Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ουδέποτε- επεδίωξε ή είχε στο μυαλό της ένα σενάριο μετωπικής ρήξης με τους δανειστές της χώρας, με τις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο, με τη Φρανκφούρτη ή την Ουάσιγκτον - ούτε προεκλογικά ούτε, πολύ περισσότερο, μετεκλογικά.
Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν θα είχε υπογράψει τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, με την οποία ουσιαστικά όχι απλώς δεσμεύτηκε στη συνέχεια του προηγούμενου προγράμματος και της συνεργασίας με την τρόικα (λέγε με θεσμούς), αλλά πέρασε εθελοντικά ένα χαλκά στη μύτη της. Κι αυτό χωρίς να έχει διασφαλίσει κανένα απολύτως αντάλλαγμα, υλικό, πολιτικό ή ηθικό.
Πράγματι, αξίζει να αναρωτηθούμε τι διαφορετικό θα είχε συμβεί τους δύο και κάτι μήνες που έχουν μεσολαβήσει από εκείνο το δραματικό Eurogroup εάν η Αθήνα είχε αρνηθεί να υπογράψει. Με δεδομένο ότι σε αυτό το διάστημα η τελευταία δόση δεν έχει ξεπαγώσει, οι εκβιασμοί δεν έχουν σταματήσει, η ΕΚΤ κρατά κλειστή τη στρόφιγγα (πέρα από... πενταροδεκάρες στον ELA), τα σενάρια περί Grexit έχουν κλιμακωθεί και η αμφισβήτηση στο πρόσωπο του υπουργού Οικονομικών καλά κρατεί, η απάντηση είναι μάλλον ξεκάθαρη: Τίποτα.
Αντιθέτως, εάν δεν υπήρχε το κείμενο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα είχε εγκλωβιστεί στις ίδιες τις δεσμεύσεις της, δεν θα είχε σβήσει μονοκοντυλιά μεγάλο μέρος του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, δεν θα ήταν υποχρεωμένη να αφαιμάξει τα διαθέσιμα ΔΕΚΟ και ασφαλιστικών ταμείων και θα διατηρούσε, έστω ως διαπραγματευτικό χαρτί, το δικαίωμα να προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες. Με άλλα λόγια, θα είχε διασφαλίσει περισσότερο χώρο για να αναπνεύσει, να ελιχθεί ή ακόμη και να μπλοφάρει.
Πλέον, και με δική της ευθύνη - εξάλλου, μόνο αφελείς θα περίμεναν από τους Γερμανούς, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ κάτι διαφορετικό από ό,τι κάνουν σήμερα... - η κυβέρνηση βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Είναι εγκλωβισμένη, πρακτικά, ανάμεσα στις Συμπληγάδες της δικής της ατολμίας και της ασφυκτικής πίεσης που της ασκούν οι "εταίροι". Και αυτό όταν είναι φανερό ότι ο χρόνος τελειώνει.
Ασφαλώς, η ίδια γνωρίζει πως, παρά τα λεγόμενα του πρωθυπουργού και υπουργών, δεν υπάρχει ζωτική ανάγκη χρηματοδότησης τον Μάιο, καθώς η δόση προς το ΔΝΤ έχει διασφαλιστεί, όπως άλλωστε συμβαίνει με τους μισθούς και τις συντάξεις. Από τον Ιούνιο, όμως, η κατάσταση αλλάζει. Η κυβέρνηση υποχρεούται, μέσα στους τρεις μήνες του καλοκαιριού, να καταβάλει περί τα 11 δισ. ευρώ στους δανειστές (πέραν των έντοκων γραμματίων), ποσό που είναι προφανές πως δεν υπάρχει καμία περίπτωση να το βρει - εκτός και αν αποφασίσει να "κουρέψει" τις τραπεζικές καταθέσεις.
Αυτό σημαίνει ότι θα υποχρεωθεί να καταλήξει σε μια συμφωνία, έχοντας το πιστόλι στον κρόταφο. Έχοντας δε "κάψει" όλα σχεδόν τα καλά χαρτιά και τις εφεδρείες της, αλλά και με βάση τη μέχρι σήμερα πορεία της, το μακράν πιθανότερο σενάριο είναι ότι θα αποδεχθεί τους βασικούς όρους των ξένων. Αυτό που ελπίζει είναι ότι θα της επιτραπεί να συνθηκολογήσει με αξιοπρέπεια και όχι πλήρως ταπεινωμένη, προς παραδειγματισμό, όπως ήδη απαιτούν αρκετοί στη Γερμανία.
Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση είναι πιθανό να καταφύγει στο δημοψήφισμα, ζητώντας πρακτικά άφεση από τον λαό ο οποίος την έχει εκλέξει για να κάνει διαφορετικά πράγματα. Επειδή πίστεψε σε καλύτερες μέρες...