Το κρίσιμο συστατικό που έλειπε επίσης και από τα Plan A και Plan B απουσιάζει και από το Plan C και αυτό είναι η επαρκής μείωση του χρέους, σύμφωνα με σχετικό άρθρο στο Bloomberg.
Η συμφωνία μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης και του ΔΝΤ παρέχει την πολύ αναγκαία στήριξη προς την ελληνική κυβέρνηση που έχει αναλάβει τεράστια πολιτικά ρίσκα, για να εκπληρώσει τους όρους για την παροχή της βοήθειας. Επίσης, βάζει τέλος στις εδώ και εβδομάδες διαμάχη μεταξύ της Ευρώπης και του ΔΝΤ σχετικά με το πώς θα καλυφθεί το κενό χρηματοδότησης της Ελλάδας, μια καθυστέρηση που είχε απειλήσει να υπονομεύσει το πρόγραμμα διάσωσης, ακόμη και μεταξύ των Ελλήνων που πίστευαν ότι πρέπει να κάνουν τις αλλαγές και τις θυσίες που απαιτούνταν.
Η συμφωνία ωστόσο, δεν κάνει αρκετά ώστε να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο ζήτημα: το φορτίο του ελληνικού κρατικού χρέους που, αυτή τη στιγμή στο 170% του ΑΕΠ, παραμένει αφόρητο υπό οποιοδήποτε λογικό σενάριο.
Η συμφωνία προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα κάνει σημαντική πρόοδο, μειώνοντας το χρέος της σε λιγότερο από 110% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, παρά το ότι υποβάλλεται σε ακραία λιτότητα που απαιτείται για να διατηρηθεί το πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο 4% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, πρόκειται μόνο για την τελευταία, σε μια μακρά σειρά, προσωρινών λύσεων που στόχο έχουν να αποκρούσουν μια άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ, που θα μπορούσε να μεταδοθεί στις πολύ μεγαλύτερες οικονομίες της Ισπανίας και της Ιταλίας.
Η Γερμανία και οι άλλες πιστώτριες χώρες αρνήθηκαν να εξετάσουν την πιο απλή και αποτελεσματική λύση για τη διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους προς τους επίσημους πιστωτές, σε μια κίνηση που θα ισοδυναμούσε με μια δημοσιονομική μεταβίβαση.
Αντίθετα, συμφώνησαν να μειώσει το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους, να παρατείνουν την περίοδο αποπληρωμής του και να της δανείσουν λεφτά για την επαναγορά χρέους από τους ιδιώτες επενδυτές. Όλα αυτά μαζί τα μέτρα, υποτίθεται ότι θα οδηγήσουν σε μείωση του χρέους ίση με 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Το ΔΝΤ από την πλευρά του, χαλάρωσε το στόχο του για μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2020.
Οι ακροβασίες αυτές ίσως είναι αναγκαίες για να βοηθήσουν ώστε να «περάσει» η συμφωνία από τα κοινοβούλια που πρέπει να την επικυρώσουν. Αρκετές χώρες της ευρωζώνης για παράδειγμα, θα πληρώνουν τώρα περισσότερο για να δανείζονται λεφτά, από αυτά που λαμβάνουν ως τόκο από την Ελλάδα. Αυτό λίγο-πολύ είναι μια δημοσιονομική μεταβίβαση, όπως είναι και η δεκαετής παράταση σε κάποιες ωριμάνσεις του χρέους και το πάγωμα της αποπληρωμής των δανείων που υποσχέθηκαν νωρίτερα το ΔΝΤ και η ΕΕ. Επίσης, το περισσότερο από το φορτίο του χρέους θα πέσει σε χώρες που βρίσκονται ήδη σε οικονομικά προβλήματα. Για παράδειγμα, η Ιταλία και η Ισπανία θα πρέπει να πληρώσουν την Ελλάδα για το προνόμιο να της δανείζουν, καθώς το κόστος χρηματοδότησής τους είναι υψηλότερος από τα μειωμένα επιτόκια με τα οποία θα δανείζεται η Ελλάδα.
Η επαναγορά χρέους από τους ιδιώτες επενδυτές, φαίνεται και αυτή να είναι προβληματική. Η ιδέα είναι ότι οι χαμηλές τιμές των ελληνικών ομολόγων στην αγορά δημιουργούν μια ευκαιρία να αποσύρει φθηνά το χρέος της, δανειζόμενη νέα κεφάλαια για να αγοράσει παλιά ομόλογα. Εάν, για παράδειγμα, η Ελλάδα μπορεί να επαναγοράσει τα ομόλογά της στα 33 σεντς του ευρώ της αντικειμενικής αξίας, μπορεί να αποσύρει τρία ευρώ χρέους για κάθε ένα νέο ευρώ που δανείζεται. Το πρόβλημα είναι ότι οι τιμές αρχίζουν να αυξάνονται καθώς οι αγορές αναμένουν την επαναγορά, διαβρώνοντας τα οφέλη για την Ελλάδα. Τα 10ετή ομόλογα της χώρας αυτή τη στιγμή διαπραγματεύονται περίπου στα 36 σεντς του ευρώ, από τα 31 σεντς στις αρχές Οκτωβρίου.
Σε μια προσπάθεια να διασφαλιστούν τα οφέλη της επαναγοράς, η συμφωνία διάσωσης επισημαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πληρώσει περισσότερα από την τιμή στην οποία έκλεισαν τα ομόλογα στις 23 Νοεμβρίου. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση ίσως να μην είναι σε θέση να βρει επενδυτές πρόθυμους να πουλήσουν τα ομόλογά τους στις τιμές που τους προσφέρονται, μια έκβαση που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εκταμίευση του μεριδίου του ΔΝΤ στη δόση των 43,78 δισ. ευρώ, καθώς έχει δηλώσει ότι υπόκειται στην ολοκλήρωση της επαναγοράς χρέους.
Ίσως η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του Plan C και των προκατόχων του είναι ότι η ευθύνη για την αποτυχία έχει πλέον μετατοπιστεί. Πριν, η Ελλάδα επωμιζόταν τις κατηγορίες για την αποτυχία της να κάνει αυτά που πρέπει. Τώρα, από μόνο του το σχέδιο των πιστωτών είναι πιο πιθανό να βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfang Schaeuble φαίνεται να αναγνώρισε τα ψεγάδια του σε συνέντευξη Τύπου, δηλώνοντας ότι εάν η επαναγορά αποτύχει, τότε η τρόικα θα πρέπει να λάβει «άλλα μέτρα».
Όταν έρθει η ώρα για το Plan D, οι ηγέτες της Ευρώπης καλά θα κάνουν να προχωρήσουν με την απομείωση του ελληνικού χρέους που τόσο σκληρά προσπάθησαν να αποφύγουν. Εάν για παράδειγμα, μειώσουν το χρέος της κυβέρνησης κατά το ήμισυ, και εάν το κόστος δανεισμού από την αγορά μπορεί να μειωθεί στο περίπου 5%, η Ελλάδα θα μπορούσε να κρατήσει το χρέος της σταθερό παράγοντας πλεόνασμα της τάξης του 1,5%. Το κόστος θα είναι μεγαλύτερο, αλλά θα είναι επίσης μεγαλύτερες και οι πιθανότητες επιτυχίας.