Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013
Καταλύτης ο Απρίλιος για αλλαγή σκηνικού
«Τότε θα υπάρξει μία απόφαση του Eurogroup, θα ασχοληθούν οι υπουργοί Οικονομικών, και εδώ χωρίς αμφιβολία θα τηρήσουμε και εμείς τις υποχρεώσεις μας ως Γερμανία», δήλωσε.
Στην τελική ευθεία μπαίνει η επιχείρηση της «Μεγάλης Εξόδου» της οικονομίας από την πολυεπίπεδη, εξαετή κρίση που ανέτρεψε δεδομένα δεκαετιών, βυθίζοντας το βιοτικό επίπεδο χιλιάδων νοικοκυριών στην Ελλάδα. Όλα κρίνονται το, αργότερο, μέχρι τον Απρίλιο, μήνα - σταθμό για μια νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που μπορεί να σηματοδοτήσει την έναρξη, σταδιακής, απεξάρτησης από τα Μνημόνια και «επιστροφής», υποτυπώδους έστω, κοινωνικού μερίσματος στους ασθενέστερους.
Δύο στόχοι, εξαιρετικής σημασίας για την κυβέρνηση, ενόψει της διπλής εκλογικής αναμέτρησης τον Μάιο, με επίκεντρο τις ευρωεκλογές και τις εξελίξεις που θα σημάνει το αποτέλεσμά τους.
Καταλύτης ο Απρίλιος για αλλαγή σκηνικού
Η Άγκελα Μέρκελ έδωσε σαφές στίγμα του χρόνου εξέτασης του ελληνικού αιτήματος για μια νέα αναδιάρθρωση του χρέους, στη βάση της συμφωνίας του περασμένου Νοεμβρίου. Ειδικότερα, χθες στο Βερολίνο, όταν ερωτήθηκε εάν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος οδηγεί σε εφαρμογή των αποφάσεων για το χρέος, είπε πως περιμένουμε την επίσημη στατιστική αποτίμηση για να δούμε πού βρίσκεται το ελληνικό πρόγραμμα.
«Τότε θα υπάρξει μία απόφαση του Eurogroup, θα ασχοληθούν οι υπουργοί Οικονομικών, και εδώ χωρίς αμφιβολία θα τηρήσουμε και εμείς τις υποχρεώσεις μας ως Γερμανία», δήλωσε.
Η πρώτη πιστοποίηση
Πρέπει να σημειωθεί πως η πρώτη πιστοποίηση από τη Eurostat της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος στο φετινό προϋπολογισμό, αναμένεται περίπου στις 20 Απριλίου.
Τότε, και τυπικά, η Ελλάδα θα πληροί την προϋπόθεση που είχε τεθεί πέρσι, για να ληφθούν αποφάσεις νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, με την Αθήνα να επιδιώκει έστω σε μια καταρχήν δέσμευση, πριν από την κρίσιμη, διπλή εκλογική αναμέτρηση, τον Μάιο.
Σκληρή, πεντάμηνη, μάχη
Στη δύσκολη αυτή πεντάμηνη μάχη, ο πρώτος μεγάλος σκόπελος είναι η επίτευξη συμφωνίας, για το δημοσιονομικό κενό στη διετία 2014 - 2015 και την προώθηση δύσκολων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ει δυνατόν στο Eurogroup της 9ης Δεκεμβρίου, με την Αθήνα να ποντάρει πολλά σε μια θετική έκθεση αξιολόγησης. Έτσι, το προσεχές δεκαήμερο, μέχρι την επιστροφή των Π. Τόμσεν, Κλ. Μαζούχ και Μ. Μορς στην Αθήνα, στις αρχές Δεκεμβρίου, θα είναι πλούσιο σε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις σε όλα τα επίπεδα, καθώς οι αβεβαιότητες για την επίτευξη συμφωνίας στις 9 Δεκεμβρίου παραμένουν.
Δύο όπλα ένα πλεονέκτημα
Με δύο μεγάλα όπλα, την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος φέτος, που σημαίνει πρακτικά ότι η λειτουργία του ελληνικού κράτους δεν παράγει πλέον νέο χρέος, και τις δειλές πρώτες ενδείξεις ανάσχεσης της ύφεσης, η κυβέρνηση αυτή τη φορά προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις, με κάποια πλεονεκτήματα. Παράλληλα, οι ταμειακές πιέσεις δεν είναι ασφυκτικές, στον βαθμό που οι καθυστερήσεις στην εκταμίευση των δόσεων δεν σημαίνουν «πάγωμα» των πληρωμών για μισθούς και συντάξεις ή αθέτηση πληρωμών προς το εξωτερικό. Έτσι, αναζητείται ο βέλτιστος συμβιβασμός με τους πιστωτές, οι οποίοι, όπως όλα δείχνουν, πριν μπουν στις καθοριστικές συζητήσεις για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού στο ελληνικό πρόγραμμα και τη δομή μιας νέας ελάφρυνσης στο χρέος, απαιτούν δεσμεύσεις για τη διετία 2014 - 2015, με δεδομένες και τις ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες στη χώρα.
Διαρκής πίεση
Στο πλαίσιο αυτό η πίεση είναι διαρκής, όχι μόνο για το δημοσιονομικό κομμάτι, αλλά και για το διαρθρωτικό. «Το δημοσιονομικό θα κλείσει, θα βρεθεί αργά ή γρήγορα η λύση. Το ζήτημα είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», σχολίαζε με νόημα υψηλόβαθμος παράγοντας του οικονομικού επιτελείου, λίγο μετά την αποχώρηση της τρόικας από την Αθήνα.
Στην Ευρώπη αλλά και στην Ουάσιγκτον, πέραν της διατηρησιμότητας πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να μην προκύψουν εύκολα πρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες που θα κληθεί να καλύψει η τρόικα στο μέλλον, επιμένουν ιδιαίτερα σε δύο τομείς: Την αναδιάρθρωση του Δημοσίου, αυτή τη φορά με δραστικό περιορισμό φορέων και οργανισμών και στην ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και της είσπραξης εσόδων από τη φοροδιαφυγή και τις ληξιπρόθεσμες οφειλές. Πλαίσιο που θα δοκιμάσει σκληρά τις πολιτικές αντοχές στην Αθήνα, αφού έχει προηγηθεί τριετία ισχυρής φορολογικής καταιγίδας που συνοδεύθηκε από απανωτές αυξήσεις φόρων και «έκτακτα χαράτσια» με ταυτόχρονες δραστικές μειώσεις μισθών και συντάξεων, στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, έκρηξης της ανεργίας και των «λουκέτων» στις επιχειρήσεις.
Προαναγγελία παροχών
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει πως τον Απρίλιο, με την πιστοποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος από τη Eurostat, θα ανακοινωθούν παροχές σε στοχευμένες ομάδες, κοινωνικά ευαίσθητες, ενεργοποιώντας τον κανόνα του Μνημονίου που προβλέπει ότι το 70% της υπέρβασης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να διατεθεί για κοινωνικούς σκοπούς. Αυτό σημαίνει, πως με τα σημερινά δεδομένα, περίπου 570 εκατ. ευρώ θα μπορούν να διατεθούν, σε κοινωνικά ασθενέστερους.
ΟΙ ΚΡΙΣΙΜΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ
Aρχές Δεκεμβρίου: Eπιστροφή των επικεφαλής της τρόικας στην Aθήνα - επανέναρξη διαπραγματεύσεων. Στόχος, συμφωνία για δημοσιονομικό κενό έως τις 9 Δεκεμβρίου.
9 Δεκεμβρίου: Συνεδρίαση Eurogroup - πιστοποίηση στοιχείων από EΛΣTAT για AEΠ τρίτου τριμήνου.
19 - 20 Δεκεμβρίου: Σύνοδος Kορυφής.
Tέλη Δεκεμβρίου: Kατάθεση Mεσοπρόθεσμου Πλαισίου 2014-2017
Aρχές Iανουαρίου 2014: Aποστολή στοιχείων στη Eurostat για το «κλείσιμο» του φετινού προϋπολογισμού και πρωτογενούς πλενάσματος.
Aπρίλιος 2014: Πρώτη πιστοποίηση στοιχείων για φετινό πρωτογενές πλεόνασμα από Eurostat - ορόσημο για αποφάσεις αναδιάρθρωσης χρέους.
Mάιος 2014: Eυρωεκλογές - δημοτικές εκλογές.
Δεύτερο εξάμηνο 2014: Πιθανή έξοδος στις αγορές με πενταετές ομόλογο.
Τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν τουλάχιστον για τις επόμενες 50 ημέρες
Εν αναμονή πολύτιμης ρευστότητας ύψους 5,9 δισ. ευρώ
Στον «αέρα» παραμένει η εκταμίευση δόσεων συνολικού ύψους 5,9 δισ. ευρώ, καθώς τρόικα και οικονομικό επιτελείο δεν έχουν καταφέρει να έλθουν σε συμφωνία μετά από διαβουλεύσεις τουλάχιστον δύο μηνών. Το ελληνικό δημόσιο στην παρούσα φάση δεν αντιμετωπίζει άμεσο πρόβλημα ρευστότητας, καθώς τα διαθέσιμα επαρκούν τουλάχιστον για τις επόμενες 50 ήμερες και υπό προϋποθέσεις (πρόσθετες εκδόσεις εντόκων γραμματίων) έως και τις αρχές Μαΐου.
Όμως η πολύ μεγάλη καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα έχει «παγώσει» την ομαλή ροή χρηματοδότησης από τον EFSF και το ΔΝΤ, γεγονός που έχει αρνητικές παρενέργειες στην αποκατάσταση της ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας (π.χ αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου). Θα πρέπει να σημειωθεί πως εκκρεμεί η εκταμίευση της δόσης του 1 δισ. ευρώ που έχει εγκριθεί από το Eurogroup τον Ιούλιο, ενώ από την τρέχουσα αξιολόγηση εξαρτάται η αποδέσμευση δόσης ύψους τα 4,9 δισ. ευρώ.
Πληρωμή ομολόγου
Η πρώτη κρίσιμη ημερομηνία για τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου είναι η 11η Ιανουαρίου 2014. Τότε θα πρέπει να αποπληρωθεί ομόλογο 1,9 δισ. ευρώ. Με τα σημερινά δεδομένα αν δεν έχει αποδεσμευτεί το 1 δισ. ευρώ τα διαθέσιμα δεν θα επαρκούν για την κάλυψη του ομολόγου. Επειδή κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει πότε θα ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για τα προαπαιτούμενα της συγκεκριμένης δόσης, στο οικονομικό επιτελείο προετοιμάζονται για εναλλακτικές λύσεις ώστε να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες σε περίπτωση που αυτό απαιτηθεί. Σύμφωνα με πληροφορίες θα γίνει χρήση μιας γνωστής από το παρελθόν «συνταγής». Η λύση με τις περισσότερες πιθανότητες είναι να προχωρήσει η Ελλάδα σε μία έκτακτη έκδοση εντόκων γραμματίων.
Πάντως στο υπουργείο Οικονομικών μιλούν για «ύστατη» λύση κι αυτό γιατί θα επιβαρυνθούν οι εγχώριες τράπεζες και παράλληλα θα αυξηθεί το ύψος των εντόκων γραμματίων που θα πρέπει να αποπληρώσει το Δημόσιο. Κάτι που αυτόματα θα αυξήσει και τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Είναι προφανές, τονίζουν στο υπουργείο, πως το καλύτερο δυνατό σενάριο είναι να ολοκληρωθούν άμεσα οι δράσεις για την εκταμίευση του 1 δισ. ευρώ και να κλείσει ο έλεγχος που διεξάγεται τώρα, το αργότερο μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, ημέρα διεξαγωγής του Eurogroup.
Να υπενθυμίσουμε πως μετά την 11η Ιανουαρίου, το επόμενο δύσκολο διήμερο για την αποπληρωμή ομολόγων είναι τον Μάιο. Στις 20 και 21 του ερχόμενου Μαΐου λήγουν ομόλογα συνολικής αξίας 8,5 δισ. ευρώ.
«Ομολογία Αλογοσκούφη»
Στις 20 του μήνα θα πρέπει να αποπληρωθούν ομόλογα 4,1 δισ. ευρώ που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την επομένη να καλυφθούν τα «ομόλογα Αλογοσκούφη» ύψους 4,4 δισ. ευρώ που είχαν διατεθεί στις ελληνικές τράπεζες για τη στήριξή τους το 2009 με αντάλλαγμα προνομιούχες μετοχές του Δημοσίου. Πλαίσιο πάντως που δεν μπορεί να μη συνδεθεί με τις επικείμενες αποφάσεις για ακόμη μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, που μπορεί να μεταβάλλουν το προφίλ των πληρωμών των δανείων ριζικά.
ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Το «κλειδί»... στο Βερολίνο
Σε αυτό το περιβάλλον κόπωσης και με δεδομένο πλέον ότι όλες οι πλευρές, ακόμη και το Βερολίνο, παραδέχονται πως στην περίπτωση της Ελλάδας έγιναν «εκατέρωθεν λάθη», το «κλειδί» της εξισορρόπησης βρίσκεται στο Βερολίνο.
Το ελληνικό χρέος, που παραμένει μη βιώσιμο στα 320 δισ. ευρώ ή περίπου στο 175% του ΑΕΠ, πρέπει να αναδιαρθρωθεί. Έτσι, θα απελευθερωθούν πόροι σε μια κρίσιμη πενταετία για τη χώρα που επιδιώκει να ανακτήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ θα διευκολυνθεί η προσφυγή της χώρας στις διεθνείς αγορές, που διατηρούν αποκλεισμένο το Δημόσιο από τον δανεισμό από τις αρχές του 2010. Για την Αθήνα η επιδίωξη είναι την επομένη της πιστοποίησης πρωτογενούς πλεονάσματος από τη Eurostat, στις 22 Απριλίου, έστω και σε έκτακτο Eurogroup να υπάρξει τουλάχιστον καταρχήν συμφωνία για το ελληνικό χρέος. Θα έχουν προηγηθεί πολυεπίπεδες διαβουλεύσεις, μεταξύ των πιστωτών, για τη δομή και τα χαρακτηριστικά της νέας αναδιάρθρωσης, με την Ε.Ε. να αποκλείει μια διαγραφή χρέους, χαράσσοντας στρατηγική υπέρ νέων μειώσεων στα επιτόκια, κάτω από τα επίπεδα του περίπου 2,5% που κινούνται σήμερα, και γενναίου ετεροχρονισμού στον χρόνο αποπληρωμής των δανείων που έχει λάβει η χώρα. Πλέον το 66,5% του ελληνικού χρέους αντιστοιχεί σε δάνεια από τον Μηχανισμό Στήριξης, ενώ με τα σημερινά δεδομένα η μέση υπολειπόμενη διάρκειά του έχει αυξηθεί στα 16 ? 17 χρόνια, με στόχο την περαιτέρω επιμήκυνση στον χρόνο αποπληρωμής. Ήδη στο παρασκήνιο, οι τεχνοκράτες σε Αθήνα, Βρυξέλλες, Φραγκφούρτη και Ουάσιγκτον επεξεργάζονται και ποσοτικοποιούν όλα τα εναλλακτικά σενάρια για μια νέα αναδιάρθρωση του χρέους, με τρεις καθοριστικούς παράγοντες: Τον βαθμό στον οποίο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο θα επιμείνει στη ριζική λύση μιας άμεσης διαγραφής χρέους, που η Ε.Ε. απορρίπτει για πολιτικούς λόγους, την απόσπαση έστω μιας καταρχήν απόφασης πριν από τις ευρωεκλογές και το εύρος της νέας αναδιάρθρωσης, καθώς αυτή πρέπει να είναι τέτοια που να δώσει ένα ηχηρό σήμα στις αγορές.
«ΚΛΕΙΔΙ» ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΞΕΝΩΝ ΟΙΚΩΝ
Το στοίχημα της επανόδου στις ξένες αγορές
Παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις για τη νέα αναδιάρθρωση του χρέους, στο παρασκήνιο προετοιμάζεται διακριτικά ακόμη ένα, δύσκολο και καθοριστικό εγχείρημα: Η επάνοδος του Δημοσίου στις διεθνείς αγορές, από τις οποίες παραμένει αποκλεισμένο από τις αρχές του 2010. Η διαδικασία αυτή αναμένεται να κορυφωθεί μετά τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου, με την κυβέρνηση να επιδιώκει η επιστροφή στις αγορές να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες πολιτικής ομαλότητας και με τους Ευρωπαίους να έχουν αποφασίσει ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους. Καθοριστικής σημασίας στην πορεία αυτή, πέραν των αποφάσεων για το χρέος και τη δημιουργία θετικών εντυπώσεων από τη βελτίωση βασικών δεικτών στην οικονομία, θα είναι και η στάση των ξένων οίκων, και κυρίως το ενδεχόμενο απόσπασης αναβαθμίσεων, στους προσεχείς μήνες, που θα δώσουν το σήμα για περαιτέρω αποκλιμάκωση στο κόστος δανεισμού της χώρας.
Δοκιμαστική έκδοση
Η επιτυχία της πρώτης δοκιμαστικής, ομολογιακής έκδοσης του Δημοσίου, πιθανόν πενταετούς διάρκειας στο δεύτερο εξάμηνο του 2014, θα αποτελέσει μια ισχυρή συμβολική κίνηση για τη σταδιακή απεξάρτηση της χώρας από τη διεθνή στήριξη. «Η Ελλάδα χρειάζεται απτές αποδείξεις για να πείσει, τους "τραυματισμένους" από το PSI, επενδυτές να την εμπιστευθούν πάλι», σχολιάζει τραπεζικός παράγοντας.
Ο ίδιος τονίζει πως ξεκινάμε σχεδόν από το μηδέν για να «στηθεί» πάλι, μια σχεδόν κατεστραμμένη αγορά, διαδικασία που θα απαιτήσει χρόνο. Σύμφωνα με παράγοντες με εμπειρία ετών στη διεθνή αγορά ομολόγων, η «επανεγκατάσταση» του ελληνικού δημοσίου στα portfolios μακροπρόθεσμων ξένων επενδυτών θα είναι χρονοβόρα διαδικασία. Θα απαιτήσει δε την παροχή «εγγυήσεων» προς τους ιδιώτες πως η χώρα εποπτεύεται στενά και επαρκώς από την Ε.Ε., ώστε να διασφαλιστεί η αποτροπή νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού που θα μπορούσε να φέρει ένα νέο «κούρεμα» των επενδύσεών τους.
Καθοριστικοί παράγοντες
Δύο θεωρούνται οι καθοριστικοί παράγοντες που θα κρίνουν πόσο ελκυστικά θα είναι τα νέα ομόλογα που θα εκδώσει το Δημόσιο προς τους ιδιώτες:
1. Η βελτίωση στο προφίλ των πληρωμών του χρέους, μετά τη νέα αναδιάρθρωση, ώστε οι ανάγκες της Ελλάδας για προσφυγή στις αγορές να είναι περιορισμένες τα πρώτα χρόνια, αποτρέποντας τον κίνδυνο έκθεσης σε απότομες διακυμάνσεις των αγορών και αύξησης του κόστους δανεισμού. Ιδίως σε μια περίοδο που κεντρικό ζητούμενο είναι η εδραίωση επαρκών ρυθμών ανάπτυξης, ώστε να σταθεροποιηθεί το χρέος.
2. Η δημιουργία, σχεδόν εκ του μηδενός, μιας πραγματικής αγοράς ιδιωτικού χρέους για τα 29,5 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων που κατέχουν πλέον ιδιώτες. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει αναλάβει το δύσκολο έργο να καταστήσει τα λιγοστά αυτά ομόλογα που βρίσκονται στις αγορές ελκυστικότερα. Έτσι, εξετάζονται τρόποι, σε συνεργασία με τους ιδιώτες επενδυτές, για να αυξήσει την εμπορευσιμότητα των νέων ομολόγων που προέκυψαν από το PSI, όπως η αντικατάσταση των περίπου είκοσι ομολόγων, περιορισμένου όγκου, με λιγότερα σε αριθμό αλλά μεγαλύτερα σε όγκο. Αυτή τη στιγμή στην καμπύλη των αποδόσεων υπάρχει κενό μεταξύ των εξάμηνων εντόκων γραμματίων και του δεκαετούς ομολόγου, παράγοντας αποτρεπτικός για την προσέλκυση επενδυτών. Οι δρομολογούμενες κινήσεις αποσκοπούν στο να καταστεί η ελληνική αγορά, πραγματική, χωρίς ελλείψεις και να δίνει τη δυνατότητα της άμεσης ρευστοποίησης ή τοποθέτησης στον ενδιαφερόμενο επενδυτή. Αυτό εκτιμάται πως θα οδηγήσει σε αύξηση του ενδιαφέροντος, των τιμών των ομολόγων και κατά συνέπεια μείωση των αποδόσεων, δηλαδή του κόστους δανεισμού της χώρας, που σήμερα κινείται σε υπερβολικά, κατά πολλούς, επίπεδα.