ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2002-2004 εντοπίζονται οι πρώτες σοβαρές παραλείψεις των εποπτικών αρχών στους ελέγχους για τη φερεγγυότητα της Ασπίς Πρόνοια.
Για την ακρίβεια, ενώ οι ορκωτοί ελεγκτές κατέγραφαν στα προσαρτήματα των ισολογισμών μεγάλες υπερτιμολογήσεις στην αξία μετοχών, που επηρέαζαν την καθαρή θέση της εταιρείας, εντούτοις το υπουργείο Ανάπτυξης, που επόπτευε τότε την ασφαλιστική αγορά, φαίνεται ότι δεν λάμβανε υπόψη τα στοιχεία αυτά.
Τα νέα αυτά δεδομένα, που παρουσιάζει σήμερα η «Οικονομία» έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς αυτή την περίοδο ετοιμάζονται χιλιάδες αγωγές ασφαλισμένων της Ασπίδος κατά του ελληνικού Δημοσίου (ορισμένες έχουν ήδη κατατεθεί), από το οποίο θα διεκδικήσουν αποζημιώσεις για τα λεφτά που έχασαν από το «λουκέτο» της εταιρείας. Βασικό τους, λοιπόν, επιχείρημα στην προσφυγή τους στη Δικαιοσύνη θα είναι ο πλημμελής έλεγχος από την πλευρά των εποπτικών αρχών.
Συγκεκριμένα, στο δημοσιευμένο προσάρτημα του λογιστικού ελέγχου για το έτος 2002 οι ορκωτοί ελεγκτές σημειώνουν: «Στην παρούσα χρήση έγινε αποτίμηση των μετοχών τής υπό εισαγωγή στο Χ.Α.Α. εταιρείας Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Εταιρεία Ασφαλίσεων Ζημιών στο ποσό των 34.323.400,02 ευρώ, με βάση τις εκθέσεις αποτίμησης δύο ανεξάρτητων διεθνώς αναγνωρισμένων ελεγκτικών οίκων, το οποίο είναι ανώτερο της αξίας κτήσεώς τους κατά 27.503.637,19 ευρώ. Η διαφορά αυτή μεταφέρθηκε απευθείας στο λογαριασμό Παθητικού ΑΜΙ "Διαφορές από αναπροσαρμογή αξίας συμμετοχών και χρεογράφων". Η καθαρή λογιστική αξία των μετοχών αυτών με βάση τον ισολογισμό της 31.12.2001 είναι μικρότερη από την ανωτέρω εμφανιζόμενη αξία κατά 30.974.097,70 ευρώ και συνεπώς εάν η αποτίμησή τους γινόταν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43, παράγρ. 6 του Ν.2190/1920, θα έπρεπε να σχηματισθεί ισόποση πρόβλεψη η οποία θα επιβάρυνε τα αποτελέσματα και θα μείωνε τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας».
Τι σημαίνουν πρακτικά τα παραπάνω; Οπως υποστηρίζει ο δικηγόρος Μιχ. Μαρκουλάκος, ο οποίος χειρίζεται αρκετές υποθέσεις πελατών της Ασπίδος, σύμφωνα με το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, οι αποτιμήσεις των μετοχών που έχει μια εταιρεία υπολογίζονται με συγκεκριμένο τρόπο, και ειδικότερα αποτιμώνται, αν δεν είναι εισηγμένες, βάσει της εσωτερικής λογιστικής τους αξίας, όπως απεικονίζεται στον ισολογισμό («ίδια κεφάλαια») ή της αξίας κτήσεώς τους (όποια είναι χαμηλότερη).
Αν είναι εισηγμένες αποτιμώνται βάσει της τρέχουσας κατά τον Δεκέμβριο έκαστου έτους χρηματιστηριακής αξίας ή της αξίας κτήσεώς τους (επίσης όποια είναι χαμηλότερη).
Καμπανάκι για τη φερεγγυότητα
Δεν πρέπει, λοιπόν, να γίνεται υπερτιμολόγηση των μετοχών σε άλλη αξία πέραν των παραπάνω. Ο ορκωτός λογιστής της εταιρείας σημείωνε αντίστοιχα και για τα έτη 2002 και 2003, ότι αν υπολόγιζε την αξία των εταιρειών βάσει του αρ. 43 παρ. 6 του ν.2190/1920 θα προέκυπτε υποαξία που θα έκανε ζημία στα ίδια κεφάλαια της εταιρείας και ως εκ τούτου στη φερεγγυότητά της. Γεγονός που το υπουργείο δεν το λάμβανε υπόψη, αλλά το παρέβλεπε.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η περιουσία της εταιρείας απαρτιζόταν από υπερτιμολογημένα περιουσιακά στοιχεία - υπερτιμολογημένες μετοχές, που σε περίπτωση ρευστοποίησης δεν θα αρκούσαν τελικά για να καλύψουν τους ασφαλισμένους και τις υποχρεώσεις της εταιρείας.
«Η εποπτική αρχή γνώριζε ότι η Ασπίς Πρόνοια ΑΕΓΑ υπερτιμολογούσε τις αξίες των μετοχών που κατείχε, αντίθετα με τις σχετικές διατάξεις των νόμων, είτε εφαρμοζόταν μέχρι το 2004 το Ελληνικό Λογιστικό Σχέδιο, είτε μετά το 2004 τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, με αποτέλεσμα η Ασπίς Πρόνοια ΑΕΓΑ να έχει επενδύσει το μεγαλύτερο μέρος των ασφαλίστρων των ανθρώπων σε εταιρείες του Ομίλου Ασπίς, των οποίων τις μετοχές είχε υπερτιμολογήσει κατά πολλές φορές», αναφέρουν οι δικηγόροι Ι. και Μ. Μαρκουλάκος. «Η εταιρεία ήδη το 2002 είχε έλλειμμα πάνω από 220 εκατ. ευρώ, λόγο για τον οποίο έπρεπε η εποπτική αρχή να έχει λάβει μέτρα πολύ νωρίτερα για να προστατεύσει τους ασφαλισμένους και να επιβάλει στην εταιρεία να τηρεί τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας», προσθέτουν οι ίδιοι.