Αντιμέτωπη με τον εαυτό της βρέθηκε η προανακριτική
επιτροπή της Βουλής που διερευνά τυχόν ποινικές ευθύνες του πρώην
υπουργού του ΠαΣοΚ Γιάννου Παπαντωνίου για τα εξοπλιστικά προγράμματα
επί των ημερών του.
Κατά την πρώτη συνεδρίασή της αφ’ ενός διαπίστωσε ότι για το αδίκημα της απιστίας έχει επέλθει παραγραφή, ενώ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα μένει να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι αρμόδια η προανακριτική να μπει σε διαδικασία διερεύνησης, καθώς είναι διαρκές αδίκημα το οποίο δικάζεται απευθείας από τον φυσικό δικαστή αφού δεν εμπίπτει στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, υπέρ της άποψης αυτής τάχθηκε στην προανακριτική και ο ΣΥΡΙΖΑ, αναγνωρίζοντας επί της ουσίας ότι δεν έχει η επιτροπή αυτή την αρμοδιότητα, κάτι που θα διαπιστωθεί τελεσίδικα στην συνεδρίαση της Τετάρτης 26 Απριλίου. ΝΔ και ΔΗ.ΣΥ. τάχθηκαν κατηγορηματικά υπέρ της άποψης ότι η επιτροπή είναι αναρμόδια και ότι ο φάκελος πρέπει να επιστρέψει στην Δικαιοσύνη.
Αντιθέτως, Χ.Α. και ΚΚΕ φέρονται να τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας της επιτροπής. Βουλευτές της αντιπολίτευσης απέδιδαν στην κυβερνητική πλειοψηφία μεταστροφή στην στάσης της, όταν ήδη είχαν διατυπωθεί σοβαρές ενστάσεις ως προς το εύρος των αρμοδιοτήτων της προανακριτικής επιτροπής και παρ’ όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να προχωρήσει στην σύστασή της κινδυνεύοντας να εκθέσει εαυτόν.
Μάλιστα όπως ειπώθηκε, σύμφωνα με τις πληροφορίες, στην επιτροπή εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ «δεν έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ανακριτικές πράξεις». Έτσι, τώρα αναζητείται «φόρμουλα» ώστε η επιτροπή να μην τερματίσει πάραυτα τις εργασίες της, αλλά να εξαντλήσει έστω τα λίγα δικονομικά περιθώρια που έχει ζητώντας αναζητώντας στοιχεία σχετικά με τους λογαριασμούς του πρώην υπουργού προκειμένου να εμπλουτίσει το έργο της Δικαιοσύνης, όπου αργά ή γρήγορα –το πιθανότερο είναι το δεύτερο- θα επιστρέψει ο φάκελος από την Βουλή.
Έντονες πάντως είναι οι αντιδράσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης, όπως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΔΗ.ΣΥ. Αν. Λοβέρδος, ο οποίος είχε προειδοποιήσει πριν την συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής για τους κινδύνους που ενέχει για την Βουλή μια τέτοια απόφαση και θεωρεί ότι η συνέχιση της λειτουργίας της επιτροπής είναι παράνομη. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών ο νομικός Δημ. Φίλης (αδελφός του Ν. Φίλη) είχε διατυπώσει την άποψη ότι «η διαδικασία που ακολουθείται από τη Βουλή σε σχέση με τα εξοπλιστικά και τον Γιάννο Παπαντωνίου είναι δικονομικά λανθασμένη και πιθανότατα θα οδηγήσει σε παρενέργειες που θα παρεμποδίσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό της γρήγορης τιμωρίας των ενόχων, θα βλαβεί δε και το κύρος της Βουλής».
Και είχε διαπιστώσει ότι «το μεν έγκλημα της απιστίας έχει παραγραφεί με τη γνωστή επονείδιστη διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, καθόσον έχει περατωθεί προ πολλού χρόνου η δεύτερη τακτική σύνοδος της βουλευτικής περιόδου, που άρχισε μετά τη φερόμενη τέλεση του αδικήματος της απιστίας, το δε ξέπλυμα βρόμικου χρήματος (νομικά ως όρος: καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) δεν υπάγεται για εκδίκαση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), αλλά στα κοινά ποινικά δικαστήρια, δηλαδή στο Εφετείο Κακουργημάτων».
Κατά την πρώτη συνεδρίασή της αφ’ ενός διαπίστωσε ότι για το αδίκημα της απιστίας έχει επέλθει παραγραφή, ενώ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα μένει να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι αρμόδια η προανακριτική να μπει σε διαδικασία διερεύνησης, καθώς είναι διαρκές αδίκημα το οποίο δικάζεται απευθείας από τον φυσικό δικαστή αφού δεν εμπίπτει στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, υπέρ της άποψης αυτής τάχθηκε στην προανακριτική και ο ΣΥΡΙΖΑ, αναγνωρίζοντας επί της ουσίας ότι δεν έχει η επιτροπή αυτή την αρμοδιότητα, κάτι που θα διαπιστωθεί τελεσίδικα στην συνεδρίαση της Τετάρτης 26 Απριλίου. ΝΔ και ΔΗ.ΣΥ. τάχθηκαν κατηγορηματικά υπέρ της άποψης ότι η επιτροπή είναι αναρμόδια και ότι ο φάκελος πρέπει να επιστρέψει στην Δικαιοσύνη.
Αντιθέτως, Χ.Α. και ΚΚΕ φέρονται να τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας της επιτροπής. Βουλευτές της αντιπολίτευσης απέδιδαν στην κυβερνητική πλειοψηφία μεταστροφή στην στάσης της, όταν ήδη είχαν διατυπωθεί σοβαρές ενστάσεις ως προς το εύρος των αρμοδιοτήτων της προανακριτικής επιτροπής και παρ’ όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να προχωρήσει στην σύστασή της κινδυνεύοντας να εκθέσει εαυτόν.
Μάλιστα όπως ειπώθηκε, σύμφωνα με τις πληροφορίες, στην επιτροπή εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ «δεν έχουμε δικαίωμα να κάνουμε ανακριτικές πράξεις». Έτσι, τώρα αναζητείται «φόρμουλα» ώστε η επιτροπή να μην τερματίσει πάραυτα τις εργασίες της, αλλά να εξαντλήσει έστω τα λίγα δικονομικά περιθώρια που έχει ζητώντας αναζητώντας στοιχεία σχετικά με τους λογαριασμούς του πρώην υπουργού προκειμένου να εμπλουτίσει το έργο της Δικαιοσύνης, όπου αργά ή γρήγορα –το πιθανότερο είναι το δεύτερο- θα επιστρέψει ο φάκελος από την Βουλή.
Έντονες πάντως είναι οι αντιδράσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης, όπως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΔΗ.ΣΥ. Αν. Λοβέρδος, ο οποίος είχε προειδοποιήσει πριν την συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής για τους κινδύνους που ενέχει για την Βουλή μια τέτοια απόφαση και θεωρεί ότι η συνέχιση της λειτουργίας της επιτροπής είναι παράνομη. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών ο νομικός Δημ. Φίλης (αδελφός του Ν. Φίλη) είχε διατυπώσει την άποψη ότι «η διαδικασία που ακολουθείται από τη Βουλή σε σχέση με τα εξοπλιστικά και τον Γιάννο Παπαντωνίου είναι δικονομικά λανθασμένη και πιθανότατα θα οδηγήσει σε παρενέργειες που θα παρεμποδίσουν τον επιδιωκόμενο σκοπό της γρήγορης τιμωρίας των ενόχων, θα βλαβεί δε και το κύρος της Βουλής».
Και είχε διαπιστώσει ότι «το μεν έγκλημα της απιστίας έχει παραγραφεί με τη γνωστή επονείδιστη διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος, καθόσον έχει περατωθεί προ πολλού χρόνου η δεύτερη τακτική σύνοδος της βουλευτικής περιόδου, που άρχισε μετά τη φερόμενη τέλεση του αδικήματος της απιστίας, το δε ξέπλυμα βρόμικου χρήματος (νομικά ως όρος: καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες) δεν υπάγεται για εκδίκαση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), αλλά στα κοινά ποινικά δικαστήρια, δηλαδή στο Εφετείο Κακουργημάτων».