Με τη φράση «δεν επιθυμώ να κρύψω τίποτα γιατί δεν έχω να κρύψω κάτι» ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γ. Παπαντωνίου σε πολυσέλιδο υπόμνημά του προς τον πρόεδρο της επιτροπής ελέγχου της Βουλής απαντάει με παράθεση γεγονότων και στοιχείων στις παρατηρήσεις των ορκωτών λογιστών για τις αποκλίσεις μεταξύ των δηλώσεων πόθεν έσχες και των τραπεζικών λογαριασμών.
Ο κ. Παπαντωνίου αποκρούει τις κατηγορίες για απόκρυψη από τη δήλωση «πόθεν έσχες» τραπεζικού λογαριασμού 2 εκατ. δολαρίων της συζύγου του στην ελβετική τράπεζα HSBC επισημαίνοντας ότι η μη αναγραφή του ποσού στη δήλωση οφείλεται στο γεγονός ότι αγνοούσε την ύπαρξη των χρημάτων που ήταν οικογενειακή υπόθεση της κ. Σταυρούλας Κουράκου αφού προορίζονταν για την αποκατάσταση των παιδιών. Μάλιστα, με εξουσιοδότηση της κ. Κουράκου ζητά άρση του τραπεζικού απορρήτου παρέχοντας τη δυνατότητα στα μέλη της επιτροπής να ελέγξουν την κίνηση του συγκεκριμένου λογαριασμού.
Επίσης παραθέτει στοιχεία που δικαιολογούν τα ποσά που υπάρχουν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς, καθώς και τη διαφορά τους με τις φορολογικές δηλώσεις μεταξύ των οποίων η πώληση ακινήτων και η συνδιαχείριση τραπεζικού λογαριασμού της μητέρας του.
Τέλος, ο πρώην υπουργός εξιστορεί με λεπτομέρειες την προσωπική και πολιτική του διαδρομή σε συνδυασμό με τις μεταβολές της εισοδηματικής και περιουσιακής κατάστασης του ίδιου και της συζύγου του.
Ο λογαριασμός της συζύγου του στην HSBC
Για το πολύκροτο θέμα της εμπλοκής του ονόματος της συζύγου του στη «Λίστα Λαγκάρντ», ο κ. Παπαντωνίου αναγνωρίζει την ύπαρξη του λογαριασμού στην τράπεζα HSBC αναφέροντας ότι τα χρήματα δεν ήταν δικά του αλλά προέρχονταν κυρίως από τον πρώην σύζυγο της κ. Κουράκου για αποκατάσταση των δύο παιδιών. Υπογραμμίζει ακόμη ότι τα χρήματα που κατατέθηκαν στην τράπεζα το 2000, περίοδο που δεν ήταν υπουργός Εθνικής Αμυνας, επαναπατρίσθηκαν στην Ελλάδα το 2010 με την καταβολή του αναλογούντος φόρου.
Στο υπόμνημα ο κ. Παπαντωνίου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η μη αναφορά των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων της συζύγου μου στις Δηλώσεις Περιουσιακής Κατάστασης οφείλεται στο γεγονός ότι δεν γνώριζα την ύπαρξη του συγκεκριμένου λογαριασμού ο οποίος θεωρήθηκε "οικογενειακή υπόθεση" της κ. Σταυρούλας Κουράκου, του τέως συζύγου της και των δύο παιδιών τους. Η ίδια δεν μου είχε αναφέρει κάτι σχετικό για λόγους καθαρά προσωπικούς και οικογενειακούς όπως μου εξήγησε μετά τη δημοσιοποίηση της "Λίστας Λαγκάρντ"... Σε κάθε περίπτωση εάν γνώριζα την ύπαρξη των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων της συζύγου μου θα τα δήλωνα στις υποβληθείσες Δηλώσεις Περιουσιακής Κατάστασης δεδομένου ότι προέρχονται από προφανείς και διαφανείς πηγές».
Στη συνέχεια ο πρώην υπουργός εξιστορεί το χρονικό της γνωριμίας του με την κ. Κουράκου «από τα μέσα της δεκαετίας του '90 όταν και βρισκόταν σε διάσταση με τον τέως σύζυγό της» που κατέληξε σε γάμο το 1997 από τον οποίον απέκτησαν ένα υιό.
Οπως αναφέρει ο κ. Παπαντωνίου, ο προηγούμενος γάμος της κ. Κουράκου λύθηκε το 1996 έπειτα από αίτηση συναινετικού διαζυγίου και ο τέως σύζυγός της «συνεχώς έδινε χρήματα στην κ. Κουράκου για τα έξοδα των παιδιών του και όχι μόνο». Περιγράφοντας το επαγγελματικό και οικονομικό προφίλ του πατέρα των δύο παιδιών, ο πρώην υπουργός σημειώνει ότι είχε σημαντική οικονομική επιφάνεια και ήταν έμπορος αυτοκινήτων και ανταλλακτικών αυτοκινήτων γνωστής γερμανικής εταιρείας.
Τον Απρίλιο του 2000 ανοίχτηκε τραπεζικός λογαριασμός με μοναδική δικαιούχο αυτού την κ. Σταυρούλα Κουράκου. «Υπό αυτόν τον κωδικό πελάτη υπήρξαν επιμέρους λογαριασμοί ( ο αρχικός λογαριασμός με Νο 10966540) που δημιουργήθηκαν από την τράπεζα ως είθισται για λόγους αποτελεσματικής διαχείρισης των χρημάτων (επιμέρους τοποθετήσεις τμημάτων του ποσού).
Ο λόγος που δεν είχαν ορισθεί ως συνδικαιούχοι τα δύο παιδιά ήταν η ανηλικότητά τους. Μόλις και τα δύο παιδιά ενηλικιώθηκαν το έτος 2008 συμπεριελήφθησαν κανονικά ως δικαιούχοι στον διάδοχο λογαριασμό του καταπιστεύματος που δημιουργήθηκε».
Σχετικά με το ποσό και την προέλευση των χρημάτων στο υπόμνημα αναφέρεται ότι «το συνολικό ποσό που εμβάστηκε στον αρχικό λογαριασμό είναι 1.311.000 ευρώ και συγκεκριμένα στις 2.5.2000 το ποσό των 585.000 ευρώ, στις 4.8.2000 το ποσό των 226.000 ευρώ και στις 11.8.2000 το ποσό των 500.000 ευρώ. Από τη στιγμή εκείνη μέχρι τον επαναπατρισμό των χρημάτων το έτος 2010 δεν κατατέθηκε κανένα άλλο ποσό». Εκτενή αναφορά γίνεται στους χρηματοδότες του συγκεκριμένου λογαριασμού.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαντωνίου, το συγκεκριμένο ποσό είχε συγκεντρωθεί από χρήματα του τέως συζύγου της κ. Κουράκου και από προσωπικά της χρήματα «που είχαν συγκεντρωθεί από πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος καθώς και χρήματα που ήταν κατατεθειμένα σε κοινούς και ήδη δηλωθέντες λογαριασμούς μας από τους οποίους έγιναν σχετικές αναλήψεις».
Ο τέως σύζυγος της κ. Κουράκου «διέθετε ως έμπορος αυτοκινήτων σημαντική οικονομική επιφάνεια και συνέβαλε σημαντικά στη συγκέντρωση του ποσού. Η κ. Σταυρούλα Κουράκου διέθεσε επίσης το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων και των οικονομιών της μετά την έναρξη της συμβίωσής μας για το συγκεκριμένο διαπίστευμα καθώς και εισοδήματα που της είχε δωρίσει η μητέρα μου μετά τον γάμο μας όπως και χρήματα από κοινούς μας και ήδη δηλωθέντες λογαριασμούς.
Η συμβολή της συζύγου μου αντανακλούσε το εύλογο ενδιαφέρον της ως μητέρας για τα δύο της παιδιά από τον προηγούμενο γάμο». Για τις μετέπειτα κινήσεις του συγκεκριμένου λογαριασμού, στο υπόμνημα αναφέρεται ότι «στα τέλη του έτους 2010 και ενώ πολλοί Ελληνες έβγαζαν τα χρήματά τους στο εξωτερικό το συνολικό σχεδόν ποσό που είχε εξαχθεί και επενδυθεί είτε μέσω του Private Banking Τράπεζας μέχρι το τέλος του 2008 είτε μέσω του Καταπιστεύματος (για το διάστημα 2008-2010) επαναπατρίσθηκε πλην ενός ποσού 40.000 δολαρίων ΗΠΑ μετά από νόμιμες και απαιτούμενες διαδικασίες (όπως η καταβολή του σχετικού φόρου) και κατατέθηκε τελικά σε λογαριασμό της Τράπεζας EFG EUROBANK στο όνομα των δύο παιδιών.
Αυτό και μόνο αποδεικνύει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι η κατάθεση στην Τράπεζα HSBC τον Απρίλιο του 2000 δεν αφορούσε στην πραγματικότητα δικά μου περιουσιακά στοιχεία αλλά συγκεκριμένα ποσά που είχαν αρχικά τοποθετηθεί για συγκεκριμένο λόγο στην εν λόγω Τράπεζα και στη συνέχεια επαναπατρίσθηκαν για λογαριασμό των δύο παιδιών μόλις αυτά ενηλικιώθηκαν...
Καθίσταται απόλυτα εμφανής ο λόγος για τον οποίον δεν γνώριζα την ύπαρξή τους και... επιβεβαιώνει ότι το συγκεκριμένο ποσό δεν ανήκε σε μένα».Ο κ. Παπαντωνίου διευκρινίζει ότι στη «Λίστα Λαγκάρντ» αναφέρεται το ποσό των 2.000.000 δολαρίων Αμερικής και όχι ευρώ, ενώ αναφορικά με το θέμα «ύποπτων καταθέσεων» επισημαίνει ότι στον λογαριασμό έγιναν τρεις καταθέσεις συγκεκριμένων ποσών «που δικαιολογούνται απόλυτα και μάλιστα ενάμιση περίπου χρόνο πριν αναλάβω το υπουργείο Εθνικής Αμυνας».
Στη συνέχεια, ο πρώην υπουργός απαντά στις παρατηρήσεις των ελεγκτών λογιστών για τις δηλώσεις του «πόθεν έσχες» από το 1983 μέχρι το 2006. Αναλυτικότερα ανά χρονική περίοδο ο κ. Παπαντωνίου αναφέρει:
1983-1995: Τα οικονομικά έτη 1983 έως 1995 «ήμουν νυμφευμένος με την πρώην σύζυγό μου Μαρία-Αμαλία Καρτάλη με την οποίαν ήμουν σε διάσταση από το 1992 και η οποία το 1997 απεβίωσε. Δεν διατηρώ κανένα σχετικό αρχείο και αδυνατώ να ανατρέξω σε συγκεκριμένα στοιχεία προκειμένου να απαντήσω σχετικά. Εξ όσων γνωρίζω και οι τράπεζες δεν απαντούν καθότι δεν διαθέτουν παραστατικά πολύ παλαιών ετών όπως τα αναφερόμενα ούτε στις Δ.Ο.Υ υπάρχουν αρχεία γι' αυτή την περίοδο».
1996-2006: Ο κ. Παπαντωνίου αφού σημειώνει ότι τα ζητήματα αναφορικά με τις παρατηρήσεις των Ορκωτών Ελεγκτών στις δηλώσεις «πόθεν έσχες» της συγκεκριμένου περιόδου έχουν απαντηθεί διεξοδικά και ικανοποιητικά στη διάρκεια δύο συναντήσεων μαζί τους στα γραφεία της Επιτροπής δίνει διευκρινίσεις για τις καταγραφόμενες διαφορές μεταξύ των δηλώσεων και της εισοδηματικής και περιουσιακής του κατάστασης.
Οπως επισημαίνει, «σε κανέναν οικογενειακό προϋπολογισμό οι κινήσεις των καταθέσεων δεν ταυτίζονται με τις ροές των εισοδημάτων που καταγράφονται στις φορολογικές δηλώσεις», καθώς «είναι προφανές και γνωστό σε όλους ότι οι κινήσεις αυτές επηρεάζονται και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό από ενδοοικογενειακές ροές από προϊόντα ρευστοποίησης κινητών ή ακίνητων περιουσιακών καθώς και από προϊόντα δανεισμού».
Και ως παράδειγμα αναφέρει ότι την περίοδο 1993-2008 διαχειριζόταν «λόγω προϊούσας αναπηρίας της μητέρας μου» ως συνδικαιούχος του τραπεζικού της λογαριασμού τα εισοδήματά της ύψους 600.000 ευρώ.
Περαιτέρω ο κ. Παπαντωνίου σημειώνει ότι οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων που κατά κανόνα αναγράφονται στα συμβόλαια πώλησης ακινήτων δεν ταυτίζονται με τις αγοραίες τιμές και «οι προκύπτουσες διαφορές κατατίθενται συνήθως σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Αυτό συνέβαινε και εξακολουθεί να συμβαίνει σε όλους τους Ελληνες και είναι αναμφίβολα γνωστό στα μέλη της Επιτροπής».
Η πώληση των δύο ακινήτων σε Κηφισιά και Ανάβυσσο
Στο τέλος του υπομνήματος, ο πρώην υπουργός παραθέτει συνοπτικά τις εξαντλητικές απαντήσεις που είχαν ήδη δοθεί στους Ορκωτούς Ελεγκτές αναφορικά με τα ποσά των τραπεζικών καταθέσεων.
Ειδικότερα όπως αναφέρει:
Η διαφορά της κ. Κουράκου Σταυρούλας στα έτη 1998-1999 προέρχονται από εισοδήματα του συζύγου της και κατατίθεντο για την αποκατάσταση κυρίως των δύο ανήλικων τέκνων τους
Η διαφορά στον λογαριασμό με δικαιούχο τον κ. Ιωάννη Παπαντωνίου για τα έτη 1997-2003 προέρχεται από την πώληση δύο ακινήτων, ένα στη Αθανασίου Διάκου στην Κηφισιά και ένα στην Ανάβυσσο της κ. Κουράκου όπου η διαφορά μεταξύ της αγοραίας και αντικειμενικής τιμής ανέρχεται στις 300.000 ευρώ για το πρώτο ακίνητο και στις 60.000 ευρώ για το δεύτερο.
Τα συμβόλαια έχουν κατατεθεί με την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων οι οποίες έχουν επισυναφθεί στις σχετικές Δηλώσεις Περιουσιακής Κατάστασης. Επίσης τα ποσά στους τραπεζικούς λογαριασμούς για την ίδια περίοδο προέρχονται από διάφορες καταθέσεις που είναι χρήματα της μητέρας μου ύψους περίπου 360.000 ευρώ από τον κοινό λογαριασμό που διατηρούσαμε στην Εθνική Τράπεζα.
Η διαφορά μεταξύ των καταθέσεων που δηλώθηκαν και εκείνων που προκύπτουν από τα αντίγραφα των προσκομισθέντων τραπεζικών λογαριασμών οφείλεται στη διαφορετική ημερομηνία κατάθεσης διότι ο χρόνος δήλωσης των καταθέσεων στο «πόθεν έσχες» είναι ο Ιούνιος του επόμενου έτους.
Η διαφορά στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης στο «πόθεν έσχες» καλύπτεται από το δάνειο των 30.000 ευρώ από την EUROBANK και τα χρήματα που υπήρχαν από την πώληση του ακινήτου της Αθανασίας Διάκου.
Τμήμα των καταθέσεων στα αναφερόμενα έτη προέρχονται από τη σύναψη σχετικών δανείων που περιλαμβάνονται στις επισυναπτόμενες με τις Δηλώσεις Περιουσιακής Κατάστασης φορολογικές δηλώσεις μαζί με τα σχετικά παραστατικά.