Στοιχεία για τις αποδοχές που ελάμβανε ο Γιώργος Προβόπουλος όταν ήταν διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, διαβιβάστηκαν στη Βουλή από την ΤτΕ.
Μαζί με τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται και στοιχεία για το ποσό που είχε πάρει ως αποζημίωση ο κ. Προβόπουλος κατά την αποχώρησή του από την Τράπεζα Πειραιώς το 2008.
Ενημέρωση για τα συγκεκριμένα θέματα είχε ζητήσει ο ΣΥΡΙΖΑ δια των βουλευτών του Στάθη Παναγούλη, Δημήτρη Στρατούλη και Νάσο Αθανασίου, με ερώτηση και αίτηση κατάθεσης εγγράφων προς τον υπουργό Οικονομικών.
Οι τρεις βουλευτές είχαν ζητήσει να διαβιβαστούν στοιχεία που θα δείχνουν ποιες ήταν οι μηνιαίες αμοιβές του διοικητή μαζί με τις εν γένει άλλες παροχές από συμμετοχή σε συμβούλια, έξοδα δημοσίων σχέσεων, κάλυψη επαγγελματικών ταξιδίων, χρήση πιστωτικών καρτών κλπ. Ζητούσαν, επίσης, να ενημερωθούν εάν αληθεύει ότι οι συνολικές απολαβές του όταν συνυπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο, στις 8 Μαϊου 2010, υπερέβαιναν τα 400.000 ευρώ το χρόνο και μόνο μετά από αρκετούς μήνες προέβη σε μια περικοπή της αμοιβής του κατά 20% και ακόμη εάν αληθεύει ότι ο κ. Προβόπουλος στη φορολογική δήλωση του οικονομικού έτους 2009 (χρήση 2008) δήλωσε εισόδημα ύψους 4 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ το έτος 2006 είχε και επιστροφή φόρου.
Η Τράπεζα της Ελλάδος απαντά στους βουλευτές ότι «οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του πρώην Διοικητή κ. Γεωργίου Προβόπουλου ανήρχοντο σε 7.342 ευρώ». Ενημερώνει επίσης ότι «επιπλέον, ο κ. Προβόπουλος ελάμβανε την πάγια αποζημίωση των μελών του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις του οργάνου, ύψους 257 ανά μήνα, ενώ οι υπηρεσιακές δαπάνες καλύπτοντο απολογιστικά, βάσει παραστατικών».
Εξάλλου γίνεται γνωστό ότι «ο κ. Προβόπουλος προέβη την 1.12.2009 σε οικειοθελή παραίτηση από τη λήψη 20% των αποδοχών του, δηλαδή αρκετούς μήνες νωρίτερα από τον Μάϊο του 2010 που αναφέρουν οι βουλευτές στην ερώτησή τους, για να ακολουθήσει την 1.10.2012 νέα παραίτηση του από τις αποδοχές του σε πρόσθετο ποσοστό 30%».
Ως προς το ζήτημα της αποζημίωσης που είχε λάβει ο κ. Προβόπουλος όταν αποχώρησε από την Τράπεζα Πειραιώς, η Τράπεζα της Ελλάδος, υπενθυμίζει ότι έχει απαντήσει και στο παρελθόν σε αντίστοιχη ερώτηση και επαναλαμβάνει ότι «στη δήλωση του φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2009 ο κ. Προβόπουλος είχε συμπεριλάβει και το ποσό των 2.775.000 ευρώ που είχε λάβει τον Μάιο του 2008 ως αποζημίωση κατά την αποχώρησή του από την προηγούμενη εργασία του στην Τράπεζα Πειραιώς». Όπως διευκρινίζεται, «η αποζημίωση αυτή είχε καταβληθεί σε εκπλήρωση προϋφιστάμενης συμβατικής υποχρέωσης, βάσει της ατομικής σύμβασης εργασίας του, είχε φορολογηθεί νόμιμα και, κατά σχετική δήλωση του κ. Προβόπουλου, είχε στο σύνολό της σχεδόν αναλωθεί για την κάλυψη της ζημίας που είχε υποστεί από την εντός του 2008 πώληση μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς που, ως στέλεχος της, είχε αποκτήσει σε υπερδιπλάσια τιμή κατά το προηγούμενο έτος».
Οι τρεις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είχαν ζητήσει από τον υπουργό Οικονομικών να διαβιβάσει στη Βουλή τις «αναλυτικές δηλώσεις πόθεν έσχες του κ. Προβόπουλου από το 2009 μέχρι σήμερα, όπως επιβάλει η αρχή της διαφάνειας για τους δημόσιους λειτουργούς, οι οποίοι αποφαίνονται για τα δημοσιονομικά της χώρας και με τις εκθέσεις τους καθορίζουν ποιος θα ζήσει πλουσιοπάροχα και ποιος θα πεθάνει από την πείνα για να σωθεί η ευρωζώνη και οι τραπεζίτες».
Στο διαβιβαστικό έγγραφό του ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Γκίκας Χαρδούβελης πάντως σπεύδει να επικαλεστεί τον νόμο που ορίζει ότι οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου, οι αποφάσεις του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και κάθε στοιχείο του φακέλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα και δεν επιτρέπεται η γνωστοποίησή τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από το φορολογούμενο στον οποίο αφορούν αυτά.
Θυμίζει επίσης ότι η παραβίαση του φορολογικού απορρήτου συνιστά πειθαρχικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις οικείες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου και ποινικό αδίκημα που τιμωρείται κατά τις διατάξεις του ποινικού κώδικα για παράβαση καθήκοντος για να καταλήξει ότι δεν είναι δυνατή η δημοσιοποίηση των φορολογικών στοιχείων από το φάκελο του φορολογούμενου.