Ισχυρές διασφαλίσεις για την ικανοποίησή τους ως πιστωτών μέσω του νέου πτωχευτικού δικαίου και σύντομη επίλυση του θέματος των εγγυήσεων που έχει δώσει το Δημόσιο σε δάνεια και έχουν καταπέσει, "καίνε" τις τράπεζες κατά τις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης – Θεσμών για την πέμπτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Χθες οι τραπεζίτες συναντήθηκαν με τους θεσμούς καθώς τα θέματα της κάλυψης των κρατικών εγγυήσεων και της διαπραγμάτευσης των διατάξεων του νέου πτωχευτικού, μπαίνουν σήμερα και αύριο στο τραπέζι σε επίπεδο επικεφαλής των δύο πλευρών.
Σε πρώτο πλάνο μπαίνει σήμερα το θέμα της κάλυψης εγγυήσεων που οφείλει το Δημόσιο στις τράπεζες από δάνεια που έχει εγγυηθεί και τα οποία κατέστησαν μη εξυπηρετούμενα, με αποτέλεσμα να έχουν καταπέσει οι εγγυήσεις. Το συνολικό ποσό που ζητούν οι τράπεζες για τις εγγυήσεις ανέρχεται σε 2,1 δισ. ευρώ και αφορά σε περισσότερα από 700.000 αιτήματα των τραπεζών για καταπτώσεις εγγυήσεων. Οι κρατικές εγγυήσεις είχαν δοθεί σε δάνεια προς πυρόπληκτους, σεισμόπληκτους ή γενικότερα για ανθρωπιστικούς και κοινωνικούς λόγους, καθώς και σε επαγγελματίες π.χ. γεωργούς με εγγύηση του ΕΤΕΑΝ. Τα δάνεια καταγγέλθηκαν από τις τράπεζες, καθώς δεν εξυπηρετούνταν από τους δανειολήπτες, συνέπεια της οικονομικής κρίσης, οι εγγυήσεις κατέπεσαν και δεν έχουν αποκατασταθεί από το Δημόσιο.
Από πλευράς Δημοσίου, η πρόταση που θα συζητηθεί με τους Θεσμούς είναι οι εγγυήσεις προς τις τράπεζες να καλυφθούν σταδιακά και σε ορίζοντα επταετίας. Τόσο οι τράπεζες, όσοι και οι Θεσμοί επιθυμούν το θέμα να κλείσει σε πολύ συντομότερο χρόνο, εντός τριετίας και σε κάθε περίπτωση μέσα στην επόμενη πενταετία. Σημειώνεται ότι για την ταχεία διευθέτηση του ζητήματος που αφορά καίρια τις τράπεζες, πιέζει ιδιαίτερα η ΕΚΤ, καθώς το "κενό" που δημιουργεί η μη καταβολή των κρατικών εγγυήσεων θα πρέπει να καλυφθεί από τις τράπεζες με πρόσθετες προβλέψεις. Πράγμα που σημαίνει ότι αποδυναμώνεται η κεφαλαιακή κατάσταση και η ικανότητα παραγωγής κερδοφορίας των τραπεζών, σε απαιτητικές συγκυρίες όπως αυτές που διαμορφώνουν τα επικείμενα πανευρωπαϊκά stress tests.
Αν και το ζήτημα για τις τράπεζες είναι κατανοητό, το Δημόσιο θα πρέπει να βρει τη χρυσή τομή ώστε η καταβολή των εγγυήσεων να μην γυρίσει μπούμερανγκ στον κρατικό προϋπολογισμό. Η μαζική και σε σύντομο χρόνο καταβολή των εγγυήσεων στις τράπεζες θα επιβάρυνε το έλλειμμα και θα έθετε σε κίνδυνο τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Επιπλέον, το Δημόσιο δεν αποδέχεται την ευθύνη για την κάλυψη του συνόλου των εγγυήσεων προς τις τράπεζες, υποστηρίζοντας ότι αυτές φέρουν την ευθύνη για την μη είσπραξη μεγάλου μέρους των επιχειρηματικών δανείων για τα οποία έχουν υποβάλει αίτημα κατάπτωσης των εγγυήσεων.
Τι ζητούν οι τράπεζες στο νέο πτωχευτικό
Το ραντεβού κυβέρνησης – Θεσμών για τα τραπεζικά έχει οριστεί για την Πέμπτη. Οι θέσεις των τραπεζών θα έχουν σημαντικό ρόλο και στις διαπραγματεύσεις για το νέο πτωχευτικό δίκαιο, αν και οι δύο πλευρές συμφωνούν στη γενική κατεύθυνση του νέου νόμου, ο οποίος θα κινείται στη γραμμή της κοινοτικής οδηγίας 1023/2019.
Δύο είναι τα βασικά ζητήματα που θα θέσουν οι τράπεζες κατά τη διαμόρφωση του νέου νόμου και αυτά αφορούν στην πλήρη κατοχύρωσή τους ως πιστωτών. Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με την προστασία από μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης που θα παρέχει στον οφειλέτη ο νόμος, μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης. Η κοινοτική οδηγία ορίζει το διάστημα προστασίας του οφειλέτη από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς έως τους 12 μήνες από την αίτηση πτώχευσης. Οι τράπεζες θεωρούν ότι το δωδεκάμηνο πρέπει να συμπτυχθεί στο ελάχιστο, προκειμένου να προχωρεί άμεσα η εκτέλεση των αναγκαστικών μέτρων και να επισπεύδονται οι ανακτήσεις οφειλών.
Το δεύτερο ζήτημα είναι συναφές και αφορά τους πλειστηριασμούς ακινήτων, τα οποία συνιστούν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι τράπεζες, κατέχοντας την υποθήκη του οφειλέτη, ζητούν να μπορούν να προχωρούν "αυθημερόν" σε πλειστηριασμό, με την αίτηση της πτώχευσης, αποκτώντας έτσι προνόμιο σε σχέση με τους υπόλοιπους πιστωτές.
Σημειώνεται ότι ο νέος πτωχευτικός νόμος θα πρέπει να ψηφιστεί μέχρι τις 30 Απριλίου 2020, οπότε εκπνέει και η παράταση του νόμου 4605/2019 για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Στην πράξη, ωστόσο, ο νέος νόμος θα μπορεί να "δουλέψει" από τον Σεπτέμβριο, καθώς θα απαιτηθεί ένα διάστημα προκειμένου να εκδοθούν οι σχετικές εγκύκλιοι για την εφαρμογή του και να ενοποιηθούν σε μία οι εννέα πλατφόρμες που υπάρχουν σήμερα για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους.
Προστασία α΄ κατοικίας: 40.475 δανειολήπτες έχουν ξεκινήσει την αίτηση
Αναφορικά με την πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους για τις 29 εβδομάδες λειτουργίας της πλατφόρμας (από 1/7/2019 μέχρι 17/1/2019) προκύπτουν τα εξής:
- Στην ηλεκτρονική πλατφόρμα έχουν εισέλθει στην 60.999 ενδιαφερόμενοι χρήστες.
- Έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία ετοιμασίας της αίτησης και συναίνεσαν στην άρση φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου 40.475 χρήστες.
- Έχουν υποβληθεί 1.688 αιτήσεις και έχουν διαβιβαστεί στις τράπεζες.
- Έχουν δοθεί 573 προτάσεις ρύθμισης από τις τράπεζες.
- Έχουν γίνει αποδεκτές από δανειολήπτες 213 προτάσεις ρύθμισης και εκκρεμεί η αποδοχή των υπολοίπων.
- Έχει ήδη εγκριθεί η κρατική επιδότηση σε 118 πολίτες.
Χθες οι τραπεζίτες συναντήθηκαν με τους θεσμούς καθώς τα θέματα της κάλυψης των κρατικών εγγυήσεων και της διαπραγμάτευσης των διατάξεων του νέου πτωχευτικού, μπαίνουν σήμερα και αύριο στο τραπέζι σε επίπεδο επικεφαλής των δύο πλευρών.
Σε πρώτο πλάνο μπαίνει σήμερα το θέμα της κάλυψης εγγυήσεων που οφείλει το Δημόσιο στις τράπεζες από δάνεια που έχει εγγυηθεί και τα οποία κατέστησαν μη εξυπηρετούμενα, με αποτέλεσμα να έχουν καταπέσει οι εγγυήσεις. Το συνολικό ποσό που ζητούν οι τράπεζες για τις εγγυήσεις ανέρχεται σε 2,1 δισ. ευρώ και αφορά σε περισσότερα από 700.000 αιτήματα των τραπεζών για καταπτώσεις εγγυήσεων. Οι κρατικές εγγυήσεις είχαν δοθεί σε δάνεια προς πυρόπληκτους, σεισμόπληκτους ή γενικότερα για ανθρωπιστικούς και κοινωνικούς λόγους, καθώς και σε επαγγελματίες π.χ. γεωργούς με εγγύηση του ΕΤΕΑΝ. Τα δάνεια καταγγέλθηκαν από τις τράπεζες, καθώς δεν εξυπηρετούνταν από τους δανειολήπτες, συνέπεια της οικονομικής κρίσης, οι εγγυήσεις κατέπεσαν και δεν έχουν αποκατασταθεί από το Δημόσιο.
Από πλευράς Δημοσίου, η πρόταση που θα συζητηθεί με τους Θεσμούς είναι οι εγγυήσεις προς τις τράπεζες να καλυφθούν σταδιακά και σε ορίζοντα επταετίας. Τόσο οι τράπεζες, όσοι και οι Θεσμοί επιθυμούν το θέμα να κλείσει σε πολύ συντομότερο χρόνο, εντός τριετίας και σε κάθε περίπτωση μέσα στην επόμενη πενταετία. Σημειώνεται ότι για την ταχεία διευθέτηση του ζητήματος που αφορά καίρια τις τράπεζες, πιέζει ιδιαίτερα η ΕΚΤ, καθώς το "κενό" που δημιουργεί η μη καταβολή των κρατικών εγγυήσεων θα πρέπει να καλυφθεί από τις τράπεζες με πρόσθετες προβλέψεις. Πράγμα που σημαίνει ότι αποδυναμώνεται η κεφαλαιακή κατάσταση και η ικανότητα παραγωγής κερδοφορίας των τραπεζών, σε απαιτητικές συγκυρίες όπως αυτές που διαμορφώνουν τα επικείμενα πανευρωπαϊκά stress tests.
Αν και το ζήτημα για τις τράπεζες είναι κατανοητό, το Δημόσιο θα πρέπει να βρει τη χρυσή τομή ώστε η καταβολή των εγγυήσεων να μην γυρίσει μπούμερανγκ στον κρατικό προϋπολογισμό. Η μαζική και σε σύντομο χρόνο καταβολή των εγγυήσεων στις τράπεζες θα επιβάρυνε το έλλειμμα και θα έθετε σε κίνδυνο τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Επιπλέον, το Δημόσιο δεν αποδέχεται την ευθύνη για την κάλυψη του συνόλου των εγγυήσεων προς τις τράπεζες, υποστηρίζοντας ότι αυτές φέρουν την ευθύνη για την μη είσπραξη μεγάλου μέρους των επιχειρηματικών δανείων για τα οποία έχουν υποβάλει αίτημα κατάπτωσης των εγγυήσεων.
Τι ζητούν οι τράπεζες στο νέο πτωχευτικό
Το ραντεβού κυβέρνησης – Θεσμών για τα τραπεζικά έχει οριστεί για την Πέμπτη. Οι θέσεις των τραπεζών θα έχουν σημαντικό ρόλο και στις διαπραγματεύσεις για το νέο πτωχευτικό δίκαιο, αν και οι δύο πλευρές συμφωνούν στη γενική κατεύθυνση του νέου νόμου, ο οποίος θα κινείται στη γραμμή της κοινοτικής οδηγίας 1023/2019.
Δύο είναι τα βασικά ζητήματα που θα θέσουν οι τράπεζες κατά τη διαμόρφωση του νέου νόμου και αυτά αφορούν στην πλήρη κατοχύρωσή τους ως πιστωτών. Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με την προστασία από μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης που θα παρέχει στον οφειλέτη ο νόμος, μετά την υποβολή της αίτησης πτώχευσης. Η κοινοτική οδηγία ορίζει το διάστημα προστασίας του οφειλέτη από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς έως τους 12 μήνες από την αίτηση πτώχευσης. Οι τράπεζες θεωρούν ότι το δωδεκάμηνο πρέπει να συμπτυχθεί στο ελάχιστο, προκειμένου να προχωρεί άμεσα η εκτέλεση των αναγκαστικών μέτρων και να επισπεύδονται οι ανακτήσεις οφειλών.
Το δεύτερο ζήτημα είναι συναφές και αφορά τους πλειστηριασμούς ακινήτων, τα οποία συνιστούν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι τράπεζες, κατέχοντας την υποθήκη του οφειλέτη, ζητούν να μπορούν να προχωρούν "αυθημερόν" σε πλειστηριασμό, με την αίτηση της πτώχευσης, αποκτώντας έτσι προνόμιο σε σχέση με τους υπόλοιπους πιστωτές.
Σημειώνεται ότι ο νέος πτωχευτικός νόμος θα πρέπει να ψηφιστεί μέχρι τις 30 Απριλίου 2020, οπότε εκπνέει και η παράταση του νόμου 4605/2019 για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Στην πράξη, ωστόσο, ο νέος νόμος θα μπορεί να "δουλέψει" από τον Σεπτέμβριο, καθώς θα απαιτηθεί ένα διάστημα προκειμένου να εκδοθούν οι σχετικές εγκύκλιοι για την εφαρμογή του και να ενοποιηθούν σε μία οι εννέα πλατφόρμες που υπάρχουν σήμερα για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους.
Προστασία α΄ κατοικίας: 40.475 δανειολήπτες έχουν ξεκινήσει την αίτηση
Αναφορικά με την πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας, με βάση τα στοιχεία που δημοσίευσε η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους για τις 29 εβδομάδες λειτουργίας της πλατφόρμας (από 1/7/2019 μέχρι 17/1/2019) προκύπτουν τα εξής:
- Στην ηλεκτρονική πλατφόρμα έχουν εισέλθει στην 60.999 ενδιαφερόμενοι χρήστες.
- Έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία ετοιμασίας της αίτησης και συναίνεσαν στην άρση φορολογικού και τραπεζικού απορρήτου 40.475 χρήστες.
- Έχουν υποβληθεί 1.688 αιτήσεις και έχουν διαβιβαστεί στις τράπεζες.
- Έχουν δοθεί 573 προτάσεις ρύθμισης από τις τράπεζες.
- Έχουν γίνει αποδεκτές από δανειολήπτες 213 προτάσεις ρύθμισης και εκκρεμεί η αποδοχή των υπολοίπων.
- Έχει ήδη εγκριθεί η κρατική επιδότηση σε 118 πολίτες.