Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
250 ιστορίες κρατικής χρεοκοπίας
Η στάση πληρωμών από μια χώρα δεν είναι μια εξαίρεση στον κανόνα της οικονομικής ιστορίας
Μια βασική αρχή της πολιτικής οικονοµίας λέει ότι τα κράτη δεν πτωχεύουν. Μια χώρα µπορεί βέβαια να βρεθεί σε καθεστώς αδυναµίας πληρωµών αλλά, αντίθετα µε µια επιχείρηση, µια χώρα δεν µπορεί να «κατεβάσει ρολά» όταν τα έσοδά της δεν αρκούν για την αποπληρωµή του συσσωρευµένου χρέους. Απλώς κηρύσσει στάση πληρωµών, µέρος της οφειλής διαγράφεται και η ιστορία συνεχίζεται - έστω εν µέσω συµπληγάδων.
Σε πρόσφατη εργασία τους οι αµερικανοί οικονοµολόγοι Κένεθ Ρογκόφ και Κάρµεν Ράινχαρτ συνοψίζουν την ιστορία των πτωχευµένων κρατών καταλήγοντας, µεταξύ άλλων, στο συµπέρασµα ότι η στάση πληρωµών υπήρξε κατά τους τελευταίους έξι αιώνες µια όχι και τόσο σπάνια πρακτική για τις εθνικές οικονοµίες. Οπως δείχνει και σχετική µελέτη του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου, ο κατάλογος των χωρών που σε δεδοµένη συγκυρία δεν κατάφεραν ή δεν ήθελαν να πληρώσουν τους πιστωτές τους είναι µακρύς (πάνω από 250 χρεοκοπίες µετά το 1824) και προφανώς παραµένει ανοιχτός.
Πρωταθλήτρια της χρεοκοπίας αναδεικνύεται η Γαλλία, µε οκτώ περιόδους στάσης πληρωµών µετά τον 14ο αιώνα. Η Ισπανία δήλωσε µέσα στον 19ο αιώνα οκτώ φορές αδυναµία πληρωµών. Η Ελλάδα κατέχει ένα άλλο σπάνιο «προνόµιο» καθώς κήρυξε την πρώτη στάση πληρωµών το 1827 σχεδόν ταυτόχρονα µε την αναγνώρισή της ως ανεξάρτητου κράτους. Εξίσου ανοιχτό µε τον σχετικό κατάλογο παραµένει και το µέλλον των χωρών υπό χρεοκοπία. «Είναι χειρότερο να προκαλέσουµε ανεργία µέσω του αποπληθωρισµού σε έναν κόσµο που ήδη υποφέρει από τη φτώχεια από το να δυσαρεστήσουµε τον ραντιέρη που ζει από τους τόκους» έλεγε ο Τζον Κέινς. Γι’ αυτό και η στάση πληρωµών µπορεί να έχει κόστος αλλά δεν είναι πάντοτε η πλέον απευκταία λύση. Οπως φαίνεται από την πληθώρα των ιστορικών παραδειγµάτων, η κήρυξη ενός κράτους σε κατάσταση χρεοκοπίας από τους πιστωτές χρησιµοποιήθηκε πολλές φορές ως εργαλείο αποδυνάµωσης µιας ανερχόµενης δύναµης. Οι πιστωτές (κράτη ή τράπεζες) αρνήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις τον δανεισµό κρατών επιβάλλοντας αυστηρούς όρους για τη σύναψη νέων δανείων, που µε τη σειρά τους οδήγησαν τις χώρες σε οικονοµικό µαρασµό. Αυτό είναι το παράδειγµα της χρεοκοπίας ως ποινής. Ενα άλλο συµπέρασµα που εξάγεται από τις µελέτες των δύο αµερικανών οικονοµολόγων και του ∆ΝΤ είναι ότι την πτώχευση µιας χώρας ακολουθεί πάντοτε η υποτίµηση του νοµίσµατος που χρησιµοποιεί. Η καµπύλη της πραγµατικής αξίας των νοµισµάτων στην Ευρώπη από τον Μεσαίωνα ως σήµερα δείχνει ότι η αγοραστική δύναµη καταγράφει διαρκή υποχώρηση. Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες φαίνεται ότι οι όροι που συµφωνούνται (ή επιβάλλονται) µεταξύ των δύο µερών γίνονται διαρκώς δυσµενέστεροι για τους πιστωτές: * Την περίοδο 1820-1870 δεν υπήρξε σχεδόν καµία µείωση της ονοµαστικής αξίας των οµολόγων, ενώ τα επιτόκια δανεισµού µειώθηκαν κατά µέσον όρο 15%.
* Την περίοδο 1926-1975 η µέση µείωση (κούρεµα) του χρέους έφτασε το 23% µε ταυτόχρονη µείωση επιτοκίου δανεισµού 34% και πληρωµή µόλις του 35% των µη καταβληθέντων τόκων ως τη στιγµή της κήρυξης στάσης πληρωµών.
Στις έξι µεγαλύτερες αναδιαρθρώσεις χρέους µετά το 1998 (µε χρονολογική σειρά Πακιστάν, Ρωσία, Ουκρανία, Ισηµερινός, Ουρουγουάη και Αργεντινή) η µείωση του χρέους κυµάνθηκε στο 20%-40%, ενώ στις περιπτώσεις της Ρωσίας (2000) έφτασε το 50% και της Αργεντινής (2005) το 75%.
Η έρευνα του ∆ΝΤ επισηµαίνει ακόµη ότι σε πολλές περιπτώσεις της νεότερης ιστορίας η στάση πληρωµών υπήρξε προανάκρουσµα εµπλοκής της χώρας σε πόλεµο, σε εµφύλια σύρραξη ή σε επαναστατική περίοδο. Αυτό συνέβη στη Ρωσία (1917), στο Μεξικό (1914), στην Κίνα (1949) και στην Κούβα (1960) αλλά και στην Αυστροουγγαρία και στην Τουρκία πριν από τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο. Σε άλλες περιπτώσεις η χρεοκοπία ήταν το (λογικό) επακόλουθο µιας ήττας σε πόλεµο όπως στην Αυστρία (1802 και 1868), στη Ρωσία (1839) και στην Ισπανία (1831). Κατά τις τελευταίες δεκαετίες (µετά το 1970) οι χρεοκοπίες δεν συνδέονται κατά κανόνα µε πολέµους αλλά σχεδόν πάντοτε µε πολιτικές αναταραχές που επηρεάζουν συχνά και το ευρύτερο οικονοµικό περιβάλλον ελέω παγκοσµιοποίησης.