Επιταχυνόμενους ρυθμούς θα λάβει από τον
Σεπτέμβριο η εκδίκαση των υποθέσεων δανείων που εντάσσονται στο νόμο
Κατσέλη, με στόχο στο διάστημα που απομένει μέχρι την εκπνοή του 2017,
αλλά και μέσα σε όλο το 2018, να εκδικαστούν 100.000 υποθέσεις από το
σύνολο των 170.000 αιτήσεων του νόμου.
Το "άσυλο" του νόμου Κατσέλη, τόσο ως
προς την επανεξέταση των όρων του, όσο κυρίως, σε πρώτη φάση, ως προς
"το ποιόν" των δανειοληπτών που έχουν ενταχθεί, αποτελεί αίτημα του SSM
προς τις τράπεζες. Στόχος είναι η αποκάλυψη στρατηγικών κακοπληρωτών που
κάνουν χρήση του νόμου, μπλοκάροντας τις προσπάθειες των τραπεζών να
ανακτήσουν οφειλές από δάνεια, μειώνοντας το δυσθεώρητο απόθεμα των
NPLs.
Μέχρι σήμερα έχουν εκδικαστεί πάνω από 50.000 υποθέσεις του νόμου Κατσέλη και, όπως επισημαίνουν τραπεζίτες,
μία στις τρεις περιπτώσεις απορρίπτεται από τα δικαστήρια, καθώς
διαπιστώνεται ότι πρόκειται για αιτούντες που έχουν την οικονομική και
περιουσιακή δυνατότητα να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, αλλά
εκμεταλλεύονται την "ομπρέλα" του νόμου.
Το ύψος των ανοιγμάτων που βρίσκονται σε
καθεστώς νομικής προστασίας και εκκρεμεί η δικαστική τους επίλυση
ανέρχεται σε 15,3 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 14,6% των συνολικών
υφιστάμενων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Πρόκειται για δάνεια κυρίως
του νόμου Κατσέλη (3869/2010) που αφορά στεγαστικά και καταναλωτικά
δάνεια φυσικών προσώπων και δευτερευόντως του νόμου Δένδια (4307/2014)
που αφορά επιχειρηματικά δάνεια. Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, στεγαστικά
δάνεια άνω των 9 δισ. ευρώ έχουν υπαχθεί σε νομική προστασία, όπως
επίσης καταναλωτικά ύψους 3 δισ. ευρώ και περίπου άλλα τόσα
επιχειρηματικά.
Πρόκειται για μη εξυπηρετούμενα ποσά, τα
οποία έχουν μεγάλα περιθώρια ανακτησιμότητας, αφού οι τράπεζες
υπολογίζουν πως αφορούν τουλάχιστον κατά το ¼ σε στρατηγικούς
κακοπληρωτές. Προς την κατεύθυνση αυτή, ζητούμενο του SSM που
περιλαμβάνεται μάλιστα στις μνημονιακές υποχρεώσεις για τον τραπεζικό
τομέα, είναι η επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών για το
"ξεκαθάρισμα" των υποθέσεων του ν. Κατσέλη.
Όπως εκτιμούν οι εποπτικές αρχές, η
λειτουργία του δικαστικού συστήματος επηρεάζει άμεσα το κομμάτι της
ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τις τράπεζες ακόμη και στην περίπτωση
που αυτές έχουν πλέον κατοχυρώσει το σχετικό νομικό
δικαίωμα.Σημειώνεται ότι οι καταγγελμένες από τις τράπεζες απαιτήσεις
ανέρχονται σε 48 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 45% του συνόλου των μη
εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Οι επιπτώσεις του αργού δικαστικού
συστήματος στην επίτευξη της στοχοθεσίας των τραπεζών για τη μείωση των
"κόκκινων" δανείων, έχουν μελετηθεί πρόσφατα από την ΤτΕ. Οι επιπτώσεις
αυτές "μεταφράζονται" σε απομείωση της αξίας των εξασφαλίσεωντων
τραπεζών κατά 50% έως 73%, ενώ όπως εκτιμά η Ττε,η εύρυθμη λειτουργία
του δικαστικού συστήματος που θα επέτρεπε ρευστοποίηση εξασφαλίσεων σε
σύντομο χρόνο, θα μπορούσε να διπλασιάσει την τιμή τους.
Σημειώνεται ότι το 88% των συνολικών
εξασφαλίσεων των τραπεζών αφορά στοιχεία ακίνητης περιουσίας, με το 50%
αυτών να αφορά αμιγώς στεγαστικά και το 34% εμπορικά και βιομηχανικά
ακίνητα.