Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Οι τράπεζες αδρανούν, οι επιχειρήσεις υποφέρουν

Ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα κόκκινα δάνεια, αυξάνει διαρκώς.



Αισίως αγγίζουν τα 77 δισ. ευρώ και αποτελούν το 30% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης, ενώ, αν και με μειωμένο ρυθμό, αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω μέσα στο 2014

Mε πρωτοβουλία των Γερμανών, οι οποίοι διέγνωσαν την αδυναμία του τραπεζικού μας συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικονομίας, προτάθηκε προ διετίας η ίδρυση του Επενδυτικού Ταμείου. Οι δυνατότητες όμως, αλλά και ο σχεδιασμός λειτουργίας του Ταμείου, μόνο αισιοδοξία δεν μας γεμίζει

Η ελληνική οικονομία και κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποφέρουν από έλλειψη χρηματοδότησης. Βιώσιμες επιχειρήσεις, που παράγουν ενδιαφέροντα και πολλές φορές καινοτόμα προϊόντα για την εσωτερική αλλά και την εξωτερική αγορά, δεν είναι δυνατό να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, με κίνδυνο να βγουν εκτός αγοράς. Η τραπεζική επέκταση μειώνεται από χρόνο σε χρόνο με ρυθμό κοντά στο 5%. Έτσι, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τα ταμειακά τους διαθέσιμα, που μέσα στο 2013 μειώθηκαν από 350 εκατ. ευρώ στα 200 εκατ. Αυτό δείχνει ότι σταδιακά εξαντλούνται τα όποια περισσεύματα διαθέτουν για κεφάλαια κίνησης, ενώ για διενέργεια επενδύσεων, αντικατάσταση παγίων ή επέκταση της παραγωγής, ούτε λόγος να γίνεται. Αποτέλεσμα, μετά από έξι χρόνια επενδυτικής απραγίας, μοιραία επέρχεται η πτώση της ανταγωνιστικότητας επιχειρήσεων και προϊόντων και εξανεμίζονται τα όποια οφέλη προέκυψαν από τη μείωση των μισθών. Τα πρώτα δείγματα ήλθαν, όπως ήταν αναμενόμενο, από την πτώση των εξαγωγών, οι οποίες από τον περασμένο Σεπτέμβριο μειώνονται συνεχώς για να φθάσουν τον Μάιο στο -8,3%.

Σε όλο αυτό το καταθλιπτικό σκηνικό, οι τράπεζες παραμένουν απλοί θεατές. Παρά την ενίσχυσή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό με δεκάδες δισ. ευρώ, δυστυχώς το μόνο που κάνουν είναι να ασχολούνται με την τακτοποίηση των ισολογισμών τους. Αυτή η αδρανοποίηση, η οποία σαφώς ήταν προβλέψιμη, δείχνει να οδηγούμαστε σε αδιέξοδο, αφού τα λάθη που έγιναν στη διαδρομή δεν καταφέραμε να τα διορθώσουμε με τη δημιουργία θεσμών και την εφαρμογή πολιτικών που θα κάλυπταν το κενό που άφηναν πίσω τους.

Οι τράπεζες αποδυναμώθηκαν σταδιακά μέσα στην κρίση εξαιτίας σημαντικών γεγονότων.

Πρώτον, απώλεσαν περί τα 90 δισ. ευρώ από τις καταθέσεις τους, τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους διέρρευσαν στο εξωτερικό, εξαιτίας του φόβου για χρεοκοπία της χώρας, ενώ ένα μικρότερο χρησιμοποιήθηκε από τους καταθέτες για την κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών, αλλά και την πληρωμή υποχρεώσεων κυρίως προς την εφορία. Να σημειωθεί ότι η πολιτικοί με τις άστοχες δηλώσεις τους συνέβαλαν στην εκροή κεφαλαίων, ενώ η Τράπεζα της Ελλάδος, που στα βασικά της καθήκοντα είναι η προστασία των καταθέσεων, δεν παρενέβη ούτε τουλάχιστον λεκτικά για να μειωθούν τα φαινόμενα. Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί η αποτυχία των τέως διοικητή της ΤτΕ, όπως και του τέως υπουργού Οικονομικών να μη συμπεριληφθεί στις αποφάσεις για την Τραπεζική Ένωση η πρόβλεψη για την κοινή ευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων, κάτι που προβλεπόταν στο αρχικό σχέδιο Μπαρόζο. Μια τέτοια ρύθμιση θα βοηθούσε με βεβαιότητα στην επιστροφή άμεσα του μεγαλύτερου μέρους των εξαχθέντων κεφαλαίων, τα οποία θα αισθάνονταν ασφάλεια και στον τόπο τους.

Δεύτερον, συμμετείχαν στο κούρεμα του ιδιωτικού χρέους το 2012, το περίφημο PSI, κάτι που τους κόστισε περί τα 28 δισ. ευρώ. Για να καλυφθούν αυτές οι απώλειες βέβαια δανείστηκε η χώρα 50 δισ. ώστε να προχωρήσουν στην ανακεφαλαιοποίησή τους, η οποία μαζί με άλλες ανάγκες απορρόφησε τα 41 δισ. από αυτά.

Τρίτον, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κόκκινα δάνεια, αυξάνει διαρκώς. Αισίως αγγίζουν τα 77 δισ. ευρώ και αποτελούν το 30% της συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης, ενώ, αν και με μειωμένο ρυθμό, αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω μέσα στο 2014. Τα κόκκινα δάνεια αποτελούν μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια του τραπεζικού μας συστήματος, η οποία, με όποιο τρόπο και αν επιχειρηθεί να απενεργοποιηθεί, θα αφήσει μόνιμες πληγές που θα μας ακολουθούν για δεκαετίες. Λύσεις, όπως επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων, μείωση των επιτοκίων, διαγραφή προστίμων ή πανωτοκίων, ακόμη και το κούρεμα μέρους της κύριας υποχρέωσης σε ακραίες περιπτώσεις, βοηθούν ασφαλώς κάποιες επιχειρήσεις, οι επιπτώσεις όμως στο σώμα της οικονομίας θα είναι τεράστιες.

Στα προβλήματα αυτά η κυβέρνηση, με την υπόδειξη της τρόικας φυσικά, προσπάθησε να δώσει απάντηση σχεδιάζοντας μια άνευ προηγουμένου συσσώρευση της τραπεζικής αγοράς σε τέσσερις συστημικές τράπεζες. Μέσα σε ένα χρόνο εξαφανίσθηκαν 11 μικρές και μεσαίες τράπεζες, με το πρόσχημα ότι η αγορά δεν σηκώνει περισσότερες. Είναι αλήθεια, ότι η πίτα έχει συρρικνωθεί, αφού και το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά το 1/4 του αρχικού. Αυτή η πραγματικότητα όμως δεν θα έπρεπε να μας οδηγήσει κατ' ανάγκην σε μια τέτοια συγκέντρωση, αφού είναι γνωστό από τη διεθνή εμπειρία ότι η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας, εξυπηρετείται όχι μόνο από κάποιες μεγάλες τράπεζες, αλλά και από μικρότερες, ειδικές, κλαδικές κ.λπ. Κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βρίσκουν μεγαλύτερη ανταπόκριση στη συνεργασία τους με μικρότερες τράπεζες, παρά με τα απρόσωπα μεγαθήρια, όπου το ενδιαφέρον τους εστιάζεται κυρίως στις μεγάλες δουλειές.

Αντίθετα, η άποψή μας από την αρχή της κρίσης, εκτιμώντας ότι η είσοδός μας σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, θα δημιουργούσε με βεβαιότητα μεγάλα προβλήματα στις τράπεζες, οι οποίες θα ήταν αδύνατον να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της πραγματικής οικονομίας, ήταν να κινηθούμε στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός κρατικού τραπεζικού πυλώνα, ο οποίος να διαχειρίζεται τα όποια διαθέσιμα κεφάλαια υπήρχαν, αλλά και εκείνα που στην πορεία θα ήταν δυνατόν να κινητοποιηθούν, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Απαραίτητα σ' αυτόν θα έπρεπε να περιλαμβάνεται η Εθνική Τράπεζα, αλλά και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο καθώς και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

Ότι υπάρχει διάσταση απόψεων αλλά και στόχευσης στο θέμα άλλωστε, φαίνεται και από τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του υπουργού αναπληρωτή Οικονομικών και προσφάτως ολόκληρου του οικονομικού επιτελείου με επικεφαλής τον πρωθυπουργό σε συνάντηση με τους τραπεζίτες με θέμα την ενίσχυση της χρηματοδότησης των βιώσιμων επιχειρήσεων. Με άλλα λόγια, το κράτος που στην ουσία είναι ο βασικός μέτοχος, ο ιδιοκτήτης των τραπεζών, δεν είναι σε θέση ούτε να χαράξει αλλά ούτε και να κατευθύνει την πιστωτική πολιτική, που θεωρεί ότι σ' αυτήν την έκτακτη κατάσταση είναι αναγκαία αφού οι μηχανισμοί της αγοράς έχουν εξουδετερωθεί.

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και άλλες προτάσεις, οι οποίες απέβλεπαν στον απεγκλωβισμό των μικρομεσαίων κυρίως επιχειρήσεων από τον ανύπαρκτο γι' αυτές τραπεζικό δανεισμό. Αρχικά προτάθηκε η ίδρυση μιας αναπτυξιακής τράπεζας, η οποία με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων αλλά και της Γερμανικής Τράπεζας Ανασυγκρότησης, θα αναλάμβανε τη χρηματοδότηση και ανάταξη της οικονομίας. Η πρόταση δεν τελεσφόρησε, κυρίως λόγω των αντιδράσεων που υπήρξαν από την πλευρά των μεγάλων ελληνικών τραπεζών, αφού η ίδρυση μιας νέας τράπεζας θα αφαιρούσε πόρους από τη διαχείριση των ιδίων.

Τέλος, με πρωτοβουλία των Γερμανών, οι οποίοι επίσης διέγνωσαν την αδυναμία του τραπεζικού μας συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικονομίας, προτάθηκε προ διετίας η ίδρυση του Επενδυτικού Ταμείου. Οι δυνατότητες όμως, αλλά και ο σχεδιασμός λειτουργίας του Ταμείου, μόνο αισιοδοξία δεν μας γεμίζει. Το αρχικό κεφάλαιο των 200 εκατ. ευρώ (100 εκατ. από Γερμανία και άλλα 100 από την Ελλάδα) με την όποια μόχλευση και συμμετοχή ευεργετών, δωρητών κ.λπ. αποτελεί σταγόνα νερού στην απέραντη έρημο της πιστωτικής ασφυξίας των ελληνικών επιχειρήσεων που χρειάζονται δεκάδες δισ. για να ανακάμψουν. Η έδρα στο Λουξεμβούργο, το Δ.Σ. με πολλούς αλλοδαπούς και η χορήγηση των δανείων μέσα από τις τέσσερις συστημικές, οι οποίες στην αξιολόγησή τους είναι φυσικό να μην εστιάζουν μόνο στη βιωσιμότητα ενός νέου επενδυτικού εγχειρήματος, αλλά και στην προϊστορία της μέχρι τώρα συνεργασίας με τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Τίποτα που να παραπέμπει σε κάτι καινούργιο, που θα έδινε ώθηση στην οικονομία.

Συμπέρασμα: Οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να συμβάλουν στην ανάταξη αλλά και στην αναγκαία αναδιάρθρωση της οικονομίας, ενώ μια αναγκαία κρατική παρέμβαση με ένα νέο ίδρυμα, ικανό να δώσει τη λύση, παραμένει στα αζήτητα.
 
website counter
friend finderplentyoffish.com