Τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, αλλά και την επίσπευση των μεταρρυθμίσεων, όπου παρατηρείται «ατολμία», ζητά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιώργος Προβόπουλος.
Μάλιστα στην ετήσια έκθεσή του υπογραμμίζει πως η αδυναμία αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να επιβάλλονται κατά καιρούς πρόσθετοι φόροι στους ήδη συνεπείς φορολογουμένους. Εξάλλου κάνει λόγο για «τεχνητή υπερφορολόγηση» της ακίνητης περιουσίας λόγω της στρέβλωσης που προκαλούν οι υψηλές αντικειμενικές αξίες. Για τις διαρθρωτικές αλλαγές σημειώνει πως δεν έχουμε δράσει στο απαιτούμενο εύρος και βάθος, ώστε να αποτελούν σταθερό τροφοδότη υγιούς ανάπτυξης. «Δυστυχώς, στο μεταρρυθμιστικό πεδίο έχουν σημειωθεί διστακτικότητες, καθυστερήσεις και ατολμία», προσθέτει χαρακτηριστικά.
Ο κ. Προβόπουλος αναγνωρίζει πως έγιναν προσπάθειες και για την ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού όμως, παρά τα απτά βήματα προόδου, δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η επιθυμητή πρόοδος στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής. Έτσι «επιβάλλονται κατά καιρούς αυξήσεις φόρων οι οποίες επιβαρύνουν τους ήδη συνεπείς φορολογούμενους».
Γι΄ αυτό και ζητά να υπάρξει σταθερό φορολογικό πλαίσιο με σαφή προσανατολισμό προς τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων. Στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων σημειώνει πως πολλές κρίσιμες αλλαγές, όπως η διοικητική μεταρρύθμιση και η αναδιάρθρωση δημόσιων φορέων με συγχωνεύσεις ή παύση λειτουργίας, προχώρησαν με βραδύ ρυθμό, καθυστερώντας την ουσιαστική αναδιάρθρωση του κράτους και τη βελτίωση των παρεχόμενων δημόσιων υπηρεσιών. Θέτει δε ως στόχο την προσέλκυση ξένων επενδύσεων με την ταχύτερη πρόοδο των αποκρατικοποιήσεων και με την ενίσχυση των θεσμών που διέπουν την προστασία των επενδυτών. Στην έκθεση διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι εντός του 2014 θα περιοριστεί η ανεργία, αλλά δεν οροθετείται το εύρος της μείωσής της. Εκτιμάται δε ότι το τρέχον έτος οι αποδοχές θα περιοριστούν περαιτέρω κατά 1,5% μετά τη συρρίκνωσή τους κατά 6,6% το 2012 και 7,4% πέρυσι.
ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΤΕ
Τελευταίος χρόνος ύφεσης το 2013
Το 2013 ήταν ο τελευταίος χρόνος της ύφεσης σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας. Παρουσιάζοντας χθες την ετήσια έκθεσή του στην γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ, ο Γ. Προβόπουλος υπογράμμισε πως σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η οικονομία εντός του 2014 θα επιτύχει ήπιους ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως για να επαληθευτεί η πρόβλεψη αυτή, θα πρέπει όχι μόνο να μη διαταραχθούν οι συνθήκες που επέτρεψαν τις βελτιώσεις, αλλά αντίθετα να ισχυροποιηθούν καθ' οδόν.
Έθεσε μάλιστα δύο απαραίτητες προϋποθέσεις για την επιστροφή στην ανάπτυξη:
Να εφαρμοστεί με αποφασιστικότητα και συνέπεια το πρόγραμμα σταθεροποίησης. «Τα έως τώρα θετικά αποτελέσματα δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Αντίθετα, επιτάσσουν συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής για να διατηρηθεί σε μόνιμη βάση και να διευρυνθεί το πρωτογενές πλεόνασμα, να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και να εμπεδωθεί κλίμα εμπιστοσύνης», ανάφερε χαρακτηριστικά.
Να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι που θα ήταν δυνατόν να προκύψουν από επιδείνωση του κοινωνικοπολιτικού κλίματος, λόγω των συνήθων αντιπαραθέσεων και της πόλωσης εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων για το Ευρωκοινοβούλιο και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Σύμφωνα με τον κ. Προβόπουλο καθώς προσεγγίζουμε το τέλος μιας μακράς περιόδου ύφεσης, απαιτείται μια ολοκληρωμένη εθνική πολιτική που θα οδηγήσει οριστικά στην έξοδο από την κρίση και στη βιώσιμη ανάπτυξη. Η πολιτική αυτή, για να είναι αποτελεσματική, προϋποθέτει συνεννόηση και συγκερασμό απόψεων, που είναι δύσκολο να επιτευχθούν μέσα σε κλίμα όξυνσης, το οποίο μεγεθύνει τις διαφορές και αποτρέπει τις συγκλίσεις.
Επιπρόσθετα, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, βασικές προτεραιότητες για τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι οι εξής:
Η συνεπής υλοποίηση του Προϋπολογισμού του 2014, η οποία θα αποτελέσει ισχυρή ένδειξη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή είναι διατηρήσιμη.
Η αισθητή βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η ταχύτερη διευθέτηση των φορολογικών υποθέσεων από τη Δικαιοσύνη.
Η μείωση της γραφειοκρατίας και του διοικητικού βάρους για τον ιδιωτικό τομέα.
Η βελτίωση των βασικών υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες.
Η αξιολόγηση της αποδοτικότητας των δημοσίων υπηρεσιών και των δημοσίων υπαλλήλων μέσω διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων.