H απουσία ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού, οι φόροι, τα τέλη και οι χρεώσεις για τις ΑΠΕ αποτελούν ορισμένες από τις κύριες αιτίες για την άνοδο των τιμολογίων ρεύματος το 2013 στην Ελλάδα παρά την πτώση της χονδρικής τιμής του ηλεκτρισμού, σύμφωνα με μελέτη του Οργανισμού Συνεργασίας Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER) και του Συμβουλίου Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ευρώπης (CEER), που παρουσιάστηκε πρόσφατα στις Βρυξέλλες.
H μελέτη, η οποία διερευνά το γιατί στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. δεν αντανακλάται στη λιανική αγορά ρεύματος η πτώση των τιμών του ηλεκτρισμού στη χονδρική, δείχνει ότι στην Ελλάδα το τιμολόγιο ρεύματος των νοικοκυριών διαμορφώνεται κατά 53% από το κόστος ενέργειας, κατά 18% από τις χρεώσεις δικτύου, κατά 18% από τους φόρους και 12% από τις χρεώσεις ΑΠΕ.
Σημειώνει μάλιστα ότι το 2013 στις χώρες όπου παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη άνοδος στις τιμές ρεύματος σε σχέση με το 2012, η αύξηση προήλθε από χρεώσεις σχετικές με τις ΑΠΕ, με πρώτη την Ελλάδα που εμφάνισε αύξηση 113% στο σκέλος των ΑΠΕ και δεύτερη τη Λιθουανία με 44%. Η έκθεση των ACER και CEER αποδίδει τις συνολικές αυξήσεις στα τιμολόγια ρεύματος στην ύπαρξη ενός φαύλου κύκλου σε πολλές χώρες-μέλη, όπου η έλλειψη ανταγωνισμού οδηγεί σε περιορισμένη κινητικότητα των καταναλωτών και κατ' επέκταση σε λιγότερη πίεση προς τους προμηθευτές να μειώσουν τις τιμές τους και άρα να δώσουν κίνητρα στους καταναλωτές να αλλάξουν πάροχο.
Στην Ευρώπη των «28», το 2013, μία χρονιά κατά την οποία η χονδρική τιμή του ηλεκτρισμού μειώθηκε, ο λογαριασμός για το ρεύμα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 4,4% και για το φυσικό αέριο κατά 2,7%.
Στις χώρες, όπου οι τιμές αυξήθηκαν περισσότερο, η άνοδος των τιμολογίων προήλθε κυρίως από παράγοντες όπως οι χρεώσεις δικτύου, οι φόροι, τα ειδικά τέλη κ.λπ., δηλαδή από το ρυθμιζόμενο σκέλος του τιμολογίου και όχι το ανταγωνιστικό, που αφορά στη χρέωση ενέργειας. Αυτό όμως ισχύει για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, πλην της Ελλάδας, της Βρετανίας, της Μάλτας, της Κύπρου και της Ιρλανδίας.
Στην Ελλάδα η χρέωση ενέργειας αντιστοιχεί στο 53% του συνολικού κόστους και ο ανταγωνισμός είναι μηδαμινός, λόγω της δεσπόζουσας θέσης του εκάστοτε προμηθευτή ηλεκτρισμού και αερίου, αναφέρει η μελέτη των ACER και CEER. Oπως διαπιστώνουν οι δύο οργανισμοί, οι καταναλωτές αερίου και ηλεκτρισμού στις απελευθερωμένες αγορές έχουν περισσότερες επιλογές ως προς τα προσφερόμενα προϊόντα και τους διαθέσιμους προμηθευτές και τείνουν να είναι πιο ικανοποιημένοι από το επίπεδο υπηρεσιών.
Η παροχή εναλλακτικών λύσεων στους Ελληνες καταναλωτές είναι από ελάχιστη ως μηδαμινή, ενώ στις χώρες με απελευθερωμένες αγορές η τάση είναι να διαμορφώνονται διαφορετικά πακέτα ανάλογα με τις κατηγορίες των καταναλωτών.
«Η άρση όλων των εμποδίων εισόδου στη λιανική αγορά ηλεκτρισμού με την πλήρη εφαρμογή του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου της Ε.Ε., την υιοθέτηση των κωδίκων για τα δίκτυα και τη σταδιακή εξάλειψη των ρυθμιζόμενων τιμών για τους μη ευάλωτους καταναλωτές πρέπει να υλοποιηθεί τα ταχύτερο δυνατόν», δήλωσε ο διευθυντής του ACER Αlberto Potoching.
Oι Ευρωπαίοι ρυθμιστές της αγοράς ηλεκτρισμού προβλέπουν τη μετάβαση προς μία κοινωνία χαμηλών εκπομπών CO2 ως το 2025, στην οποία ευέλικτες και υπεύθυνες αγορές θα μεταβάλουν τον τρόπο που οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν την ενέργεια. Υπογραμμίζουν μάλιστα ότι η περίοδος αυτή θα χρειαστεί ιδιαίτερη μέριμνα για την προστασία και τα δικαιώματα των καταναλωτών.