Η εικόνα που διαμορφώνεται στο πολιτικό τοπίο είναι αποκαρδιωτική. Και το ερώτημα είναι πού βαδίζει η χώρα με τόσο απαξιωμένα κόμματα και ηγεσίες με τόσο αρνητική εικόνα;
Φυσικά, στον αστερισμό της μαζικής αποδοκιμασίας, εκείνοι που εμφανίζονται ως «το μικρότερο κακό», πανηγυρίζουν. Ενώ εκείνοι που αντιπροσωπεύουν το «μεγαλύτερο κακό», προσδοκούν ότι, στο τέλος της ημέρας, μπορούν να τα καταφέρουν: Δηλαδή να μετατραπούν αυτοί στο «μικρότερο κακό» και άρα να δικαιούνται αυτοί να πανηγυρίζουν! Και επειδή όλες οι πλευρές, στη βαθιά παρακμή τους, έχουν κάποιο λόγο να ελπίζουν ότι οι ανταγωνιστές τους θα αποδειχθούν εν τέλει χειρότεροι, δεν θα κάνουν τίποτα για να αλλάξουν. Παραμένοντας ίδιοι και απαράλλακτοι.
Μήπως όλα αυτά είναι υπερβολικά; Μήπως αδικούμε ηγέτες και κόμματα; Οι σοβαρές και αξιόπιστες δημοσκοπήσεις είναι ελάχιστες. Και από αυτές, όσες γίνονται τηλεφωνικά (λόγω μικρού κόστους), έχουν ήδη το στίγμα της έντονης αμφισβήτησης. Έτσι αναγκαζόμαστε να περιμένουμε, ως μάννα εξ ουρανού, τις «Τάσεις» της MRB, που γίνονται, κάθε έξι μήνες, με προσωπικές συνεντεύξεις και κάλπη. Ας δούμε λοιπόν τι δείχνουν οι «Τάσεις» σε σχέση με εκείνα που αναφέραμε στην εισαγωγή μας.
Ας ξεκινήσουμε με κάποιες γενικές επισημάνσεις: Ουδείς αρχηγός κόμματος συγκεντρώνει περισσότερες θετικές κρίσεις από αρνητικές. Όλοι εισπράττουν αρνητικές αντιδράσεις. Κάποτε υπήρχαν αρχηγοί μικρών κομμάτων, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Αυτό, ως φαινόμενο, έχει εκλείψει. Συμπάθειες για τους «μικρούς» δεν υπάρχουν. «Μεγάλοι» και «μικροί» μπαίνουν στην ίδια ζυγαριά. Αποδοκιμάζονται εξίσου. Επιείκεια, τέλος!
Για τους «μεγαλύτερους παίκτες» κυριαρχεί πλήρως το «μη χείρον». Η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμματος, έχει καταβαραθρωθεί: Το 82,6% εκφράζει αρνητικές απόψεις. Φυσικά, η ΝΔ προηγείται στην πρόθεση ψήφου με 29,1% έναντι 16,2% του ΣΥΡΙΖΑ. Παρ’ όλα αυτά, όταν ζητείται η άποψη των ψηφοφόρων για την εικόνα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το 68,5% εκφράζεται αρνητικά και μόνο το 30,8% θετικά! Πώς εκφράζονται όμως οι ψηφοφόροι για τους Τσίπρα και Μητσοτάκη; Για τον Αλέξη Τσίπρα, η φάση του «έρωτα» (για να θυμηθούμε και δική του αποστροφή), έχει ταχύτατα γίνει μακρινό παρελθόν. Οι θετικές κρίσεις περιορίζονται στο 19,2% και οι αρνητικές έχουν σκαρφαλώσει στο 71,2%. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τα πράγματα είναι απλώς λιγότερο κακά, στην κλίμακα αποδοκιμασίας. Οι όχι ευνοϊκές γνώμες γι’ αυτόν βρίσκονται στο 59% και οι ευνοϊκές περιορίζονται στο 28,1%. Και να σκεφτεί κανείς πως ο Μητσοτάκης είναι ένας πολύ φρέσκος αρχηγός ο οποίος, λογικά, δεν θα έπρεπε να είχε προλάβει να φθαρεί.
Το συναίσθημα που κυριαρχεί έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα είναι οργή. Η δημοσκόπηση δείχνει πως το 27,8% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ θα ενοχλείτο αν αυτός κέρδιζε τις εκλογές. Αν η ΝΔ συσπειρώνει απλώς ένα σκληρό πυρήνα των ψηφοφόρων της, τούτο συμβαίνει, διότι κάποιοι θέλουν να τιμωρήσουν τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ με το μόνο όχημα σκληρής τιμωρίας, που τους προσφέρεται. Από την άλλη πλευρά, με δεδομένο το ισχυρότατο αυτό ρεύμα, είναι εντυπωσιακό ότι η ΝΔ είναι καθηλωμένη σε μια περιχαρακωμένη εκλογική βάση. Κάτι βεβαίως που εξηγείται από την κακή κομματική και ηγετική της εικόνα.
Μπορούσε ο Τσίπρας να αποφύγει τη ραγδαία φθορά η οποία επήλθε ως χιονοστιβάδα μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου και με δεδομένα τα σκληρά μέτρα τα οποία ήταν πλέον αναγκασμένος να πάρει; Η απάντηση απαιτεί βαθύτερη ανάλυση κυβερνητικών και ηγετικών αδυναμιών και όχι τηλεγραφικές ερμηνείες. Λακωνικά πάντως, το κεντρικό πρόβλημα του Τσίπρα συνδέεται από τη μια πλευρά με την απουσία αίσθησης ειλικρίνειας και στιβαρότητας και από την άλλη με έναν καταιγισμό τακτικισμών μικροκομματικού χαρακτήρα. Για να το πω απλά: Κάθε τόσο ο Τσίπρας προσπαθεί σπασμωδικά να σαγηνεύσει. Και ενοχλεί. Με τη σειρά του ο Μητσοτάκης, δέσμιος του άρρωστου κομματικού του μικρόκοσμου, έχασε το όποιο κεφάλαιο της φρεσκάδας, που του προσέφερε το νέο ξεκίνημά του. Οι λίγοι μικροί πόντοι που κερδίζει με την αδιέξοδη πολωτική του στρατηγική δεν οφείλονται στον ίδιο, αλλά στην υποχώρηση του Τσίπρα. Ενώ τόσο ο Τσίπρας όσο και ο Μητσοτάκης δεν κατανοούν πόσο ευάλωτοι έχουν πλέον καταστεί. Ούτε γιατί τούτο έχει συμβεί. Με τον πρώτο να πανηγυρίζει και τον δεύτερο να ζει με ψευδαισθήσεις. Καθώς η μάχη του κακού και του χειρότερου συνεχίζεται.