Η τελευταία σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για το μεταναστευτικό ανέδειξε το αναμενόμενο:
Την παθογένεια του κομματικού συστήματος, που το διαπερνά στο μεδούλι του. Η συναίνεση, που αποτελεί το οξυγόνο της χώρας, μέσα στην τωρινή θύελλα, παραμένει φευγαλέα. Το ότι διαφυλάχθηκε, με «χίλια ζόρια» από κάποιους, το minimum της minimum συναίνεσης ξύνοντας τον πάτο του βαρελιού, οφείλεται στις ηγεσίες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Ο Μητσοτάκης θαρραλέα αναγνώρισε κάποιο κυβερνητικό ρεαλισμό στο μεταναστευτικό και ο Τσίπρας σωστά υιοθέτησε σκέψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αφήνοντας στην άκρη το ΚΚΕ (που ζει σε ένα διαφορετικό σύμπαν), οι ηγεσίες κυρίως του ΠΑΣΟΚ και δευτερευόντως του Ποταμιού ήταν καταφανώς κατώτερες των περιστάσεων. Ενώ η στάση και η συμπεριφορά του Λεβέντη προκαλεί όχι θλίψη, αλλά ντροπή, ιδίως καθώς εκπροσωπεί αξιομνημόνευτα ποσοστά. Πολύ περισσότερο μάλιστα, που ο ίδιος δεν νιώθει την ντροπή αυτή.
Ο γράφων, στο τελευταίο άρθρο του, επισήμαινε ότι στη χώρα απουσιάζει παντελώς η κουλτούρα συναίνεσης. Αυτή είναι άλλωστε συνυφασμένη με την ανευθυνότητα αρχηγών, καθώς και άρρωστα κόμματα. Σε καμιά χώρα της Ευρωζώνης δεν παρουσιάστηκε τέτοιας έκτασης απουσία συναίνεσης ανάμεσα σε εκείνες οι οποίες βίωναν σοβαρή οικονομική κρίση.
Ο Γ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργός λειτούργησε με αλαζονεία και μένος κατά της προηγούμενης κυβέρνησης, παρά το ότι προεκλογικά είχε λαϊκίσει ασύστολα. Ο Αντώνης Σαμαράς ήταν μοιραίος για το πολιτικό κλίμα ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ένα λαϊκισμό που προκάλεσε σοκ στην Ευρώπη. Τα δικά του χνάρια θα ακολουθούσε, σε αντίστοιχο ρόλο, ο Τσίπρας.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Σαμαράς και Τσίπρας έσπρωξαν τη σύγκρουσή τους στα άκρα, με μια πρωτοφανή πόλωση, που έσπειρε τοξίνες σε όλο το πολιτικό πεδίο. Ο Σαμαράς, μη αντέχοντας να βλέπει τον Τσίπρα να χρησιμοποιεί τα δικά του λαϊκιστικά όπλα, κατέφυγε τον Ιανουάριο του 2015 σε μια εκστρατεία, που ανέσυρε τα χειρότερα υλικά των πιο σκοτεινών στιγμών του τόπου επιστρατεύοντας ακόμη και τη θρησκεία!
Με τη σειρά του ο Τσίπρας, παρά το ότι η οργή με τους «παλιούς» τού άνοιγε τον δρόμο της κυριαρχίας, όποτε βρισκόταν πολιτικά σε δύσκολη θέση, κατέφευγε στη στοχοποίηση «εχθρών» ανοίγοντας χάσμα με κόμματα, τα οποία κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να ζητήσει τη συνεργασία τους. Με αποτέλεσμα τώρα να πληρώνει το κόστος, όχι μόνο ο ίδιος, αλλά πλέον η ίδια η χώρα.
Αναφορικά με τη μετά-Σαμαρά Νέα Δημοκρατία, είναι ευτύχημα ότι στο δεύτερο γύρο της μάχης για την ηγεσία της, επικράτησαν οι δύο «πιο κεντρώοι» διεκδικητές. Άλλωστε, ο Μεϊμαράκης βοήθησε στο να ψηφιστεί η επώδυνη συμφωνία με τους δανειστές, σε μια σπάνια αναλαμπή του κομματικού συστήματος. Επίσης, ο Μητσοτάκης -ευτυχώς- σε τίποτα δεν θυμίζει τη φάση Σαμαρά, τουλάχιστον ως προσωπική παρουσία.
Δίπλα του επίσης υπάρχει η καθαρή και υπεύθυνη φωνή της Ντόρας Μπακογιάννη. Όμως η ΝΔ δεν έχει αλλάξει. Είναι το ίδιο προγενέστερο προϊόν. Ενώ είναι αδιανόητο να διαθέτει τον ένα συγκεκριμένο αντιπρόεδρο, που είναι υστερικά συγκρουσιακός, συν βεβαίως έναν ακροδεξιό σε κρίσιμη θέση. Στην πραγματικότητα λοιπόν, η ΝΔ διαθέτει έναν αρχηγό, που αντί να αλλάξει το κόμμα του, το φοβάται! Ίσως, όχι και άδικα, τέτοιο που είναι!
Τα μικρά κεντροαριστερά ή (υποτίθεται) κεντρώα κόμματα, λειτουργούν ως άκρως αδύναμοι οργανισμοί, που αναζητούν, φθειρόμενα, ρόλους μέσα από τη μετωπική σύγκρουση με τον Τσίπρα, ο οποίος έχει καταλάβει τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Και επειδή ο χώρος αυτός είναι κυρίαρχος στον τόπο μας διαχρονικά, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων συμπεριφέρονται είτε στα όρια της υστερίας, είτε πέρα από αυτήν (Λεβέντης).
Την ίδια ώρα, είναι προφανές πως μια μηχανιστική συνένωση κάποιων από τα κόμματα αυτά, θα τα καταστήσει ακόμη λιγότερο ανταγωνιστικά προς τον Τσίπρα. Ακόμη και η Φώφη Γεννηματά έχασε το νήμα απαιτώντας μια κυβέρνηση χωρίς τον εκλεγμένο πρωθυπουργό. Ενώ ο Θεοδωράκης συνεχίζει να ψάχνει για πυροτεχνήματα («υπερυπουργός μετανάστευσης») για να κρατηθεί στον αφρό, ενώ βεβαίως βουλιάζει.
Αυτή την ώρα, ένα υγιές κομματικό σύστημα θα αναζητούσε κοινούς τόπους, ώστε να κλείσει η αξιολόγηση με τους εταίρους και δανειστές, κάτι που αποτελεί τον πιο κρίσιμο μονόδρομο για τη χώρα. Στο σημείο τούτο, παρά το παρελθόν, αλλά και το παρόν του Τσίπρα, θα έπρεπε να αναζητηθεί μια στοιχειώδης συναίνεση μαζί του. Άλλωστε, αρέσει δεν αρέσει, είναι στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης Τσίπρα, που κρίνεται η τύχη της αξιολόγησης.
Εδώ όλη η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση όφειλε να είναι κυρίως εποικοδομητική και όχι τυφλά συγκρουσιακή. Αλλά βεβαίως κάτι τέτοιο φαντάζει ουτοπικό. Η συναίνεση θα παραμείνει φευγαλέα. Και όσο συμβαίνει αυτό, οι κίνδυνοι για τη χώρα μεγαλώνουν. Με ευθύνη όλων.