Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αρνήθηκε νομότυπα στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg την πρόσβαση σε δύο έγγραφα που αφορούν την ελληνική οικονομική κατάσταση, αποφάνθηκε σήμερα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε την προστασία του δημόσιου συμφέροντος της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ και της Ελλάδας.
Το θέμα ανέκυψε όταν η Γκάμπι Τέσινγκ, δημοσιογράφος του Bloomberg Finance LP, το οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του στο Λονδίνο υπό την επωνυμία Bloomberg News, ζήτησε στις 20 Αυγούστου 2010 από την ΕΚΤ την πρόσβαση σε δύο έγγραφα, τιτλοφορούμενα «Η επίπτωση των εκτός αγοράς συναλλαγών επί του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους. Η περίπτωση της Ελλάδας» και «Η συναλλαγή Titlos και το ενδεχόμενο υπάρξεως παρεμφερών συναλλαγών που επηρεάζουν τα επίπεδα του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του
δημόσιου χρέους στην ευρωζώνη».
Η ΕΚΤ αρνήθηκε την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, την προστασία του δημόσιου συμφέροντος όσον αφορά την οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας. Η Γκ. Τέσινγκg και το Bloomberg Finance LP αμφισβήτησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ την ανωτέρω απόφαση.
Με τη σημερινή του απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αυτή την προσφυγή για τους εξής λόγους:
Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα ότι υφίσταται επιτακτικό δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων τα οποία εξυπηρετούν στην πραγματικότητα, κατ' αυτούς, το δημόσιο συμφέρον. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα αυτό και εκτίμησε ότι, όταν η δημοσιοποίηση ενός εγγράφου θίγει το δημόσιο συμφέρον, η ΕΚΤ οφείλει να αρνηθεί την πρόσβαση, ενώ το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει τη στάθμισή του έναντι ενός «υπέρτερου
δημόσιου συμφέροντος».
Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε αν η εκ μέρους της ΕΚΤ άρνηση πρόσβασης στα έγγραφα πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ως προς την ύπαρξη τυχόν κινδύνου να θίγεται το δημόσιο συμφέρον, όσον αφορά την οικονομική πολιτική της Ένωσης και της Ελλάδας.
Το πρώτο έγγραφο περιελάμβανε υποθέσεις εργασίας και απόψεις των μελών του προσωπικού της ΕΚΤ, σχετικά με την επίπτωση των εκτός αγοράς συναλλαγών επί του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους, με ειδικότερη αναφορά στην περίπτωση της Ελλάδας, προκειμένου να εκτεθεί, με βάση τα μερικώς διαθέσιμα κατά τον χρόνο της σύνταξης τού εγγράφου δεδομένα, η κατάσταση κατά τον Μάρτιο του 2010. Τον Οκτώβριο του 2010, η ΕΚΤ αιτιολόγησε την άρνησή της να επιτρέψει την πρόσβαση στο έγγραφο, επικαλούμενη ότι οι περιλαμβανόμενες σε
αυτό πληροφορίες ήταν αναχρονιστικές. Σε ένα πολύ ευάλωτο περιβάλλον αγοράς, η σχετική δημοσιοποίηση θα έθιγε την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, υποστήριξε το Δικαστήριο.
Παράλληλα, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της αρνητικής απόφασης, το περιβάλλον ήταν πολύ ευάλωτο για τις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές και η σταθερότητα των εν λόγω αγορών ήταν εύθραυστη, ιδίως λόγω της χρηματοοικονομικής κατάστασης της Ελλάδας. Εξάλλου, η συγκεκριμένη κατάσταση και οι συναφείς πωλήσεις ελληνικών χρηματοπιστωτικών τίτλων οδηγούσαν σε ισχυρές υποτιμήσεις της αξίας των τίτλων αυτών, γεγονός το οποίο ήταν και γενεσιουργό απωλειών για τους Έλληνες και λοιπούς Ευρωπαίους κατόχους τίτλων. Σε μία τέτοια συγκυρία, αναφέρει το Δικαστήριο στη σημερινή απόφασή του, είναι πρόδηλο ότι οι δραστηριοποιούμενοι στην αγορά χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούν οι κεντρικές τράπεζες, και οι αναλύσεις και αποφάσεις των τελευταίων εκλαμβάνονται ως ιδιαίτερα σημαντική και αξιόπιστη πηγή, προκειμένου οι ίδιοι να προβούν σε αξιολόγηση των εξελίξεων της
χρηματοπιστωτικής αγοράς.