Όπως γνωστοποίησε ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στην Βουλή για να λάβουν οι φορολογούμενοι την έκπτωση των 2.100 ευρώ που χορηγείται ολόκληρη για εισόδημα έως 21.000 και μειώνεται σταδιακά μέχρι να εξαλειφθεί στις 42.000 ευρώ θα πρέπει να κρατήσουν αποδείξεις δαπανών ίσες με το 25% του δηλωθέντος εισοδήματος τους.
Για το σκοπό αυτό θα κατατεθεί σχετική τροπολογία. Επίσης με άλλη προσθήκη θα ξεκαθαρίζεται πως από το επόμενο έτος θα εκπίπτει το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών από το εισόδημα των ελευθέρων επαγγελματιών.
Ειδικότερα ο υπουργός αναφέρθηκε στη νέα κλίμακα και όπως είπε για εισοδήματα έως 25.000 ευρώ, ο συντελεστής φόρου είναι 22%, για το επιπλέον εισόδημα έως 17.000 ευρώ είναι 32% και για το υπερβάλλον είναι 42%.
«Ωστόσο, ο φόρος που προκύπτει με βάση την κλίμακα αυτή μειώνεται ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος. Για παράδειγμα, το εισόδημα μέχρι και 21.000 ευρώ μειώνεται κατά 2.100 ευρώ, με την προσκόμιση αποδείξεων αξίας τουλάχιστον 25% του εισοδήματος του φορολογουμένου. Η έκπτωση αυτή φόρου μειώνεται κατά 100 ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ που αυξάνεται το εισόδημα και σταματά στις 42.000 ευρώ. Μετά δεν υπάρχει έκπτωση φόρου», πρόσθεσε.
Με το μοντέλο αυτό πρακτικά επεκτείνεται το αφορολόγητο των μισθωτών και συνταξιούχων από τις 5.000 στις 9.000 ευρώ.
Επίσης ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι η αναμενόμενη αύξηση των εσόδων κατά περίπου 17%, μέσα στην ερχόμενη τριετία, συνεπάγεται αυξημένο φορολογικό βάρος που θα φέρουν οι εταιρείες που θα πληρώσουν 39% περισσότερους φόρους, καθώς και οι επιτηδευματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες, των οποίων το φορολογικό βάρος θα αυξηθεί 28%, ενώ σε αντίθεση οι μισθωτοί και συνταξιούχοι θα επιβαρυνθούν μόνο κατά 8%.
«Η αύξηση των φόρων στις εταιρείες μπορεί να κατηγορηθεί ως αντιαναπτυξιακή πολιτική, αλλά είναι απόρροια της διακράτησης και μη διανομής των όποιων κερδών τους. Όταν η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει και τα κέρδη να διανέμονται, τότε θα ανακαλύψουν ότι η φορολογία έχει στην πραγματικότητα μειωθεί από 40% σε 32%», συμπλήρωσε.