Η αποτελεσματική αντιμετώπιση της δυσμενούς κατάστασης στην οποία περιήλθε η ελληνική οικονομία μετά την πρωτόγνωρη οκταετή ύφεση απαιτεί άμεσα ένα «θετικό σοκ» ρευστότητας και νέων επενδύσεων και, σε μεσοπρόθεσμη βάση, την εφαρμογή ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας.
Σε κάθε περίπτωση, η αναγκαιότητα εφαρμογής του υφιστάμενου προγράμματος σταθεροποίησης αναδεικνύει την σημασία λήψης ορθών αποφάσεων πολιτικής μέσα στο ιδιαίτερα «σφικτό» πλαίσιο που οριοθετεί η συμφωνία του Αυγούστου του 2015. Χωρίς αμφιβολία, τα χειρότερα φαίνεται να έχουν αποφευχθεί.
Ο κίνδυνος Grexit δεν αποτελεί πλέον «πρωτοσέλιδο» στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, η ύφεση μετά την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων έχει αποδειχθεί ασθενέστερη των αρχικών εκτιμήσεων, η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους της χώρας συνεχίζεται κανονικά και η πρόσφατη εκταμίευση της δόσης του ESM έχει επιτρέψει την έναρξη της σταδιακής αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού δημοσίου. Κοιτώντας μπροστά, το μεγάλο στοίχημα για τη χώρας είναι η επιστροφή σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Αυτό αποτελεί κρίσιμο προαπαιτούμενο για τη επίτευξη συνθηκών δημοσιονομικής βιωσιμότητας και, μετά από σειρά ετών, την αποκατάσταση του μεγαλυτέρου μέρους των απωλειών (σε όρους ΑΕΠ και απασχόλησης) που προκάλεσε η οικονομική ύφεση. Αυτό όμως που απαιτείται ακόμη πιο άμεσα είναι η συνέχιση της ομαλοποίησης του εγχώριου οικονομικού κλίματος και η περαιτέρω βελτίωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Πράγματι, μετά τις αρνητικές εξελίξεις στα μέσα του προηγούμενου έτους, ο δείκτης οικονομικού κλίματος έχει ανακάμψει σημαντικά (παραμένοντας όμως αρκετά χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο της ευρωζώνης), τα διαφορικά απόδοσης των ελληνικών κυβερνητικών ομολόγων (που αποτυπώνουν τον κίνδυνο χώρας) σημείωσαν σημαντική υποχώρηση και, το τελευταίο διάστημα, διαφαίνεται κάποια βελτίωση στο μέτωπο του τουρισμού παρά τις (αρχικά έντονες) ανησυχίες φορέων του κλάδου μετά το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit.
Παρόλα αυτά, η επιβεβαίωση των αρχικών προβλέψεων για σταδιακή βελτίωση της πραγματικής οικονομίας από το δεύτερο εξάμηνο του έτους απαιτεί, αναπόφευκτά, την επιτυχή ολοκλήρωση των επερχόμενων διαπραγματεύσεων για τα εναπομείναντα προαπαιτούμενα της πρώτης αξιολόγησης του υφιστάμενου προγράμματος και, κυρίως, την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης χωρίς ιδιαίτερα μεγάλες καθυστερήσεις.
Η επίτευξη των στόχων αυτών θα έφερνε πιο κοντά την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (με σημαντικά θετικό αντίκτυπο στο ελληνικό χρηματιστήριο και στις τιμές των ελληνικών κυβερνητικών τίτλων) και, ενδεχομένως, θα οδηγούσε σε επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους.
Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την συνέχιση της αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφελών του δημοσίου (μέσω των προβλεπόμενων πόρων του προγράμματος) θα αποτελούσαν ανάχωμα στις υφεσιακές επιπτώσεις των νέων δημοσιονομικών μέτρων. Όμως, για να υπάρξει συνέχεια στην όποια βελτίωση σημειωθεί το επόμενο διάστημα απαιτείται μεγαλύτερος βαθμός «ιδιοκτησίας» του υφιστάμενου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, τόσο από το πολιτικό προσωπικό της χώρας όσο και από τους κοινωνικούς εταίρους και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.