Τα καλά νέα έρχονται το ένα μετά το άλλο για τη Γερμανία, τουλάχιστον όσον αφορά στην οικονομία της. Έτσι, με βάση τα τελικά στοιχεία για τα έσοδα και τις δαπάνες του 2014, κατάφερε να πετύχει τον στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού ένα χρόνο νωρίτερα από ό,τι αρχικά σχεδίαζε, γεγονός που της επιτρέπει να προχωρήσει φέτος σε αύξηση των δαπανών και των μισθών.
Αυτή την εβδομάδα, επίσης, το ινστιτούτο Ifo έδωσε στη δημοσιότητα του υπολογισμούς του για το εμπορικό ισοζύγιο, που δείχνουν ότι όχι μόνο το πλεόνασμα αυξήθηκε κατά 30 δισ. σε σχέση με το 2013 και έφτασε τα 220 δισ. ευρώ -κάτι που σημαίνει ότι είναι μεγαλύτερο από ό,τι αθροιστικά το πλεόνασμα της δεύτερης (Κίνα) και τρίτης (Σ. Αραβία) χώρας στον σχετικό πίνακα.
H μεγάλη ωφελημένη
Υπάρχει, όμως, και συνέχεια. Καθώς η αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου και των άλλων βασικών ξένων νομισμάτων συνεχίζεται, ειδικά μετά την απόφαση της ΕΚΤ να τυπώσει ένα τρισ., η Γερμανία είναι η μεγάλη ωφελημένη, καθώς σχεδόν το ήμισυ του ΑΕΠ της προέρχεται από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.
Τα «λάφυρα» από το γερμανικό imperium στην Ευρώπη
Χαρακτηριστικά, όπως εκτιμούν οι αναλυτές της ING, αν κάθε φορά που η ισοτιμία του ευρώ υποχωρεί κατά 10% δίνεται μια ώθηση της τάξης του 0,3% στους ρυθμούς ανάπτυξης της Ευρωζώνης, στην περίπτωση της Γερμανίας το ποσοστό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο και φτάνει στο 0,5%. Μετά από όλα αυτά, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 2015, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης βρέθηκε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 13 ετών στη χώρα, ενώ και το επιχειρηματικό κλίμα είναι εξαιρετικό.
Για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, όμως, και με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως αυτή του... Λουξεμβούργου!), αυτά που φτάνουν διαδοχικά και ασταμάτητα δεν είναι τα καλά, αλλά τα κακά νέα. Για παράδειγμα, ενώ το ΑΕΠ της Γερμανίας αυξήθηκε πέρυσι με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2011 (1,5%), στο ίδιο διάστημα η Ιταλία βυθίστηκε εκ νέου σε ύφεση και η Γαλλία μόλις και μετά βίας κατάφερε να σώσει την παρτίδα με οριακή ανάπτυξη -μάλιστα, οι προβλέψεις για το 2015 δεν δείχνουν να είναι ιδιαιτέρως καλύτερες. Καθώς, λοιπόν, ο πληθωρισμός κινείται σε αναιμικά επίπεδα και εμφανίζεται οριακά θετικός, οι οικονομίες της Ευρωζώνης (πλην της γερμανικής) αρχίζουν να βλέπουν το φάντασμα της... Ιαπωνίας να πλανάται πάνω τους, φορώντας το «ένδυμα» της στασιμότητας και του αποπληθωρισμού.
Τεράστιες και οι διαφορές στην ανεργία. Την ώρα που στη Γερμανία το ποσοστό της μειώθηκε περαιτέρω τον Δεκέμβριο και διαμορφώθηκε στο 6,50%, δηλαδή στο χαμηλότερο ποσοστό από την επανένωση του 1990, στην Ιταλία εκτινάχθηκε στο 13,4%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες, ενώ η Γαλλία ζει τον εφιάλτη των 3,5 εκατ. ανέργων, που αντιστοιχούν σε ποσοστό το οποίο υπερβαίνει πλέον το 10%.
Είναι δε περιττό να σημειώσουμε ότι δεν χωρά καμία σύγκριση της εικόνας στη Γερμανία με εκείνη που καταγράφεται σε ακόμη πιο φτωχές χώρες, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα.
Με βάση τα παραπάνω αδιαμφισβήτητα δεδομένα και πολλά ακόμη που δεν επαρκεί ο χώρος για να αναφερθούμε αναλυτικά -όπως, για παράδειγμα, το απειροελάχιστο κόστος δανεισμού που έχει η Γερμανία, αλλά και τα σημαντικά κέρδη που αποκομίζει δανείζοντας τις άλλες χώρες- είναι μάλλον περιττό να επαναλάβουμε ποιος είναι ο μεγάλος ωφελημένος από το μοντέλο διαχείρισης της κρίσης που επιβλήθηκε και εφαρμόστηκε τα προηγούμενα χρόνια στην Ευρωζώνη και μάλιστα άτεγκτα. Ταυτόχρονα δε, είναι απολύτως αναμενόμενο το κύμα αντιγερμανισμού που έχει κάνει την εμφάνισή του σε πολλές χώρες και μοιάζει να ενισχύεται διαρκώς. «Οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλε η Μέρκελ στην Ευρώπη, οι οποίες βασίζονται πάνω από όλα σε σκληρά μέτρα λιτότητας, έφεραν τους εξτρεμιστές στην εξουσία στην Αθήνα. Αυτή που καταψηφίστηκε ήταν η Μέρκελ», σημείωνε πρόσφατα η εφημερίδα Die Welt, σε ανάλυσή της με γενικό τίτλο «Το πικρό τέλος των γερμανικών σχεδίων για την Ευρώπη».
«Γερμανική Αυτοκρατορία»
«Εδώ και μερικά χρόνια, στην πολιτική ατζέντα έχει επιστρέψει το αποκαλούμενο γερμανικό πρόβλημα, καθώς και η συζήτηση περί της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη», διαπίστωνε από την πλευρά του, σε συνέντευξη προς την (προσκείμενη στο SPD) εφημερίδα Die Zeit ο κοινωνιολόγος Χανς Κουντνάνι, ο οποίος δεν διστάζει να κάνει σύγκριση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Μέρκελ με την Αυτοκρατορία του Μπίσμαρκ.
Για «Γερμανική Αυτοκρατορία» έχουν κάνει λόγο και γνωστοί παράγοντες και αρθρογράφοι, όπως ο γκουρού των αγορών Τζορτζ Σόρος και ο... συνάδελφός του αναλυτής των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ -βάζοντας, έτσι, φιτίλια στον πατριωτισμό των υπόλοιπων Ευρωπαίων και ειδικά των πιο ισχυρών, Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών και Βρετανών.
Εξάλλου, όπως έχει επανειλημμένως γραφεί στις σελίδες της «Η», οι πολιτικές εξελίξεις που έχουν πυροδοτηθεί τα τελευταία χρόνια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν έντονο αντιγερμανικό χαρακτήρα: Η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν διεκδικεί την προεδρία στη Γαλλία στάζοντας δηλητήριο για το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και το ευρώ. Το σύνολο σχεδόν της αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία -μπερλουσκονικοί, Γκρίλο και Λέγκα του Βορρά- απαιτεί ρήξη με τις πολιτικές που έχουν εφαρμοστεί, αλλά, εφόσον χρειαστεί, και με το ευρώ. Όσο για την Ελλάδα και την Ισπανία, θα συνιστούσε μάλλον πλεονασμό οποιοδήποτε περαιτέρω σχόλιο για τις αιτίες της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και της εκρηκτικής ανόδου του Podemos.
«Το Βερολίνο βράζει στο ζουμί του και, εδώ και καιρό, δεν αποτελεί πλέον πρότυπο. Περισσότερο είναι ένα κακό παράδειγμα για άλλες χώρες», όπως υπογράμμιζε η προαναφερθείσα ανάλυση της Die Welt.
Με τη γλώσσα των αριθμών
220 δισ. ευρώ ή 7,5% του ΑΕΠ το εμπορικό πλεόνασμα το 2014, αυξημένο κατά 30 δισ. από το 2013 και το μεγαλύτερο παγκοσμίως
1,5% ο ρυθμός ανάπτυξης το 2014, όταν η Ιταλία βρέθηκε σε ύφεση και η Γαλλία έμεινε πρακτικά στάσιμη
0 το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2014, καθώς το Βερολίνο πέτυχε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό ένα χρόνο νωρίτερα
2,04 τρισ. ευρώ το δημόσιο χρέος το 2013
(79,9% του ΑΕΠ) -όμως, η Γερμανία είναι η μόνη ίσως ανεπτυγμένη χώρα που καταγράφει μείωση
6,5% το ποσοστό της ανεργίας, έναντι 11,4% που είναι ο μέσος όρος της Ευρωζώνης
13 χρόνια είχε να φτάσει ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα