Η έκθεση της Oxfam, που κατηγόρησε τις τράπεζες που κάνουν trading αγροτικών εμπορευμάτων ότι «κερδοσκοπούν στην πείνα», προκαλεί τριγμούς πολλών Ρίχτερ στον κλάδο της διαχείρισης κεφαλαίων.
Ευρωπαϊκές τράπεζες επιλέγουν είτε να μην προχωρήσουν σε κερδοσκοπικές κινήσεις για τις τιμές των τροφίμων εκ μέρους των επενδυτών είτε ακόμη και να καταργήσουν τα funds που παρακολουθούν τις τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων. Αιτία ήταν η καυστική έκθεση της μη κυβερνητικής οργάνωσης με έδρα στο Παρίσι.
Η αλλαγή στη συμπεριφορά των τραπεζών ήταν δραματική. Η γαλλική BNP Paribas κατάργησε fund αγροτικών εμπορευμάτων συνολικού ύψους 214 εκατ. δολ. Εν τω μεταξύ, η Credit Agricole έκλεισε τρία funds που επέτρεπαν σε επενδυτές να κερδοσκοπούν σε αγροτικά προϊόντα, αν και η απόφαση αυτή έγινε για οικονομικούς κυρίως λόγους, ενώ πρέπει να σημειωθεί πως τα εν λόγω επενδυτικά ταμεία ήταν σχετικά μικρά.
Παρόμοιες κινήσεις λαμβάνουν χώρα και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Η Landesbank Berlin, η Landesbanken Baden - Württemberg και η Commerzbank στη Γερμανία και η Österreichische Volksbanken στην Αυστρία μείωσαν την έκθεσή τους στον κλάδο τροφίμων στον απόηχο μιας αντίστοιχης εκστρατείας από την Oxfam Γερμανίας τον προηγούμενο χρόνο. Επέλεξαν «να τερματίσουν το trading τέτοιων εμπορευμάτων» καθώς «αυτή η δραστηριότητα δεν είναι συμβατή με τον στόχο της τράπεζας».
Παρ' όλα αυτά, προκύπτει ένα μείζον ερώτημα από την εκστρατεία της Oxfam. Πράγματι, οι επενδύσεις σε ETFs ή σε αμοιβαία κεφάλαια ανοικτού τύπου ωθούν σε ανώτερα επίπεδα τις τιμές των τροφίμων; Είναι ένα θέμα που ακόμη συζητείται.
Από τη μία πλευρά είναι η Oxfam και από την άλλη οι investment banker, οι traders εμπορευμάτων οι οποίοι, όμως, καλούνται να υπηρετήσουν το εμπορικό τους συμφέρον. Οι επικριτές των ερευνών της Oxfam επικαλούνται εκθέσεις από ακαδημαϊκούς, οι οποίες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η άνοδος στις τιμές των τροφίμων σχετίζεται περισσότερο με την αύξηση της ζήτησης και τη συρρίκνωση της προσφοράς, παρά με τη δημοτικότητα των ETFs και των αμοιβαίων κεφαλαίων ανοικτού τύπου, που παρακολουθούν τις τιμές των εμπορευμάτων.
Καθώς εντείνεται η διαμάχη, οι δύο μεγαλύτεροι traders εμπορευμάτων, η Deutsche Bank και η Allianz, αρνήθηκαν να μειώσουν την έκθεσή τους σε αγροτικά εμπορεύματα. Και οι δύο προσφάτως δημιούργησαν ομάδες για να αναλύσουν το θέμα. Η ανάλυση της Deutsche Bank καταλήγει ότι «υπάρχουν ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία» που να στηρίζουν την άποψη ότι η ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών προϊόντων που στηρίζονται σε αγροτικά εμπορεύματα πυροδοτεί αυξήσεις τιμών στην αγορά τροφίμων.
«Η μεγάλη πλειοψηφία των ερευνών συμφωνεί ότι η θεμελιώδης αιτία για την ενίσχυση στις τιμές των τροφίμων είναι η αύξηση της ζήτησης στην οποία δεν ανταποκρίνεται ακόμη η προσφορά», αναφέρει η έκθεση της Deutsche Bank και συμπληρώνει: «Η ζήτηση εκτινάσσεται επειδή ο αυξάνεται ο πληθυσμός και τα εισοδήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες ενώ η παραγωγή παραμένει περιορισμένη λόγω της λειψυδρίας, των κλιματικών αλλαγών, της έλλειψης υποδομών και του προβλήματος των αποβλήτων».
Η Deutsche, η οποία προσφέρει μεγάλη γκάμα funds και ETF σε αγροτικά προϊόντα, όπως επίσης και τη δυνατότητα hedging σε αγροτικά εμπορεύματα, υποστηρίζει αντιθέτως ότι οι αγορές παραγώγων που βασίζονται σε αγροτικά προϊόντα δημιουργούν ρευστότητα και βοηθούν τους αγρότες αντί να τους καταδιώκουν.
Οι αγορές παραγώγων σε εμπορεύματα τους δίνουν τη δυνατότητα να κάνουν hedging ενάντια στις διακυμάνσεις των τιμών και επίσης να στείλουν ισχυρά μηνύματα για το επίπεδο των τιμών που δίνουν τη δυνατότητα «καλύτερης αξιολόγησης και οργάνωσης της προσφοράς στο πλαίσιο των περιορισμών που υπάρχουν σε μία περίοδο καλλιέργειας».
Η Deutsche υποστηρίζει ότι πρέπει να επενδύονται κάθε χρόνο περισσότερα από 80 δισ. δολ για να ανακάμψει η παραγωγικότητα και να ανταποκριθεί με την αυξημένη ζήτηση για τρόφιμα. «Χωρίς σημαντικές επενδύσεις στη γεωργία, οι αυξανόμενες τιμές θα αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα. Υποστηρίζουμε αυτές τις επενδυτικές ανάγκες», αναφέρει η έκθεση.
Στελέχη της Allianz κατέληξαν σε παρόμοιο συμπέρασμα σε έκθεσή τους τον προηγούμενο χρόνο, επισημαίνοντας ότι η αύξηση στις τιμές ενέργειας, όπως επίσης η πολιτική για το περιβάλλον και τα τρόφιμα ωθεί ανοδικά τις τιμές των τροφίμων. Η ομάδα της Allianz όμως, παραδέχθηκε ότι «δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι η κερδοσκοπία υποστηρίζει τις υπερβολικές κινήσεις των τιμών», δεδομένης της «τεράστιας εισροής κεφαλαίων» στις αγορές εμπορευμάτων.
Πράγματι, τα στελέχη της Allianz αποφάσισαν ότι ακόμη και εάν οι κερδοσκοπικές ροές κεφαλαίων δεν ήταν το βασικό έναυσμα για την απότομη αύξηση των τιμών που παρατηρήθηκε το 2007 και το 2008 στα αγροτικά εμπορεύματα, ενίσχυσαν τις τάσεις των τιμών.
Η αγορά για επενδυτικά προϊόντα που παρακολουθούν τα αγροτικά εμπορεύματα εξακολουθεί να είναι σχετικά μικρή, με μόλις 66 funds στην Ευρώπη με τοποθετήσεις σχεδόν 3,6 δισ. ευρώ σε αγροτικά εμπορεύματα και μη κυκλικά καταναλωτικά προϊόντα, σύμφωνα με τη Lipper.
Τα επίπεδα διακύμανσης, αν και υψηλά, είναι σχεδόν σταθερά τα τελευταία χρόνια. Ο Αλ Κέλετ, της Morningstar σημειώνει ότι η μέση διακύμανση σε ETF και αμοιβαία ανοικτού τύπου που χαρακτηρίζονται ως «αγροτικά» κατά την περίοδο ενός έτους είναι στο 22%, ενώ σε πέντε χρόνια είναι οριακά υψηλότερη στο 24%.
Παρόλα αυτά, το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ ζήτησης για τρόφιμα και προσφοράς παραμένει.
Η Oxfam αναφέρει ότι θα συνεχίσει την προσπάθεια ευαισθητοποίησης αναφορικά με τη ραγδαία αύξηση των τιμών σε δημητριακά και λαχανικά. Η Κλάρα Τζαμάρτ της Oxfam αναφέρει ότι θα δημοσιοποιηθούν δύο ακόμη εκθέσεις μέχρι το καλοκαίρι για τη χρηματοδότηση βιοκαυσίμων από τις γαλλικές τράπεζες και για τα πλεονεκτήματα των κοινωνικά υπεύθυνων επενδύσεων.
Αναλυτές από την Oxfam Βελγίου έχουν ήδη ξεκινήσει καμπάνια εναντίον τα ης KBC Bank και την πιθανή έκθεση της Dexia σε αγροτικά εμπορεύματα, ενώ στελέχη της Oxfam Βρετανίας εξετάζουν εάν πρέπει να κινηθούν για το θέμα της αστάθειας των τιμών στα τρόφιμα και στη χώρα τους.