Μια ακόμη μεγάλη κομπίνα στην οποία «φαγώθηκαν» περί τα 50 εκατ. ευρώ κοινοτικά κονδύλια, αποκάλυψε η Οικονομική Αστυνομία.
Το κόλπο στήθηκε με εταιρείες που εξαπατούσαν συστηματικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποσπώντας χρήματα μέσω της χρηματοδότησης προγραμμάτων έρευνας για την ανάπτυξη της τεχνολογικής καινοτομίας, πληροφορικής και επικοινωνίας. Σύμφωνα με αξιωματικούς της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, τα 50 εκατ. είναι το «μερίδιο» των εμπλεκομένων εταιρειών από την Ελλάδα, από τα συνολικά 25 δισεκατομμύρια που έχουν κάνει «φτερά» πανευρωπαϊκά με παρόμοιο τρόπο, μέσω εταρειών-βιτρίνα.
Η αστυνομία έχει καταγράψει ολόκληρη τη ροή περίπου 700.000 ευρώ, τα οποία από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έφυγαν για Μάλτα, Κύπρο, Ολλανδικές Αντίλλες, όπως αναφέρει αξιωματούχος στην εφημερίδα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για παρόμοιες ροές συνολικού ύψους 50 εκατ. ευρώ, οι οποίες τώρα ερευνώνται λεπτομερώς για την εξακρίβωση ολόκληρης της πορείας και της κατάληξής τους.
Στο ελληνικό κομμάτι της κομπίνας εμπλέκονται, σύμφωνα με τον «Ελεύθερο Τύπο», ο 59χρονος Ν.Δ., πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εταιρειών I-CUBE Α.Ε. και SPIRIT Α.Ε. και ο 53χρονος Δ.Φ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και επιστημονικός υπεύθυνος για προγράμματα στα οποία συμμετείχε το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των POCEMON και INTREPID. Ο καθηγητής υπήρξε μέλος του ΔΣ των προαναφερόμενων εταιρειών, ενώ αντίστοιχη εμπλοκή έχουν ο 61χρονος Χ.Δ., πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΑΝΚΟ Α.Ε. και η 44χρονη D.N., Καναδή υπήκοος, υπάλληλος των εταιρειών I-CUBE A.E και SPIRIT Α.Ε.
Σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας, το δίκτυο είχε σταθερή προσυνεννόηση με υπαλλήλους της ΕΕ., οι οποίοι κατείχαν καίριες θέσεις λήψεις αποφάσεων, προσβάσεις και γνώση του περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δύο από αυτούς είναι ο Λ.Γ. και Η.Ι., ανώτεροι υπάλληλοι στη Γενική Διεύθυνση «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας», που μεταξύ άλλων είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη της χρήσης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας μέσω επιχορηγήσεων.
Αυτοί, λόγω της θέσης τους, είχαν άμεση γνώση των προγραμμάτων και των διαδικασιών και έδιναν έγκαιρη πληροφόρηση στο δίκτυο, το οποίο είχε αναπτύξει δυνατότητα επηρεασμού της επιλογής των αξιολογητών-εμπειρογνωμόνων. Ετσι, είχε «σίγουρη» έγκριση των προτάσεων που υπέβαλλε.
Οι εταιρείες του δικτύου συνεργάζονταν μεταξύ τους και άλλες μετείχαν στα προγράμματα εργασίας ως επίσημοι δικαιούχοι, ενώ άλλες χρησιμοποιήθηκαν για τη νομιμοποίηση εσόδων προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα. Με τη συστηματική κατάθεση προτάσεων από το δίκτυο, αντλούσαν ευρωπαϊκούς πόρους και στη συνέχεια με ψευδή παραστατικά, έγγραφα, δηλώσεις εξόδων, δικαιολογούσαν την ανάλωση των κονδυλίων.
Σύμφωνα με αξιωματούχους της αστυνομίας, οι εμπλεκόμενοι απέκρυπταν τους πραγματικούς όρους υλοποίησης των προγραμμάτων, αφού οι εταιρείες συμμετείχαν μερικώς στην εκτέλεση της εργασίας λαμβάνοντας για λογαριασμό τους μικρό ποσοστό της επιχορήγησης, την οποία στη συνέχεια επέστρεφαν στο μεγαλύτερο ποσοστό της, εν αγνοία της ΕΕ και τα χρήματα κατέληγαν στους εμπλεκόμενους.