Το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου ήταν εξαιρετικά κρίσιμο καθώς αποτύπωσε τις δυνατότητες "επιστροφής" στην οικονομική δραστηριότητα μετά την απόσυρση του lockdown και της καραντίνας.
Για τον λόγο αυτό (και λόγω της καθυστέρησης των αποφάσεων για το Ταμείο Ανάκαμψης) η ΕΚΤ βρέθηκε πάλι να είναι ο βασικός συντελεστής χρηματοδότησης τόσο του ιδιωτικού όσο και –κυρίως– του δημόσιου τομέα με τις αγορές χρέους ακόμα και πέραν των ορίων που προβλέπει η "κλείδα" κάθε χώρας-μέλους της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ για το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου οι αγορές δημόσιου χρέους μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών κατ' εντολή της ΕΚΤ ξεπέρασαν τα προβλεπόμενα όρια μέσω του PEPP (έκτακτου προγράμματος αγορών χρέους που ενεργοποιήθηκε τον Μάρτιο), ξεπέρασαν το προβλεπόμενο για κάθε χώρα όριο ("κλείδα") σε έξι χώρες-μέλη, ενώ υπολείπονται στις υπόλοιπες δεκατρείς. Ανάμεσα στις χώρες που υπήρξε υπέρβαση –πολύ μικρή είναι αλήθεια– ήταν και η Ελλάδα. Η υπέρβαση αυτή για την Ελλάδα ήταν μόλις 0,7% όπως επίσης και για την Πορτογαλία (0,3%), τη Σλοβενία και την Κύπρο (0,1%). Αντίθετα για την Ιταλία κυρίως και κατά δεύτερο λόγο για την Ισπανία οι υπερβάσεις ήταν χαμηλότερες έναντι των αρχών εφαρμογής του PEPP, αλλά οπωσδήποτε σημαντικές και ευδιάκριτες για τις αγορές, πράγμα που κάνει τα ιταλικά ομόλογα να διατηρούν πάνω τους μία πίεση που τα... ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό νότο, ακόμα και από την Ελλάδα.
Το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου οι αγορές ιταλικών ομολόγων από την ΕΚΤ –μέσω της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας– υπερέβησαν το όριο της εθνικής "κλείδας" κατά 4,8%. Ποσοστό σημαντικό μεν αλλά αρκετά χαμηλότερο από το 40%, που είχε φτάσει κάποιες στιγμές τον Απρίλιο-Μάιο, ήτοι υπερδιπλάσιο της ιταλικής "κλείδας" (17%). Σε χαμηλότερα επίπεδα, αλλά οπωσδήποτε καθ’ υπέρβαση της εθνικής "κλείδας" και οι αγορές για την Ισπανία που ήταν η δεύτερη σε επίπεδο στήριξης από την ΕΚΤ.
Για την Ελλάδα ενώ αρχικά οι αγορές της ΤτΕ ήταν εξαιρετικά συγκρατημένες, στη συνέχεια και ειδικά όταν η απόσυρση της καραντίνας έδειξε ότι το τέλος του lockdown δεν ήταν επαρκής όρος για την επανεκκίνηση της οικονομίας, αυξήθηκαν πέραν της "κλείδας" σε ένα μικρό αλλά ευδιάκριτο ποσοστό 0,7% το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου. Και σύμφωνα με πληροφορίες του "Κ" συνεχίζονται στα ίδια επίπεδα και τον Αύγουστο…
Συγκράτηση αποδόσεων
Αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης και παρά τη μεγάλη αβεβαιότητα στις αγορές σε διεθνή κλίμακα, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρέθηκαν σε επίπεδα Ιταλίας και για μεγάλο διάστημα χαμηλότερα από αυτά, όπως και στο επίπεδο των spreads, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν investment grade διαβάθμιση. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στον ΟΔΔΗΧ να "κατεβάσει" ακόμα χαμηλότερα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τόσο στα έντοκα γραμμάτια όσο και στα ομόλογα υπερκαλύπτοντας ταυτόχρονα όλες τις εκδόσεις χρέους, που στο μεταξύ είχε προγραμματίσει και υλοποίησε. Για τα ελληνικά ομόλογα, βέβαια, υποστηρικτικά αυτής της τάσης και παρά την εξαιρετικά άσχημη διεθνή συγκυρία, έχει παίξει και συνεχίζει να παίζει ρόλο σημαντικό το γεγονός ότι οι ανάγκες δανεισμού είναι πολύ μικρές (τουλάχιστον προς το παρόν) και η "ζήτηση" παραμένει πολύ μεγαλύτερη από τη διαθέσιμη "προσφορά", στη δευτερογενή αγορά.
Άλλωστε ο προγραμματισμός και η εκτέλεση των εκδόσεων χρέους είναι απόλυτα προσαρμοσμένος στην κάλυψη των αναγκών διατήρησης του "μαξιλαριού" των 30-32 δισ. ευρώ μέχρι τα τέλη του έτους, όταν και θα ενεργοποιηθεί η συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό προβλέπεται ότι θα αρχίσει να δεσμεύει πόρους για τις χώρες που θα το ζητήσουν από τα μέσα του 2021. Μέχρι τότε η ΕΚΤ, καθώς και οι πόροι του πακέτου του Eurogroup του Μαΐου (540 δισ. ευρώ) από τον ESM, το SURE και την ΕΤΕπ, είναι οι μοναδικές πηγές χρηματοδότησης…
Για την Ιταλία τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα –και αυτό αποτυπώνεται στις αποδόσεις και τα spreads των ομολόγων της– καθώς οι τεράστιες ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους της (2,5 τρισ. ευρώ), όπως και οι τρέχουσες λόγω ύφεσης και κορονοϊού δημοσιονομικές τρύπες, υπερβαίνουν τα όρια αντοχής του Προϋπολογισμού και της οικονομίας της.
Αυτή η άσχημη κατάσταση έχει επιδεινωθεί από τη σοβαρή πολιτική αστάθεια της κυβέρνησης συνεργασίας και τις διαρκείς αντεγκλήσεις μεταξύ της κυβέρνησης και των Βρυξελλών. Παρ’ όλα αυτά η ΕΚΤ συνεχίζει να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τη στήριξή της προς την Ιταλία με αυξημένη στήριξη στο χρέος της. Την ίδια στιγμή, βέβαια, στη Ρώμη έχει ανοίξει ανοικτός "πολιτικός καβγάς" για το αν η κυβέρνηση θα απευθυνθεί για δανεισμό στον ESM στο πλαίσιο του πακέτου του Eurogroup ή θα περιμένουν το Ταμείο Ανάκαμψης προκειμένου να αποφύγουν δημοσιονομικές δεσμεύσεις που ορισμένοι υποστηρίζουν ότι θα συνοδεύουν τα δάνεια αυτά παρά το γεγονός ότι θα αφορούν τις "αντι-Covid" δαπάνες. Προς το παρόν έχει διατυπωθεί απαίτηση από το Ταμείο SURE περί τα 28 δισ. ευρώ, όπως άλλωστε και από την Ισπανία η οποία έχει ζητήσει από το SURE περί τα 20 δισ. ευρώ.
Οι πιέσεις και στην Ισπανία είναι τεράστιες καθώς η υποτροπή της πανδημίας μετά την καραντίνα και το άνοιγμα της αγοράς του τουρισμού αποδείχθηκε καταστροφικό, ιδιαίτερα στις τουριστικές περιοχές ορισμένες από τις οποίες υποχρεώθηκαν σε νέο lockdown. Για την Ελλάδα η στήριξη από την ΕΚΤ μέσω των αγορών της ΤτΕ θα συνεχισθεί μεν αλλά θα είναι με τις υπάρχουσες συνθήκες, λίγο πολύ, γύρω από τα επίπεδα του προηγούμενου διμήνου.