Το πόσο μεγάλη και "σταθερή" θα είναι η υπέρβαση στόχου από τα πρωτογενή πλεονάσματα (του 3,5% του ΑΕΠ φέτος και τα επόμενα χρόνια), είναι το "σημείο" στο οποίο επικεντρώνουν την προσοχή τους οι δανειστές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Αυτό σύμφωνα με πληροφορίες προέκυψε και από τις πρώτες τοποθετήσεις του ΔΝΤ, αλλά και από τις συζητήσεις που έγιναν σε επίπεδο EWG.
Θεωρείται ότι το "υπερπλεόνασμα" (ή όπως πλέον ονομάζεται από την κυβέρνηση ο δημοσιονομικός χώρος) θα κρίνει το θέμα των συντάξεων και του αιτήματος μη περικοπής του που έχει υποβάλλει η κυβέρνηση.
Τα παραπάνω στοιχεία βέβαια θα καθορίσουν το "πόρισμα" που συντάσσεται σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Και τούτο διότι παράλληλα διεξάγονται και πολυεπίπεδες πολιτικές διαβουλεύσεις που ίσως κρίνουν τελικά την "παρτίδα" και με άλλα κριτήρια.
Προς το παρόν, η υπέρβαση τοποθετείται στα 900 εκατ. ευρώ για το 2019, σύμφωνα με όσα ανέφερε χθες ο ΥΠΟΙΚ Ευκλείδης Τσακαλώτος από το Λονδίνο. Ωστόσο, η επίδοση αυτή αμφισβητείται όχι μόνο από το ΔΝΤ αλλά και από την Κομισιόν, που ζητά πρόσθετα δημοσιονομικά στοιχεία μεταθέτοντας πλέον, όπως όλα δείχνουν, τον "χρόνο" των αποφάσεων για τον Δεκέμβριο.
Οι θεσμοί θεωρούν ότι το σημείο-κλειδί για το μεγάλο "deal" αναφορικά με τις συντάξεις είναι η δυνατότητά της κυβέρνησης να αποδείξει ότι θα έχει τον "δημοσιονομικό χώρο" για τις παροχές που θεωρούν σημαντικές οι θεσμοί. Δηλαδή για κινήσεις όπως είναι η μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και γενικότερα στοχευμένα μέτρα που τονώνουν τον ιδιωτικό τομέα και την ανάπτυξη.
Υπενθυμίζεται ότι από την ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας εξήγγειλε κάποια από τα αντίμετρα του 2019 - 2020 (όπως η μείωση φορολογίας επιχειρήσεων, μείωση ΕΝΦΙΑ, κοινωνικές παροχές κλπ). Υπάρχουν όμως και αλλά που δεν ειπώθηκαν (όπως είναι η μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων, της εισφοράς αλληλεγγύης αλλά και η αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων).
Η θέση του ΔΝΤ και τα αντίμετρα
Το ΔΝΤ από την πλευρά του θεωρεί επίσης καθοριστική την εφαρμογή των αντίμετρων και γι’ αυτό επιμένει στην περικοπή των συντάξεων. Χθες, το ΔΝΤ σε ερώτημα για την Ελλάδα που τέθηκε στον εκπρόσωπό του, ανέφερε ότι τα προκαταρκτικά συμπεράσματα δείχνουν ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε γενικές γραμμές σε τροχιά εφαρμογής για να επιτύχει τους βραχυπρόθεσμους αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς στόχους (3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα) και ότι η επόμενη έκθεση θα ανακοινωθεί στις αρχές του 2019.
Για τις συντάξεις το ΔΝΤ ανέφερε ότι είναι ένα από τα μέτρα που συμφωνήθηκαν το 2017. Επανέλαβε την άποψή του ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων όχι μόνο θα βελτιώσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας, αλλά θα στείλει ένα σαφές μήνυμα στους επενδυτές ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να ακολουθεί τις μεταρρυθμίσεις.
Εξήγησε ότι "η άποψή μας για τις συντάξεις είναι η ανάγκη να στραφεί (η οικονομία) σε ένα μίγμα φιλικότερης προς την ανάπτυξη και πραγματικά πιο κοινωνικά περιεκτικής δημοσιονομικής πολιτικής κάτι στο οποίο θα συνδράμει μια μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος". Και τούτο γιατί έτσι "απελευθερώνεται δημοσιονομικός χώρος για μη συνταξιοδοτικές κοινωνικές δαπάνες, που παραμένουν όπως γνωρίζετε χαμηλά στην Ελλάδα και θα συμβάλουν στη μείωση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Υπενθυμίζεται ότι ως αντίμετρα το φορολογικό πακέτο συνδέεται (στην συμφωνία του 2017) με την μείωση του αφορολογήτου το 2020.
Θεωρείται ότι το "υπερπλεόνασμα" (ή όπως πλέον ονομάζεται από την κυβέρνηση ο δημοσιονομικός χώρος) θα κρίνει το θέμα των συντάξεων και του αιτήματος μη περικοπής του που έχει υποβάλλει η κυβέρνηση.
Τα παραπάνω στοιχεία βέβαια θα καθορίσουν το "πόρισμα" που συντάσσεται σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Και τούτο διότι παράλληλα διεξάγονται και πολυεπίπεδες πολιτικές διαβουλεύσεις που ίσως κρίνουν τελικά την "παρτίδα" και με άλλα κριτήρια.
Προς το παρόν, η υπέρβαση τοποθετείται στα 900 εκατ. ευρώ για το 2019, σύμφωνα με όσα ανέφερε χθες ο ΥΠΟΙΚ Ευκλείδης Τσακαλώτος από το Λονδίνο. Ωστόσο, η επίδοση αυτή αμφισβητείται όχι μόνο από το ΔΝΤ αλλά και από την Κομισιόν, που ζητά πρόσθετα δημοσιονομικά στοιχεία μεταθέτοντας πλέον, όπως όλα δείχνουν, τον "χρόνο" των αποφάσεων για τον Δεκέμβριο.
Οι θεσμοί θεωρούν ότι το σημείο-κλειδί για το μεγάλο "deal" αναφορικά με τις συντάξεις είναι η δυνατότητά της κυβέρνησης να αποδείξει ότι θα έχει τον "δημοσιονομικό χώρο" για τις παροχές που θεωρούν σημαντικές οι θεσμοί. Δηλαδή για κινήσεις όπως είναι η μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και γενικότερα στοχευμένα μέτρα που τονώνουν τον ιδιωτικό τομέα και την ανάπτυξη.
Υπενθυμίζεται ότι από την ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας εξήγγειλε κάποια από τα αντίμετρα του 2019 - 2020 (όπως η μείωση φορολογίας επιχειρήσεων, μείωση ΕΝΦΙΑ, κοινωνικές παροχές κλπ). Υπάρχουν όμως και αλλά που δεν ειπώθηκαν (όπως είναι η μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων, της εισφοράς αλληλεγγύης αλλά και η αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων).
Η θέση του ΔΝΤ και τα αντίμετρα
Το ΔΝΤ από την πλευρά του θεωρεί επίσης καθοριστική την εφαρμογή των αντίμετρων και γι’ αυτό επιμένει στην περικοπή των συντάξεων. Χθες, το ΔΝΤ σε ερώτημα για την Ελλάδα που τέθηκε στον εκπρόσωπό του, ανέφερε ότι τα προκαταρκτικά συμπεράσματα δείχνουν ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε γενικές γραμμές σε τροχιά εφαρμογής για να επιτύχει τους βραχυπρόθεσμους αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς στόχους (3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα) και ότι η επόμενη έκθεση θα ανακοινωθεί στις αρχές του 2019.
Για τις συντάξεις το ΔΝΤ ανέφερε ότι είναι ένα από τα μέτρα που συμφωνήθηκαν το 2017. Επανέλαβε την άποψή του ότι η εφαρμογή αυτών των μέτρων όχι μόνο θα βελτιώσει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας, αλλά θα στείλει ένα σαφές μήνυμα στους επενδυτές ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει να ακολουθεί τις μεταρρυθμίσεις.
Εξήγησε ότι "η άποψή μας για τις συντάξεις είναι η ανάγκη να στραφεί (η οικονομία) σε ένα μίγμα φιλικότερης προς την ανάπτυξη και πραγματικά πιο κοινωνικά περιεκτικής δημοσιονομικής πολιτικής κάτι στο οποίο θα συνδράμει μια μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος". Και τούτο γιατί έτσι "απελευθερώνεται δημοσιονομικός χώρος για μη συνταξιοδοτικές κοινωνικές δαπάνες, που παραμένουν όπως γνωρίζετε χαμηλά στην Ελλάδα και θα συμβάλουν στη μείωση της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Υπενθυμίζεται ότι ως αντίμετρα το φορολογικό πακέτο συνδέεται (στην συμφωνία του 2017) με την μείωση του αφορολογήτου το 2020.