συνόλου των χορηγήσεων, υποστηρίζει η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου.
Η ΕΣΕΕ, επαναφέροντας στο προσκήνιο το θέμα των «κόκκινων» δανείων, το οποίο βαίνει συνεχώς διογκούμενο, ζητά νέα ρύθμιση των επιχειρηματικών οφειλών, καθώς τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας αναφορικά με τα μη εξυπηρετούμενα εταιρικά δάνεια, προκαλούν έντονο προβληματισμό και απόγνωση τόσο στους εκπροσώπους της αγοράς όσο και στους υπεύθυνους άσκησης κυβερνητικής πολιτικής.
Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, ενδεικτικά αναφέρεται πως κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, από τα 116 δισ. ευρώ χορηγηθέντων επιχειρηματικών δανείων, τα 42 δισ. εξ αυτών έχουν χαρακτηριστεί ως μη εξυπηρετούμενα, με αποτέλεσμα η αναλογία των «κόκκινων» δανείων επί του συνόλου να διαμορφώνεται στο 36,2%, καταγράφοντας αύξηση σε σύγκριση με το 2013 (32,0%). Ακόμη πιο απογοητευτική είναι η εικόνα που προκύπτει για τις χορηγήσεις αξίας 23 δισ. ευρώ που έχουν λάβει οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα, με το ποσοστό των καθυστερούμενων δανείων να ανέρχεται στα 10,8 δισ. ευρώ ή στο 47% επί του συνόλου.
Η ΕΣΕΕ προτείνει την εκ νέου ενεργοποίηση ενός νόμου του 2010 που ρύθμιζε επιχειρηματικά δάνεια: «Ως εκ τούτου, η μόνη βιώσιμη λύση αμφίδρομης ωφέλειας τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τα τραπεζικά ιδρύματα, αποτυπώνεται στην επανενεργοποίηση του μοναδικού νομικού πλαισίου που έχει υπάρξει έως σήμερα, του νόμου 3816/2010».
Κι εξηγεί τι προβλέπει αυτός ο νόμος: «Στον συγκεκριμένο νόμο είχαν δικαίωμα υπαγωγής όλες οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές τουλάχιστον τριών μηνών προς τα πιστωτικά ιδρύματα από επιχειρηματικό δάνειο. Στις μη καταγγελθείσες συμβάσεις, η αποπληρωμή έχει διάρκεια ίση με τον συμβατικό χρόνο. Στις καταγγελθείσες συμβάσεις, η αποπληρωμή ξεπερνά τον συμβατικό χρόνο κατά δύο έτη, χωρίς να είναι συνολικά μικρότερος από επτά έτη. Τα δύο πρώτα έτη καταβάλλονται μόνο τόκοι και εν συνεχεία ισόποσες περιοδικές δόσεις. Στις καταγγελθείσες συμβάσεις ανοικτού ή αλληλόχρεου λογαριασμού η αποπληρωμή πραγματοποιείται σε επτά έτη με ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Ο υπολογισμός των τόκων γίνεται με συμβατικό επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Από τη δημοσίευση του νόμου «πάγωναν» τα αναγκαστικά μέτρα κατά των οφειλετών που αποφάσισαν την υπαγωγή τους σε αυτόν.
Εξάλλου, η ΕΣΕΕ υπενθυμίζει ότι «στον συγκεκριμένο νόμο μπορούσαν να υπαχθούν και όσες επιχειρήσεις είχαν ενήμερες οφειλές στα πιστωτικά ιδρύματα αλλά αντιμετώπιζαν προβλήματα στην εξυπηρέτησή τους. Στην περίπτωση αυτή, οι επιχειρήσεις είχαν μία εκ των ακόλουθων τριών επιλογών:
Περίοδο χάριτος ενός έτους, χωρίς καταβολή τόκων και κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και κεφαλαιοποίηση των τόκων στη λήξη της περιόδου χάριτος.
Αναστολή για μία διετία της χρεολυτικής αποπληρωμής του άληκτου κεφαλαίου με αντίστοιχη παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου και καταβολή των τόκων στη διάρκεια της αναστολής.
Παράταση της συμβατικής διάρκειας του δανείου κατά τρία έτη.
Τραπεζικός διακανονισμός
Άλλο ένα πακέτο επιλογών για τη διευθέτηση, όμως, μόνο των τραπεζικών δανείων θα έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις. Αυτές προχωρούν με βάση τον σχεδιασμό της Τράπεζας της Ελλάδας. Θα προσφέρονται σε νοικοκυριά και μικρότερες επιχειρήσεις. Ουσιαστικά αυτές οι ρυθμίσεις είναι μόνο ανάμεσα στον δανειολήπτη και την τράπεζα και μόνο για τέτοιες οφειλές.
Το «καλάθι» των επιλογών είναι:
1. Βραχυπρόθεσμες λύσεις ρύθμισης (η διάρκειά τους δεν ξεπερνά τα πέντε χρόνια)
Πληρωμή μόνο τόκων κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης περιόδου.
Μειωμένη καταβολή τοκοχρεολυτικής δόσης κατά τη διάρκεια βραχυπρόθεσμης περιόδου.
Περίοδος χάριτος.
Αναβολή πληρωμής δόσης ή δόσεων.
Τακτοποίηση του υπολοίπου που βρίσκεται σε καθυστέρηση.
Κεφαλαιοποίηση καθυστερήσεων.
2. Μακροπρόθεσμες λύσεις ρύθμισης
Πρόκειται για λύσεις που η διάρκειά τους υπερβαίνει την πενταετία και περιλαμβάνουν:
Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου.
Αλλαγή τύπου επιτοκίου (για παράδειγμα από κυμαινόμενο σε σταθερό).
Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής.
«Σπάσιμο» του δανείου στα δύο. Το πρώτο μέρος είναι με εμπράγματη εξασφάλιση, και για το οποίο ο δανειολήπτης πληρώνει δόση. Στο δεύτερο μέρος που είναι το υπόλοιπο του δανείου, δεν υπολογίζονται τόκοι για χρονικό διάστημα που θα συμφωνηθεί με την τράπεζα. Για το ποσό αυτό, ο δανειολήπτης θα επαναξιολογηθεί, αν διορθωθούν τα οικονομικά του, ή θα κληθεί να βάλει άλλο ακίνητο υποθήκη.
Πρόσθετη εξασφάλιση από τον δανειολήπτη, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης λύσης ρύθμισης. Δηλαδή, να προσφέρει άλλα περιουσιακά στοιχεία ως εγγύηση.
Λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης. Αφορά επιχειρηματικά δάνεια για τα οποία ο επιχειρηματίας θα κληθεί να προχωρήσει σε περικοπές δαπανών και κόστους λειτουργίας της επιχείρησής του.
Να ανταλλάξει η επιχείρηση χρέος με την είσοδο της τράπεζας σε αντίστοιχο ποσοστό του μετοχικού της κεφαλαίου.
3. Λύσεις Οριστικής Διευθέτησης
Το τρίτο μοντέλο περιλαμβάνει δραστικές παρεμβάσεις για την οριστική αντιμετώπιση των οφειλών του δανειολήπτη.
Ειδικότερα προβλέπει:
Εθελοντική Παράδοση Ενυπόθηκου Ακινήτου στο πλαίσιο ευρύτερης ρύθμισης.
Μετατροπή σε χρηματοδοτική μίσθωση, με την οποία ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα και υπογράφει μια σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, για ελάχιστη χρονική διάρκεια που είναι συνήθως τα πέντε χρόνια. Και ο δανειολήπτης έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από το ισχύον δίκαιο περί συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Πώληση και ενοικίαση. Ο δανειολήπτης δηλαδή μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα, είτε σε τρίτο (άλλο ίδρυμα, άλλο αγοραστή, κρατική εταιρεία διαχείρισης ακινήτων κ.λπ.) αποπληρώνοντας μέρος ή το σύνολο του δανείου. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο για κάποια ελάχιστη χρονική διάρκεια έναντι μισθώματος. Συνήθως προβλέπεται μία ελάχιστη περίοδος τριών ετών.
Μεταβίβαση του δανείου σε άλλη τράπεζα.
Αντικατάσταση παλαιού δανείου με νέο, μικρότερου υπολοίπου.
Διαχείριση σε εκκαθάριση στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
Ρευστοποίηση Εξασφαλίσεων για την ικανοποίηση της απαίτησης του ιδρύματος. Και τέλος
Δικαστικές και νομικές ενέργειες πέραν της ρευστοποίησης εξασφαλίσεων.