Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

«Ναι» στις προσφορές, «όχι» στην απευθείας μείωση των τιμών

Υπέρ των προσφορών και κατά της απευθείας μείωσης των τιμών τάσσονται οι βιομηχανίες τροφίμων, οι οποίες επιμένουν πως το πρόβλημα της ακρίβειας είναι σύνθετο και λύνεται μόνο μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις, όπως αυτές που προτείνει ο ΟOΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του. Κύκλοι της βιομηχανίας εξηγούν ότι οι προσφορές ως εργαλείο προώθησης έχουν κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια όχι αναγκαστικά γιατί έχουν λιγότερο κόστος, αλλά διότι ο αντίκτυπός τους είναι μεγαλύτερος στους καταναλωτές, ενώ ταυτόχρονα είναι αρκετά αποτελεσματικό. «Εχουμε παρατηρήσει πως μέσα από τις προσφορές αυξάνουμε τις πωλήσεις μας, διαφημίζουμε καλύτερα το προϊόν μας και ταυτόχρονα δίνουμε τη δυνατότητα στους καταναλωτές να εξοικονομήσουν χρήματα καθώς μεσοσταθμικά οι τιμές έχουν πέσει. Από την άλλη πλευρά, εάν χαμηλώσουμε τις τιμές ανά μονάδα προϊόντος λίγοι θα αντιληφθούν τη διαφορά, ενώ σε όρους μάρκετινγκ τα αποτελέσματα θα είναι πενιχρά», σημειώνουν χαρακτηριστικά και επικαλούνται πρόσφατη έρευνα της Nielsen, σύμφωνα με την οποία περίπου το 38% των πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ γίνεται μέσω προωθητικών ενεργειών και προσφορών. Οι ίδιοι υπογραμμίζουν πως από τη στιγμή που ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές αντιμετωπίζουν τις προσφορές ως λύση στην ακρίβεια θα συνεχίσουν σε αυτήν τη γραμμή καθώς βασικός τους στόχος είναι να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες για φθηνότερα προϊόντα και να διατηρήσουν τις πωλήσεις τους σε ικανοποιητικά επίπεδα. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών που πιστεύει πως οι επιχειρήσεις δεν έχουν προσαρμόσει τις τιμές τους όσο θα έπρεπε και περιμένουν μεγαλύτερες εκπτώσεις στο μέλλον, οι οποίες θα ευθυγραμμίζονται με τις περικοπές που έχουν υποστεί τα εισοδήματά τους τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, σε αρκετές έρευνες δηλώνουν πως δεν θα διστάσουν να στρέψουν την πλάτη σε όσες εταιρείες επιμένουν να διατηρούν αμετάβλητες τις τιμές τους και να στραφούν σε αυτές που αντιλαμβάνονται καλύτερα τη δύσκολη θέση στην οποία έχουν περιέλθει. Παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιλέγουν οι βιομηχανίες και οι λιανέμποροι να προσελκύσουν τους καταναλωτές, ζητούμενο παραμένει η καταπολέμηση της ακρίβειας. Και αυτό, όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, είναι το μεγάλο στοίχημα που καλείται τώρα να κερδίσει η κυβέρνηση. Οι επιχειρηματίες, πάντως, σημειώνουν πως δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και υποστηρίζουν ότι για να υπάρξει δραστική μείωση των τιμών, η οποία θα γίνει αισθητή στην τσέπη των καταναλωτών, πρέπει να αρθούν όλα τα εμπόδια που επιβαρύνουν τα προϊόντα και το κόστος παραγωγής και διάθεσής τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, καλούν την κυβέρνηση να υιοθετήσει τις προτάσεις του ΟOΣΑ, που μεταξύ άλλων προβλέπουν την άρση περιορισμών στο φρέσκο γάλα (επιμήκυνση της ημερομηνίας λήξης) αλλά και την κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων (όπως στο αλεύρι) και επισημαίνουν την ανάγκη αυτές οι προτάσεις να εφαρμοστούν σωστά, ώστε να φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕΒ «Η υλοποίηση των όποιων μέτρων προκριθούν για την αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι κομβικής σημασίας, καθώς όλοι γνωρίζουμε πως η χώρα μας υστερεί στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην πράξη», λένε χαρακτηριστικά. Παρεμβάσεις, ισχυρίζονται, χρειάζεται και στο ενεργειακό κόστος, το οποίο έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Το θέμα αυτό ανέδειξε πρόσφατα και ο ΣΕΒ, ο οποίος με ανακοίνωσή του έκανε λόγο μεταξύ άλλων για την ανάγκη υιοθέτησης μιας ορθολογικής πολιτικής ως προς τις ποικίλες χρεώσεις στις τρεις τάσεις αλλά και για τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στα ενεργειακά προϊόντα στα ελάχιστα που ισχύουν στην Ευρώπη. Ενας άλλος τομέας που πρέπει να εστιάσει η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης είναι η αποκλιμάκωση της φορολογίας στα βασικά είδη διατροφής. «Εάν για παράδειγμα ο ΦΠΑ μειωθεί αύριο από 5% έως 10%, οι τιμές θα μπορούσαν να υποχωρήσουν σε πολλαπλάσιο επίπεδο στο τελικό προϊόν», σημειώνει υψηλόβαθμο στέλεχος γνωστής αλυσίδας, αν και παραδέχεται πως τα περιθώρια είναι περιορισμένα, καθώς όλοι λειτουργούν στα όρια τους εξαιτίας της παρατεταμένης ύφεσης. Ανάμεσα στα ζητήματα που χρήζουν επίλυσης, είναι και το «κρυφό» κόστος που δημιουργεί η γραφειοκρατία, η οποία καθυστερεί την υλοποίηση των επενδύσεων και επιμηκύνει τον χρόνο απόσβεσης. Υπολογίζεται πως μόνο από τη μείωση της γραφειοκρατίας οι τιμές στο λιανεμπόριο τροφίμων θα υποχωρούσαν άμεσα κατά 2%! Σφίγγουν και άλλο το ζωνάρι οι Έλληνες Σε νέες περικοπές προκειμένου να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και ταυτόχρονα να καλύψουν όσο τον δυνατόν περισσότερες ανάγκες τους σχεδιάζουν να προχωρήσουν οι καταναλωτές. Σύμφωνα με έρευνα της Nielsen, τα φθηνότερα καταναλωτικά προϊόντα θα συνεχίσουν να αποτελούν επιλογή των Ελλήνων ακόμη και όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν σε ποσοστό 38%, ενώ αρκετοί παραμένουν προσεκτικοί όσον αφορά στις δαπάνες τους για καταναλωτικά αγαθά. Αυτό εξηγεί και τη σημαντική άνοδο που καταγράφει τα τελευταία χρόνια η ιδιωτική ετικέτα, η οποία κερδίζει διαρκώς έδαφος έναντι των επώνυμων και αυξάνει τα μερίδιά της στην αγορά. Υπολογίζεται πως το ποσοστό της στο σύνολο της αγοράς ανέρχεται σε περίπου 20%, με ανοδικές τάσεις, όταν πριν από την κρίση το μερίδιό της δεν υπερέβαινε το 7%-8% και σε μεγάλο βαθμό αφορούσε σε χαρτικά και όχι σε τρόφιμα όπως συμβαίνει σήμερα. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της ιδιωτικής ετικέτας έπαιξαν και οι επενδύσεις που έκαναν οι μεγάλες αλυσίδες για την ανάπτυξη της γκάμας τους. Την ίδια ώρα, σχεδόν 8 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν ότι προκειμένου να μειώσουν τις δαπάνες τους, έχουν περιορίσει τη διασκέδαση εκτός του σπιτιού, ενώ στην ερώτηση πού διαθέτουν τα χρήματα, που τους περισσεύουν, μετά την κάλυψη των βασικών τους αναγκών, το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων (31%) δηλώνει ότι το ξοδεύει για την κάλυψη δανείων, πιστωτικών καρτών και γενικότερα χρεών. Βέβαια, υπάρχει και ένα ποσοστό της τάξης του 34% που δηλώνουν ότι δεν τους περισσεύουν χρήματα.
 
website counter
friend finderplentyoffish.com