Ατυπη οικονομία ή οικονομία του λυκόφωτος ή ανεπίσημη οικονομία ή αόρατη οικονομία ή κρυφή οικονομία ή γκρίζα οικονομία ή μαύρη οικονομία ή παράλληλη οικονομία ή σκιώδης οικονομία ή δυαδική οικονομία ή μη καταγεγραμμένη οικονομία ή αντικανονική οικονομία ή αόρατη οικονομία, είναι μερικά από τα πολλά ονόματα που συναντώνται στην Ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία σε θέματα σχετικά με την παραοικονομία.
Αναζητώντας τον ορισμό της παραοικονομίας, σε ένα από τα ελεύθερα λεξικά, βλέπουμε ότι ορίζεται ως «η χωρίς νομιμότητα ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας ή άσκηση επιτηδεύματος που αποσκοπεί στην απόκτηση εισοδήματος που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί και να φορολογηθεί».
Ουσιαστικά, όπως προκύπτει από ημεδαπούς και αλλοδαπούς ερευνητές όπως τους Παυλόπουλο, Καραβίτη, Βαβούρα, Κούτρη, Schneider, Lubell, Feige, Smith, Tanzi και άλλους, παραοικονομία θεωρείται το τμήμα εκείνο της παραγωγικής δραστηριότητας, το οποίον αν και θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στο Α.Ε.Π., αφού δημιουργεί προστιθεμένη αξία, για διάφορους λόγους διαφεύγει της καταγραφής από τις αρμόδιες υπηρεσίες μέτρησης. Το φαινόμενο αυτό έχει απασχολήσει πολύ τους Έλληνες και ξένους επιστήμονες, ειδικά δε για το μέγεθος της παραοικονομίας στη χώρα μας έχουν γίνει πάρα πολύ καλές και τεκμηριωμένες εκτιμήσεις (π.χ. Η παραοικονομία στην Ελλάδα ? Επανεξέταση, Π. Παυλόπουλος 2012, κ.α.).
Το μέγεθος της παραοικονομίας εξαρτάται από τα κίνητρα που έχουν, ή θεωρούν ότι έχουν, όσοι ασκούν ή προτίθενται να ασκήσουν οικονομική δραστηριότητα μη καταγραφόμενη στο Α.Ε.Π. με κυριότερο την αποφυγή καταβολής φόρων ειδικότερα όταν τα οφέλη που τελικά θα αποκομίσουν θα είναι μεγαλύτερα από το κόστος που θα προκύψει στα πλαίσια ενός πιθανού ελέγχου.
Με δεδομένο ότι, η συνολική οικονομική δραστηριότητα είναι το άθροισμα της καταγραφόμενης (ορατής) δραστηριότητας, της άτυπης οικονομικής δραστηριότητας και της παραοικονομίας, οι παράγοντες που επηρεάζουν την παραοικονομία είναι οι ίδιοι με τους παράγοντες της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας και είναι οι ακόλουθοι :
α) Η μεγάλη συνολική φορολογική επιβάρυνση απόρροια υψηλών συντελεστών στην έμμεση και άμεση φορολογία. Οι ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα προκειμένου να αποφύγουν την υψηλή συνολική φορολογική επιβάρυνση αποκρύπτουν σημαντικό μέρος της οικονομικής τους δραστηριότητας με αποτέλεσμα επίσης την αύξηση της φοροδιαφυγής.
β) Το επίπεδο ανάπτυξης διότι οι χώρες σε οικονομική ύφεση έχουν πολύ υψηλό δείκτη παραοικονομίας. Το χαμηλό δε κατά κεφαλή εισόδημα όσων απασχολούνται τους ωθεί στην αναζήτηση τρόπων συμπλήρωσής του με μη καταγραφόμενη οικονομική δραστηριότητα.
γ) Το επίπεδο της ανεργίας διότι όταν καταγράφονται υψηλά επίπεδα ανεργίας υπάρχει μεγαλύτερη προθυμία για την προσφορά υπηρεσιών, ειδικά ανειδίκευτης εργασίας, στην παραοικονομία με πολύ χαμηλή αμοιβή, ακόμα και από άτομα που λαμβάνουν επίδομα ανεργίας.
δ) Οι περιορισμοί που θέτει το κράτος στις διάφορες οικονομικές δραστηριότητες θεσμικού χαρακτήρα για λόγους κοινωνικοοικονομικούς καθώς και λόγω της μη νομιμότητας ορισμένων δραστηριοτήτων. Αυτοί οι περιορισμοί, ακόμα και όταν η συνολική φορολογική επιβάρυνση είναι χαμηλή, αυξάνουν το κόστος εργασίας και συνεπώς υπάρχει η τάση για αύξηση της παραοικονομίας.
ε) Οι αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές και το μέγεθος της παρεχόμενης κοινωνικής ασφάλισης. Όσο αυξάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές, ειδικά σε επίπεδο εργοδοτών, τόσο αυξάνεται και η παραοικονομία. Επίσης οι κοινωνικές παροχές που προσφέρει στους πολίτες το κράτος, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παραοικονομίας διότι η δραστηριοποίηση σε αυτήν, παρέχει τη δυνατότητα δήλωσης πολύ χαμηλών εισοδημάτων συνεπώς στη λήψη μεγαλύτερων κοινωνικών παροχών.