Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013
Στο σημείο μηδέν η Ελλάδα
Η συνεχιζόμενη πολιτική λιτότητας άφησε τη βαριά της κληρονομιά και στο 2013. Στον βωμό του πρωτογενούς πλεονάσματος θυσιάστηκε άλλο ένα 4% του παραγόμενου πλούτου της χώρας, 120.000 εργαζόμενοι, δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, ενώ τα αδιέξοδα της ασκούμενης πολιτικής πλησίασαν σε απόσταση πρεσβυωπίας.
Το δημόσιο χρέος παραμένει στα δυσθεώρητα ύψη του 170% υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα, από μόνη της, χωρίς τη βοήθεια του ξένου παράγοντα, δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Η πιστοποίηση του όποιου πρωτογενούς πλεονάσματος από τη Eurostat τον Απρίλιο, θα ανοίξει τον δρόμο για μια τρίτη αναδιάρθρωση του χρέους, θα πρέπει όμως πρώτα να έχει κλείσει η δημοσιονομική τρύπα του 1,2 δισ. για το 2014, όπως επίσης και το χρηματοδοτικό κενό των 12,5 δισ. της διετίας 2014-2015.
Στόχος θα πρέπει να είναι η επαναφορά των ετήσιων υποχρεώσεων για την εξυπηρέτηση του χρέους σε βιώσιμα επίπεδα, το δε απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα να μην υπερβαίνει το 2%-2,5% από 4,5% που απαιτείται με την ισχύουσα σύμβαση. Μια τέτοια πρόταση, τεχνικά εφικτή, βρίσκει σύμφωνο και το ΔΝΤ, σκοντάφτει όμως στις αντιρρήσεις της Γερμανίας, που δεν δείχνει διατεθειμένη να προσφέρει στην Ελλάδα μια οριστική λύση, ώστε να κάνει μια καινούργια αρχή. Η χώρα πάντως, ούτως ή άλλως, πλησιάζει το σημείο μηδέν, αφού χωρίς μια νέα ρύθμιση, το πρόγραμμα φτάνει στα μέσα του 2014 στα όριά του.
Η έξοδος στις αγορές, εξάλλου, αποτελεί ένα στοίχημα, το οποίο τουλάχιστον για το 2014 φαντάζει ουτοπικό. Δύο είναι οι προϋποθέσεις για να ανακτήσει η χώρα την αξιοπιστία που έχει απολέσει και να περιβληθεί με την αναγκαία εμπιστοσύνη από τις αγορές. Πρώτον, μια γενναία ρύθμιση του επίσημου χρέους, όπως αναφέρθηκε, καθώς και η επάνοδος της χώρας στην ανάπτυξη. Αυτό σημαίνει, ότι η όποια συμφωνία πακέτο προκύψει με τους δανειστές μας θα πρέπει να στοχεύει στη χαλάρωση της λιτότητας και στην απελευθέρωση πόρων για την ανάπτυξη. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις μια δοκιμαστική έξοδος για ένα μικρό ποσό και με ασύμφορο επιτόκιο θα είναι μεν δυνατή, αφού πρώτα προετοιμασθεί η ανύπαρκτη δευτερογενής αγορά ελληνικών ομολόγων και συμπτυχθούν οι 20 εκδόσεις που βρίσκονται στα χέρια των ιδιωτών μετά το PSI τουλάχιστον σε πέντε, ώστε να αποκτήσει κάποιο βάθος, δεν λύνει όμως το πρόβλημα.
Οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, σε κάθε περίπτωση, ως πρωταρχικός στόχος της οικονομικής πολιτικής, αποτελούν τη βάση για την έξοδο από την κρίση. Υπό τις παρούσες συνθήκες τα μόνα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας για να το πετύχουμε είναι δύο: Οι επενδύσεις και οι εξαγωγές.
Είναι προφανές, ότι ξένες άμεσες επενδύσεις η χώρα μας με τα προβλήματα που έχει, είναι δύσκολο να προσελκύσει, ενώ για τις εγχώριες λείπουν οι θετικές προσδοκίες που είναι η κινητήριος δύναμη για επιχειρηματική δράση. Έτσι, μεγάλη σημασία έχει η επαναφορά στην παραγωγική διαδικασία της αργούσας δυναμικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες λόγω της πτώσης της ζήτησης, έχουν μειώσει δραστικά την παραγωγή τους. Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαίος ο τερματισμός της πολιτικής λιτότητας, η οποία μειώνει συνεχώς την αγοραστική δύναμη των πολιτών, αφού χωρίς ζήτηση ακόμη και ανταγωνιστικά προϊόντα να παράγει μια επιχείρηση θα της μείνουν στα ράφια, όπως επίσης να υπάρξει επαρκής χρηματοδότηση με ανεκτά επιτόκια.
Η έξοδος κεφαλαίων από τη χώρα και η ακολουθούμενη πολιτική απομόχλευσης των ελληνικών τραπεζών, έχουν δημιουργήσει ένα καθεστώς πιστωτικής ασφυξίας. Η οικονομία χρειάζεται ρευστότητα. Στα 9-12 δισ. ανεβάζει το αναγκαίο ποσό για την ανάκαμψη η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεση νομισματικής πολιτικής.
Οι τράπεζες, δυστυχώς, φορτωμένες με έναν αφόρητο όγκο επισφαλών δανείων, δεν είναι σε θέση να στηρίξουν τις επιχειρήσεις ούτε με κεφάλαια κίνησης, πολύ δε περισσότερο με μακροχρόνιο δανεισμό για επενδύσεις. Είναι αποκαλυπτική η ομολογία του διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, από την οποία θα είχε κανείς και μεγαλύτερες απαιτήσεις να συμβάλει στην εθνική προσπάθεια, ότι χρήματα θα βρεθούν στην ουσία μόνο από ευρωπαϊκές πηγές. Η εμπειρία των τελευταίων ετών όμως δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιοδοξία, αφού ούτε τα 10,5 δισ. του τρέχοντος ΕΣΠΑ, ούτε το 1,1 δισ. των διαρθρωτικών ταμείων που λήγει στις 31 Δεκεμβρίου του 2013, για τα οποία πήραμε πρόσφατα παράταση, αλλά ούτε και το 1,3 δισ. από τα 1,5 που έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, καταφέραμε να απορροφήσουμε. Η σύσταση εξάλλου του Ταμείου Ανάπτυξης αργεί, ενώ τα κεφάλαια που θα διαθέτει είναι ανεπαρκή.
Οι επιχειρήσεις συνεπώς αναγκάζονται να βρουν μόνες τους τρόπους χρηματοδότησης, είτε με την έξοδο της έδρας τους από τη χώρα, είτε με την έκδοση εταιρικών ομολόγων ή ακόμη και με τα όποια κεφάλαια διαθέτουν ακόμη οι μέτοχοί τους. Η κατάσταση αυτή όμως δεν είναι δυνατόν να συνεχισθεί για πολύ. Χωρίς τραπεζικό δανεισμό το μέλλον αλλά και το παρόν των ελληνικών επιχειρήσεων είναι αβέβαιο.
Οι εξαγωγές μας, ενώ έδειξαν μια δυναμική στα πρώτα χρόνια της κρίσης, λόγω έλλειψης εσωτερικής ζήτησης, εξασθένισαν πολύ γρήγορα. Οι άμεσες προοπτικές για μια μεγαλύτερη συμμετοχή στον σχηματισμό του ΑΕΠ είναι μικρές, καθώς εξαρτώνται από τη γενικότερη αναδιάρθρωση της οικονομίας με εξωστρεφή προσανατολισμό, που απαιτεί χρόνο. Η αναιμική εξάλλου ανάπτυξη στις χώρες της Ε.Ε. και το ισχυρό ευρώ περιορίζουν μια μαζικότερη εισβολή των ελληνικών προϊόντων στις ξένες αγορές.
Για να κερδίσουν έδαφος στον διεθνή καταμερισμό οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να στραφούν στην παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Το βάρος θα πρέπει να πέσει στη μεταποίηση, εκεί που τα πλεονεκτήματα της χρήσης των νέων τεχνολογιών αποδίδουν περισσότερο. Το ανθρώπινο δυναμικό ευτυχώς υπάρχει. Εκείνο που λείπει είναι ένας μακρόχρονος σχεδιασμός που να βασίζεται στα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα μας στις νέες τεχνολογίες, στην ενέργεια, στον τουρισμό στη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων κ.ά. Έχουμε ανάγκη από τη δημιουργία μικρών εθνικών πρωταθλητών. Μικρών εξειδικευμένων επιχειρήσεων που να παράγουν και να προσφέρουν προϊόντα υψηλής ποιότητας, που γίνονται αποδεκτά στο εξωτερικό. Τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ενάρετη πορεία προς την ανάπτυξη με προοπτικές για βελτίωση της απασχόλησης και της ευημερίας του λαού μας.