Όφελος είχαν οι επενδυτές που «αγνόησαν τους καταστροφολόγους» και επένδυσαν στην Ευρωζώνη, υποστηρίζει με άρθρο του στην ιστοσελίδα του αμερικανικού δικτύου CNBC ο Μ. Ιβάνοβιτς (Michael Ivanovitch), πρόεδρος της MSI Global, η οποία είναι εταιρεία οικονομικών ερευνών, με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Ο δρ. Ιβάνοβιτς εξαίρει την οικονομική πολιτική που επέβαλε η Γερμανία και η οποία «αρχίζει να αποδίδει καρπούς», όπως υποστηρίζει, κάνοντας αναφορά και στην ελληνική οικονομία.
Σύμφωνα με το άρθρο, «τους τελευταίους δώδεκα μήνες, οι τιμές των μετοχών εκτινάχθηκαν άνω του 23%, ξεπερνώντας κατά πολύ τις αγορές των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Το ίδιο διάστημα, οι επιδόσεις στις αγορές ομολόγων της Ευρωζώνης είναι εντυπωσιακές, διαψεύδοντας τις καταστροφικές προβλέψεις για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Οι αποδόσεις των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων μειώθηκαν στο μισό, σε σχέση με τα δεκαετή γερμανικά ομόλογα, ενώ περαιτέρω μείωση υπήρξε για τα ισπανικά και πορτογαλικά».
Ο αρθογράφος διατυπώνει την άποψη ότι «η επιμονή της Γερμανίας στην σταθερότητα δεν άρχισε μόνο να αποδίδει, αλλά κατόρθωσε να μεταφέρει το ίδιο πνεύμα και στις αγορές, οι οποίες διερευνούν πλέον σχολαστικά τις δημοσιονομικές πολιτικές και τα αποτελέσματα των προϋπολογισμών, με τρόπο ώστε κανένα κράτος της Ευρωζώνης να μην τολμήσει να θέσει σε δοκιμασία της υπομονή της. Το γερμανικής έμπνευσης Σύμφωνο Σταθερότητας θεσμοποίησε επίσης τις διαδικασίες προϋπολογισμού στην Ευρωζώνη, καθώς το κάθε κράτος-μέλος οφείλει να υποβάλει τις δημοσιονομικές του πολιτικές για έλεγχο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν τις παρουσιάσει στο εθνικό Κοινοβούλιο».
«Πρόκειται για ένα σοβαρό πλήγμα στην εθνική κυριαρχία», όπως τονίζει, προσθέτοντας ότι «αλλά, ο έλεγχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των Ευρωπαίων εταίρων και των χρηματοπιστωτικών αγορών εγκαινίασε μια νέα διάφανη διαδικασία, όπου οι όποιες δημοσιονομικές παραβάσεις θα προκαλούσαν υπερβολικό κόστος για τα δημοσιονομικά του κάθε κράτους».
Στη συνέχεια, υπογραμμίζει ότι «η νομισματική πολιτική βρίσκεται επίσης στα χέρια ενός υπερεθνικού θεσμού, της ΕΚΤ, η οποία έχει επιδείξει αυστηρότητα και φαντασία στη διαχείριση ενός πολύ δύσκολου έργου, μολονότι διέθετε περιορισμένη δικαιοδοσία σε ένα απίστευτα πολύπλοκο νομικό και διοικητικό περιβάλλον. Αργά, αλλά σταθερά, η ΕΚΤ μεταβάλλει παράλληλα την πολιτική κουλτούρα στην Ευρωζώνη, καθώς οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορούν πλέον να διοχετεύουν απεριόριστες ποσότητες χρημάτων για να ικανοποιήσουν τα διάφορα εκλογικά συμφέροντα. Και εδώ επικράτησε η γερμανική αντίληψη ότι η νομισματική Αρχή πρέπει να είναι ένας αξιοσέβαστος οργανισμός ανεξάρτητος από τις δεσμεύσεις της πολιτικής».