Στη σύνοδο του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, που θα ολοκληρωθεί πριν από το μεσημέρι, οι διοικητές των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης και το Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα επανεξετάσουν την πορεία των στοιχείων της ευρω-οικονομίας που είχαν οδηγήσει στην απόφαση για τη λήξη του QE στα τέλη του 2018.
Από τις ενημερώσεις που έχουν προηγηθεί όπως επίσης και τη συζήτηση που έγινε στο πλαίσιο του Eurogroup στη Βιέννη με τους Υπ. Οικονομικών, διαφαίνεται η πρόθεση του Μάριο Ντράγκι να ανακοινώσει αύριο την οριστική απόφαση για την ολοκλήρωση του QE.
Τα στοιχεία που οδηγούν στην πρόβλεψη αυτή έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι η ανεργία στην Ευρωζώνη βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από το ξέσπασμα της κρίσης που ανάγκασε την ΕΚΤ να υιοθετήσει τα αντισυμβατικά μέτρα (OMT, Tltro, ποσοτική χαλάρωση, QE, κ.λ.π.), οι ρυθμοί ανάπτυξης, που παρότι διολισθαίνουν από τον Οκτώβρη του 2016, παραμένουν θετικοί και οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό που "τείνουν” προς το στόχο.
Κυρίως όμως το στοιχείο που φαίνεται να κινεί την ΕΚΤ προς την ολοκλήρωση του QE είναι το γεγονός ότι έχει αρχίσει να αυξάνεται ο τραπεζικός δανεισμός προς τις (μη χρηματοπιστωτικές) επιχειρήσεις και κατά δεύτερο λόγο στα νοικοκυριά.
Μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών που συμμετέχουν στο ΔΣ της ΕΚΤ υπάρχει όμως μία ισχυρή επιφύλαξη στο κατά πόσο οι κυβερνήσεις στην Ευρωζώνη έχουν την πρόθεση να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους στα νέα δεδομένα. Ήτοι στο πώς θα αντιδράσουν όταν η ΕΚΤ σταματήσει να στηρίζει το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους τόσο στον κρατικό όσο και στον ιδιωτικό τομέα με νέες αγορές τίτλων χρέους από τα τέλη του 2018 και αρχίσει σταδιακά να αυξάνει το κόστος αναχρηματοδότησής τους από το 2019...
Οι επιφυλάξεις –σύμφωνα με διαρροές από τη συνάντηση του Eurogroup – ενισχύθηκαν από τις παρεμβάσεις ορισμένων υπ. Οικονομικών που φέρονται να αντέδρασαν στην οριστικοποίηση της απόφασης για το τέλος του QE και επέμειναν στο να μείνει ανοικτό το "παράθυρο” για επέκτασή του εφ' όσον χρειασθεί και μέσα στο 2019.
Από την πλευρά της ΕΚΤ διευκρινίσθηκε ότι δεν υπάρχει ακόμα χρονικός ορίζοντας για το πότε θα αρχίσει να σταματά σταδιακά η επανεπένδυση των τίτλων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της και στο μεταξύ λήγουν. Το ποσό που θα έχει διαθέσει η ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2018 για να ανακόψει τις συνέπειες της κατάρρευσης της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 αγγίζει τα 2,4 τρισ. ευρώ.
Και αυτά "βαραίνουν” πλέον τον Ισολογισμό της ΕΚΤ γεγονός που σημαίνει ότι – όπως και η Fed – πρέπει σταδιακά να τα "αποσύρει” αφενός με τη σταδιακή μη επανεπένδυση των τίτλων που λήγουν, αφετέρου με την επίσης σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, ορισμένα εκ των οποίων, όπως το επιτόκιο για καταθέσεις τραπεζών παραμένουν ακόμα και σήμερα αρνητικά...
Το "όνομα” που δεν αναφέρεται στην συζήτηση αυτή αλλά παραμένει η "αχίλλειος πτέρνα” της προσπάθειας επιστροφής σε φυσιολογικά επίπεδα ρευστότητας και επιτοκίων, είναι η Ιταλία. Λόγω τόσο των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων όσο και των προβλημάτων του τραπεζικού της συστήματος και του υψηλού κρατικού χρέους, αναμένεται ότι θα "αισθανθεί” αμέσως και πιθανώς με βίαιο τρόπο τις συνέπειες από την αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Οι αλλαγές και η Ελλάδα
Για την Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν έμμεσες αλλά σημαντικές συνέπειες.
Η χρηματοδότηση της δεν συνδέεται με τις "πράξεις” της ΕΚΤ (QE, κ.λ.π.) δεδομένου ότι παραμένει εκτός της στήριξης των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η "σύσφιξη” όμως της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ πέραν του ότι θα κάνει τα spreads για αρκετές οικονομίες της ευρωζώνης να αυξηθούν καθώς θα προεξοφληθεί η ολοκληρωτική στήριξη μέσω του QE, αναμένεται να "πιέσει” σε άγνωστο ακόμα βαθμό και τα ελληνικά spreads, τα οποία όμως έτσι κι αλλιώς δεν είχαν μέχρι σήμερα την στήριξη αυτή. Η "σύνδεση” αυτή αποτυπώθηκε στην διάρκεια των προηγούμενων μηνών σε κάθε αναταραχή που αφορούσε είτε την Ιταλία είτε την Τουρκία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στην πρόσφατη παρουσίαση, που έγινε σε 34 επενδυτικούς Οίκους στο Παρίσι από τον ΟΔΔΗΧ, των δεδομένων της ελληνικής οικονομίας και κυρίως της σύνθεσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, από τις αντιδράσεις που υπήρξαν φάνηκε ίσως για πρώτη φορά να γίνεται αντιληπτό ότι η εικόνα του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των άλλων χωρών όσο ισχύει το QE.
Αντίθετα μετά από το τέλος του QE και καθώς θα πάψει σταδιακά η στήριξη αυτή, θα καταγραφεί η πραγματική διαφορά μεταξύ των πραγματικών αποδόσεων και της αποτίμησης του ρίσκου μεταξύ των ελληνικών και των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, ειδικά του ευρωπαϊκού νότου, που σήμερα δεν μπορεί να φανεί λόγω του προγράμματος στήριξης από την ΕΚΤ.
Μία επιπλέον δυσκολία στη ρεαλιστική σύγκριση των αποδόσεων με τους τίτλους των ομολόγων του ευρωπαϊκού νότου είναι και το γεγονός ότι για τα ελληνικά ομόλογα, είναι προς το παρόν απαγορευτική η "στήριξη” από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ήτοι το απολύτως αντίθετο με αυτό που συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ιταλία, κ.λ.π.
Με άλλα λόγια το τέλος του QE αναμένεται να επιτρέψει στα ελληνικά ομόλογα και τις αποδόσεις τους να έχουν μία περισσότερο ρεαλιστική σύγκριση με τους τίτλους των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Από τις ενημερώσεις που έχουν προηγηθεί όπως επίσης και τη συζήτηση που έγινε στο πλαίσιο του Eurogroup στη Βιέννη με τους Υπ. Οικονομικών, διαφαίνεται η πρόθεση του Μάριο Ντράγκι να ανακοινώσει αύριο την οριστική απόφαση για την ολοκλήρωση του QE.
Τα στοιχεία που οδηγούν στην πρόβλεψη αυτή έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι η ανεργία στην Ευρωζώνη βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα από το ξέσπασμα της κρίσης που ανάγκασε την ΕΚΤ να υιοθετήσει τα αντισυμβατικά μέτρα (OMT, Tltro, ποσοτική χαλάρωση, QE, κ.λ.π.), οι ρυθμοί ανάπτυξης, που παρότι διολισθαίνουν από τον Οκτώβρη του 2016, παραμένουν θετικοί και οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό που "τείνουν” προς το στόχο.
Κυρίως όμως το στοιχείο που φαίνεται να κινεί την ΕΚΤ προς την ολοκλήρωση του QE είναι το γεγονός ότι έχει αρχίσει να αυξάνεται ο τραπεζικός δανεισμός προς τις (μη χρηματοπιστωτικές) επιχειρήσεις και κατά δεύτερο λόγο στα νοικοκυριά.
Μεταξύ των κεντρικών τραπεζιτών που συμμετέχουν στο ΔΣ της ΕΚΤ υπάρχει όμως μία ισχυρή επιφύλαξη στο κατά πόσο οι κυβερνήσεις στην Ευρωζώνη έχουν την πρόθεση να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους στα νέα δεδομένα. Ήτοι στο πώς θα αντιδράσουν όταν η ΕΚΤ σταματήσει να στηρίζει το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους τόσο στον κρατικό όσο και στον ιδιωτικό τομέα με νέες αγορές τίτλων χρέους από τα τέλη του 2018 και αρχίσει σταδιακά να αυξάνει το κόστος αναχρηματοδότησής τους από το 2019...
Οι επιφυλάξεις –σύμφωνα με διαρροές από τη συνάντηση του Eurogroup – ενισχύθηκαν από τις παρεμβάσεις ορισμένων υπ. Οικονομικών που φέρονται να αντέδρασαν στην οριστικοποίηση της απόφασης για το τέλος του QE και επέμειναν στο να μείνει ανοικτό το "παράθυρο” για επέκτασή του εφ' όσον χρειασθεί και μέσα στο 2019.
Από την πλευρά της ΕΚΤ διευκρινίσθηκε ότι δεν υπάρχει ακόμα χρονικός ορίζοντας για το πότε θα αρχίσει να σταματά σταδιακά η επανεπένδυση των τίτλων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της και στο μεταξύ λήγουν. Το ποσό που θα έχει διαθέσει η ΕΚΤ μέχρι το τέλος του 2018 για να ανακόψει τις συνέπειες της κατάρρευσης της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008 αγγίζει τα 2,4 τρισ. ευρώ.
Και αυτά "βαραίνουν” πλέον τον Ισολογισμό της ΕΚΤ γεγονός που σημαίνει ότι – όπως και η Fed – πρέπει σταδιακά να τα "αποσύρει” αφενός με τη σταδιακή μη επανεπένδυση των τίτλων που λήγουν, αφετέρου με την επίσης σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, ορισμένα εκ των οποίων, όπως το επιτόκιο για καταθέσεις τραπεζών παραμένουν ακόμα και σήμερα αρνητικά...
Το "όνομα” που δεν αναφέρεται στην συζήτηση αυτή αλλά παραμένει η "αχίλλειος πτέρνα” της προσπάθειας επιστροφής σε φυσιολογικά επίπεδα ρευστότητας και επιτοκίων, είναι η Ιταλία. Λόγω τόσο των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων όσο και των προβλημάτων του τραπεζικού της συστήματος και του υψηλού κρατικού χρέους, αναμένεται ότι θα "αισθανθεί” αμέσως και πιθανώς με βίαιο τρόπο τις συνέπειες από την αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Οι αλλαγές και η Ελλάδα
Για την Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν έμμεσες αλλά σημαντικές συνέπειες.
Η χρηματοδότηση της δεν συνδέεται με τις "πράξεις” της ΕΚΤ (QE, κ.λ.π.) δεδομένου ότι παραμένει εκτός της στήριξης των προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η "σύσφιξη” όμως της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ πέραν του ότι θα κάνει τα spreads για αρκετές οικονομίες της ευρωζώνης να αυξηθούν καθώς θα προεξοφληθεί η ολοκληρωτική στήριξη μέσω του QE, αναμένεται να "πιέσει” σε άγνωστο ακόμα βαθμό και τα ελληνικά spreads, τα οποία όμως έτσι κι αλλιώς δεν είχαν μέχρι σήμερα την στήριξη αυτή. Η "σύνδεση” αυτή αποτυπώθηκε στην διάρκεια των προηγούμενων μηνών σε κάθε αναταραχή που αφορούσε είτε την Ιταλία είτε την Τουρκία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στην πρόσφατη παρουσίαση, που έγινε σε 34 επενδυτικούς Οίκους στο Παρίσι από τον ΟΔΔΗΧ, των δεδομένων της ελληνικής οικονομίας και κυρίως της σύνθεσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, από τις αντιδράσεις που υπήρξαν φάνηκε ίσως για πρώτη φορά να γίνεται αντιληπτό ότι η εικόνα του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των άλλων χωρών όσο ισχύει το QE.
Αντίθετα μετά από το τέλος του QE και καθώς θα πάψει σταδιακά η στήριξη αυτή, θα καταγραφεί η πραγματική διαφορά μεταξύ των πραγματικών αποδόσεων και της αποτίμησης του ρίσκου μεταξύ των ελληνικών και των άλλων χωρών της Ευρωζώνης, ειδικά του ευρωπαϊκού νότου, που σήμερα δεν μπορεί να φανεί λόγω του προγράμματος στήριξης από την ΕΚΤ.
Μία επιπλέον δυσκολία στη ρεαλιστική σύγκριση των αποδόσεων με τους τίτλους των ομολόγων του ευρωπαϊκού νότου είναι και το γεγονός ότι για τα ελληνικά ομόλογα, είναι προς το παρόν απαγορευτική η "στήριξη” από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ήτοι το απολύτως αντίθετο με αυτό που συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ιταλία, κ.λ.π.
Με άλλα λόγια το τέλος του QE αναμένεται να επιτρέψει στα ελληνικά ομόλογα και τις αποδόσεις τους να έχουν μία περισσότερο ρεαλιστική σύγκριση με τους τίτλους των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.