«Για ποιον ήταν επωφελής η επαναγορά του ελληνικού χρέους» είναι το ερώτημα που θέτει σε άρθρο του στην Frankfurter Allgemeιne Zeitung, ο Φρανκ Βέστερμαν, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Όσναμπρυκ.
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, ο Γερμανός καθηγητής πιστεύει ότι μόνο οι δανειστές είχαν κέρδος, όχι όμως το ελληνικό κράτος και οι φορολογούμενοι, στηρίζοντας την άποψή του σε μια σειρά από φημισμένα άρθρα του Κένεθ Ρόγκοφ, καθηγητή Οικονομίας στο Χάρβαρντ. «Να λοιπόν τι συμβαίνει όταν μια χώρα, η ίδια ή μέσω τρίτου, αποφασίζει να αγοράσει από την αγορά, χρέος της σε ποσοστό 30 ή 40%, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας» γράφει ο Βέστερμαν.
«Σε ότι αφορά την ονομαστική του αξία, το χρέος μειώνεται, όμως οι Έλληνες συνεχίζουν να χρωστούν για τα επόμενα χρόνια όλους τους φόρους κι ό,τι άλλο μπορέσουν να εξοικονομήσουν. Στην πραγματικότητα δηλαδή δεν αλλάζει τίποτα, αφού τους αφαιρείται τμήμα του χρέους σε τομείς που ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν.
Από την πλευρά των δανειστών όμως αρκεί το υψηλό ποσό που πήραν από την επαναγορά για να εξοφλήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι από την ονομαστική αξία των ομολόγων. Με αυτόν τον τρόπο προκύπτει άμεσο κέρδος για τους δανειστές» γράφει ο γερμανός καθηγητής.
Δίνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα, ο καθηγητής εξηγεί γιατί αυξάνεται η αγοραστική αξία του χρέους και γιατί από τη διάφορά ανάμεσα στην ονομαστική και την αγοραστική αξία επωφελείται ο δανειστής, σε καμιά περίπτωση όμως το ελληνικό κράτος και οι φορολογούμενοι.
Επιστολή προς τον πρόεδρο του Γερμανικού Κοινοβουλίου απέστειλε ο χριστιανοδημοκράτης βουλευτής Μάνφρεντ Κολμπε με αίτημα να εξετάσει γιατί δόθηκε περισσότερη χρηματική βοήθεια στην Ελλάδα από όση είχε αρχικά εγκρίνει το σώμα.
Όπως γράφει η Frankfurter Allgemeine Zeitung ο Γερμανός βουλευτής αναφέρεται στην απόφαση της 30ης Νοεμβρίου του κοινοβουλίου, με την οποία δόθηκε το πράσινο φως για την εκταμίευση της επόμενης δόσης.
Στην επιστολή του υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση παραβίασε τα δικαίωμα συμμετοχής του κοινοβουλίου στη λήψη αποφάσεων, διότι ενώ αρχικά επρόκειτο για έγκριση ποσού 43,7 δισ. ευρώ, δόθηκαν 49, 1 δισ. ευρώ.