«Η “μεταβατική” συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου στο Eurogroup αλλάζει τον συσχετισμό δύναμης», «περιορίζει σημαντικά την άσκηση πολιτικής στα δημόσια οικονομικά αλλά και σε άλλους τομείς», με αποτέλεσμα «το οικονομικό τοπίο στο οποίο βασίζεται η κυβέρνηση για τη διαπραγμάτευση και την αξιολόγηση της τελικής συμφωνίας (να) είναι ολισθηρό» αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε κείμενο-κριτική με τίτλο
«Μόνη διέξοδος η φυγή προς τα εμπρός» που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του υπεύθυνου για την Οικονομική Πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Μηλιού και το οποίο συνυπογράφουν ο ίδιος, ο Σπύρος Λαπατσιώρας, μέλος της επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, και ο καθηγητής Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος.
Οι τρεις επικρίνουν την κυβέρνηση ότι υποχώρησε από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις (μη βιώσιμο χρέος και διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση-ελάφρυνσή του, πρόγραμμα-γέφυρα χωρίς όρους και δεσμεύσεις κ.ά.), ενώ αυτό που κέρδισε ήταν η «ευχέρεια να προτείνει εκείνη προς έγκριση από τους “θεσμούς” τις μεταρρυθμίσεις για τη δημοσιονομική σταθεροποίηση και την ανάπτυξη» καθώς και τη «διαπραγμάτευση για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2015».
Τονίζεται, επίσης, ότι «βασικό σημείο της συμφωνίας είναι ότι οι “θεσμοί” θα αξιολογούν ποιες μεταρρυθμίσεις (δεν) δημιουργούν προβλήματα στα δημόσια οικονομικά, στις προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης και στη σταθερότητα και ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η αξιολόγηση, δηλαδή η επιτήρηση, αποτελεί σημαντική τροχοπέδη στην υλοποίηση του προγράμματος και των κοινωνικών μετασχηματισμών που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ».
Οι συγγραφείς εκτιμούν ότι «εκείνο που καθόρισε την αναδίπλωση της ελληνικής πλευράς ήταν η στρατηγική πολιτική απόφαση για οικοδόμηση συμπαγών σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που θεωρούν ως αδιανόητη τη διαταραχή της “ομαλότητας της αγοράς”» και θεωρούν επίσης «αδιανόητο να υιοθετείται το επιχείρημα ότι συνέχεια μιας υποτιθέμενης “κατάρρευσης των τραπεζών” θα ήταν η “έξοδος από το ευρώ”, ένα σενάριο μηδενικής πιθανότητας, που αποτέλεσε απλώς “επιχείρημα” των κυβερνήσεων Παπανδρέου-Παπαδήμου-Σαμαρά για να αποδεχθεί η ελληνική κοινωνία τα Μνημόνια, και αποτελεί πάντα “όπλο” ακραίων νεοφιλελεύθερων, τύπου Σόιμπλε».
«Με τα νέα αρνητικά δεδομένα που συνεπάγεται η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν μία μόνο οδό εξόδου από το αδιέξοδο του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊκού κλοιού: την έφοδο προς τα εμπρός!» υπογραμμίζεται, σημειώνοντας πως πρέπει «η κυβέρνηση να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη τις προγραμματικές μας δεσμεύσεις για αναδιανομή εισοδήματος και ισχύος προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, για ανοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, για δημοκρατία και συμμετοχή», καθώς και να προχωρήσει στη «ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, ώστε επιτέλους το κεφάλαιο να επωμιστεί τα βάρη που του αναλογούν» και στην «εξυγίανση της δημόσιας ζωής από τις έκνομες πρακτικές στις οποίες επιδίδεται μερίδα της ελληνικής ολιγαρχίας».
«Για να παραμείνει η κυβερνητική πολιτική ηγεμονική, θα πρέπει να ταχθεί καθαρά με τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, να αμφισβητήσει τη στρατηγική νεοφιλελευθερισμού. Περιθώριο για “εθναρχική” πολιτική, που να υπερασπίζεται γενικά και αόριστα κάθε τι “ελληνικό” ή “ευρωπαϊκό” δεν υπάρχει, δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ, αλλά ούτε και θα υπάρξει ποτέ στην προβληματική της Αριστεράς» καταλήγουν οι τρεις συνυπογράφοντες το κείμενο.