Στους κινδύνους που κρύβει μια σύγκρουση της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, το ενδεχόμενο χάους αλλά και τις ευθύνες που έχουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι προκειμένου να ηρεμήσουν και να βρουν μια λύση μαζί με την ελλληνική κυβέρνηση, αναφέρεται το άρθρο των FT.
Ο αρθρογράφος των Financial Times, Τόμας Γουλφ προτείνει στους Ευρωπαίους εταίρους να έρθουν άμεσα σε συμφωνία με την Ελλάδα, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα προκαλέσουν την έξοδο της χώρας μας από την Ευρωζώνη και κατ' επέκταση σε μια περιττή κρίση που θα προκαλέσει χάος δίχως εναλλακτική λύση.
Παρά το ταραχώδες ξεκίνημα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνει, υπάρχει πλέον πρόοδος που μπορεί να αποφέρει καρπούς. «Το ξεκίνημα της νέας κυβέρνησης ήταν, όπως αναμενόταν, ταραχώδες. Αρκετές από τις εγχώριες ανακοινώσεις υποδεικνύουν υπαναχώρηση στις μεταρρυθμίσεις, ειδικά όσον αφορά αυτές στην αγορά εργασίας και τον δημόσιο τομέα.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης, προκάλεσαν ταραχή έτσι όπως παρουσίασαν τα επιχειρήματά τους για την νέα προσέγγιση. Δηλώνοντας στους εταίρους ότι δεν θα διαπραγματευθούν πλέον με την «τρόικα», κατέθεσαν μια πρόκληση. Είναι επίσης περίεργο που ο υπουργός Οικονομικών θεώρησε σωστό να ανακοινώσει τις ιδέες του για την αναδιοργάνωση χρέους στο Λονδίνο, την πρωτεύουσα ενός έθνους «θεατών».
Ρευστότητα
Το πιο σημαντικό όμως είναι το εάν θα ξεμείνει η Ελλάδα από χρήματα σύντομα. Οι περισσότεροι παρατηρητές πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να βρει τα 4,3 δισ. ευρώ που χρειάζεται για να πληρώσει το ΔΝΤ τον επόμενο μήνα, ακόμη κι αν εκπνεύσει το τρέχον πρόγραμμα στα τέλη Φεβρουαρίου.
Οι κίνδυνοι που υπάρχουν στο άμεσο μέλλον είναι συγκεκριμένοι και έχουν να κάνουν με τη ρευστότητα των τραπεζών. Γράφει ο Γουλφ: «Ενας πιο πιθανός κίνδυνος είναι να κοπεί η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών, που είναι ευαίσθητες σε πανικό των νευρικών καταθετών, στα κεφάλαια της ΕΚΤ. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η χώρα θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο να περιορίσει την πρόσβαση των καταθετών στα χρήματά τους και στο να δημιουργήσει νέο νόμισμα.
Οπως τονίζει ο Ιρλανδός οικονομολόγος Karl Whelan, η ΕΚΤ δεν είναι υποχρεωμένη να αποκόψει τις ελληνικές τράπεζες. Έχει τεράστια ευχέρεια στο αν θα δώσει βοήθεια και πόση. Το θεμελιώδες ζήτημα, προσθέτει, δεν είναι αν θα χαρακτηριστούν «χρεοκοπημένα» τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, δεδομένου ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν εξαρτώνται πολύ από αυτά.
Τα ομόλογα
Πολύ πιο σημαντικά είναι τα ομόλογα που εκδίδουν οι ίδιες οι τράπεζες, τα οποία εγγυάται η ελληνική κυβέρνηση. Η ΕΚΤ έχει δηλώσει ότι δεν θα αποδέχεται αυτά τα ομόλογα μετά τα τέλη Φεβρουαρίου, που θα λήξει το πρόγραμμα του ΔΝΤ. Αν η ΕΚΤ επιμείνει σε αυτό, θα αυξηθούν οι πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση για να υπογράψει νέα συμφωνία. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση όμως ίσως αρνηθεί. Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΚΤ θα μπορούσε να αποκόψει τις ελληνικές τράπεζες».
Ο Γουλφ σημειώνει πως η Ευρωζώνη έχει μπροστά της την πιθανότητα μια ακόμη κρίσης, μόνο που αυτή τη φορά θα είναι περιττή και δεν θα έχει εναλλακτικές λύσεις.
«Αυτό το «κρυφτούλι» θα οδηγήσει την ευρωζώνη σε μια περιττή κρίση και την Ελλάδα σε κατάρρευση, χωρίς να μελετηθούν σοβαρά οι εναλλακτικές λύσεις. Αξίζει να δοθεί στην κυβέρνηση χρόνος ώστε να παρουσιάσει τις ιδέες της για το «νέο συμβόλαιο» όπως το αποκαλεί, με τους εταίρους της. Οι εταίροι της σίγουρα απαξιώνουν και φοβούνται όσα ζητά ο κ. Τσίπρας. Αλλά η Ε.Ε. υποτίθεται ότι είναι ένωση δημοκρατιών, όχι αυτοκρατορία. Η ευρωζώνη θα πρέπει να διαπραγματευθεί με καλή πίστη.
Επιπλέον, οι ιδέες που παρουσιάζονται για το χρέος, αξίζουν μελέτη. Ο κ. Βαρουφάκης αναγνωρίζει ότι οι χώρες-εταίροι δεν θα απομειώσουν την ονομαστική αξία των χρεών, όσο παράλογα κι αν είναι τα προσχήματα. Αντ' αυτού προτείνει ανταλλαγές, swaps.
Ομόλογο ανάπτυξης
Ενα ομόλογο που θα σχετίζεται με την ανάπτυξη (για την ακρίβεια με το ονομαστικό ΑΕΠ), θα αντικαταστήσει τα δάνεια από την ευρωζώνη, ενώ ένα δάνειο χωρίς λήξη θα αντικαταστήσει τα ελληνικά ομόλογα της ΕΚΤ. Θεωρητικά η ΕΚΤ δεν θα δεχτεί το δεύτερο. Αλλά μπορεί να δεχτεί αντί αυτού ακόμη πιο μακροπρόθεσμα ομόλογα. Τα ομόλογα που δένονται με την ανάπτυξη είναι πολύ καλή ιδέα, γιατί προσφέρουν μοίρασμα του κινδύνου. Μια νομισματική ενοποίηση που δεν έχει μηχανισμό δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, χρειάζεται ένα σύστημα μοιράσματος του χρηματοπιστωτικού κινδύνου. Τα ομόλογα-ΑΕΠ θα ήταν ένα καλό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση».
Τι θα πράξουν οι ξένες κυβερνήσεις; Κατά τον Γουλφ αν αρνηθούν το νέο σχέδιο, τότε στο εσωτερικό τους θα δώσουν πόντους σε εξτρεμιστές. Γράφει ο Γουλφ: «Πολλές κυβερνήσεις θα αντιταχθούν σε οτιδήποτε μοιάζει με παραχώρηση στους εξτρεμιστές. Η ισπανική κυβέρνηση αντιτίθεται σθεναρά στην νομιμοποίηση της εκστρατείας του νέου αντιπολιτευτικού κόμματος Podemos κατά της λιτότητας.
Οπωσδήποτε η Ελλάδα και η Ισπανία είναι πολύ διαφορετικές περιπτώσεις. Η Ισπανία δεν βρίσκεται σε μνημόνιο και χρωστά μεγάλο τμήμα του χρέους της στους πολίτες της. Μπορεί να δικαιολογήσει το δικό της στρατηγικό μείγμα με τους δικούς της όρους, χωρίς να χρειάζεται να αντιτάσσεται σε μια νέα συμφωνία για την Ελλάδα.
Δύο κρίσιμα ζητήματα παραμένουν. Το πρώτο είναι το μέγεθος του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, που σήμερα υποτίθεται ότι είναι 4,5% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση προτείνει αντί αυτού 1,0% με 1,5%. Με δεδομένη την κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, είναι λογικό. Σημαίνει όμως ότι η Ελλάδα θα πληρώσει ασήμαντα ποσά για τόκους βραχυπρόθεσμα.
Το δεύτερο ζήτημα είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Το ΔΝΤ τονίζει ότι η προηγούμενη κυβέρνηση δεν κατάφερε να παραδώσει τις 13 από τις 14 μεταρρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί. Ομως είναι αναμφίβολη η ανάγκη για δραστικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Αμεση συμφωνία
Αυτό, λοιπόν, που χρειάζεται η Ελλάδα είναι ένα άμεσο deal ανάμεσα στις δύο πλευρές και μάλιστα με αναπτυξιακό τόνο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Μια ένδειξη για την συνέχιση της οικονομικής αναποτελεσματικότητας, είναι η απουσία πραγματικής αύξησης των εξαγωγών, παρά την βαθιά ύφεση. Πράγματι, για την Ελλάδα η ανάγκη μεταρρυθμίσεων είναι κάτι πολύ παραπάνω από πρόκληση. Πρέπει να πετύχει εκσυγχρονισμό με την εφαρμογή του νόμου. Σε αυτά τα ζητήματα πρέπει να επικεντρωθούν οι διαπραγματεύσεις.
Οπότε πρέπει να βρεθεί συμφωνία: Βαθιά και ριζική μεταρρύθμιση και διαφυγή από τα δεσμά του χρέους σε αντάλλαγμα. Αυτό το νέο deal δεν είναι απαραίτητο να βρεθεί μέσα στον τρέχοντα μήνα. Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν χρόνο. Αλλά, στο τέλος, πρέπει να πείσουν τους εταίρους ότι έχουν πάρει σοβαρά τις μεταρρυθμίσεις.
Τι θα γίνει εάν αποδειχθεί ότι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το κάνουν; Η νομισματική ένωση είναι ένας συνεταιρισμός κρατών, όχι μια ομοσπονδιακή ένωση. Μια τέτοια συνεργασία μπορεί να αποδώσει μόνο αν υπάρχει κοινωνία αξιών. Αν η Ελλάδα θέλει να κάνει κάτι διαφορετικό, είναι δικαίωμά της. Αλλά θα πρέπει να αποχωρήσει. Ναι, η ζημιά θα ήταν σημαντική και η έκβαση ανεπιθύμητη. Αλλά μια ανοιχτή πληγή θα είναι χειρότερη. Οπότε, ηρεμήστε και συζητήστε. Θα δούμε τότε όλοι, αν μπορούν τα λόγια να γίνουν πράξη».