H συντριπτική υποχώρηση του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών μέχρι τις αρχές του 2016 αποτυπώνεται στη μελέτη που φιλοξενείται στο νέο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η μελέτη που προσυπογράφεται ως «Η οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών στην Ελλάδα: Πρόσφατες εξελίξεις και προοπτικές» των Κωνσταντίνα Μάνου και Ευαγγελία Παπαπέτρου, επισημαίνει πως η οικονομική κρίση επηρέασε σημαντικά τον καθαρό χρηματοοικονομικό πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, ο οποίος από τις αρχές του 2008 μέχρι τις αρχές του 2016 υποχώρησε κατά 37,5%.
Όπως επισημαίνεται, προ της κρίσης παρατηρείται συνεχής και ταχεία αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών, κυρίως για να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε κατοικίες. Τα νοικοκυριά προχωρούν σε απομείωση των υποχρεώσεών τους για πρώτη φορά στο τέλος του 2010, δυναμική η οποία συνεχίζεται και στα επόμενα τρίμηνα, συνολικά ωστόσο αυτές παραμένουν υψηλές, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες μόχλευσης.
Η αποταμίευση των νοικοκυριών μέχρι το τέλος του 2008 παρέμενε υψηλή, υποστηριζόμενη από τις υψηλές επενδύσεις των νοικοκυριών τόσο σε ακίνητα και άλλα μη χρηματοοικονομικά στοιχεία όσο και σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, οι οποίες υπερέβαιναν την καθαρή δημιουργία νέου χρέους. Μετέπειτα, η αποταμίευση ακολούθησε πτωτική πορεία και παραμένει σε εξαιρετικώς χαμηλά επίπεδα, εξαιτίας της συρρίκνωσης των επενδύσεων σε κατοικίες και εξοπλισμό και της μεγάλης αποεπένδυσης σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, παρά την καθαρή αποπληρωμή χρέους κατά την πρόσφατη περίοδο.
Στο πλαίσιο της εξέλιξης του καθαρού χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών, η μελέτη μιλά για τρεις περιόδους: η πρώτη αφορά στο διάστημα από το α' τρίμηνο του 2002 ως το δ' τρίμηνο του 2007 όπου παρατηρείται αύξηση του καθαρού πλούτου κατά 30,4%. Αυτός στο τέλος της υπό εξέταση περιόδου ανέρχεται σε 217,5 δισ. ευρώ. Στη δεύτερη υποπερίοδο από το α' τρίμηνο του 2008 ως το β' τρίμηνο του 2012 οι συνολικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών συνέχισαν να αυξάνονται με αποτέλεσμα ο β' τρίμηνο του 2012 ο πλούτος να έχει μειωθεί κατά 65,3%. Η τρίτη περίοδος ολοκληρώνεται στο α' τρίμηνο του 2016 όπου σημειώνεται μείωση του χρηματοοικονομικού πλούτου κατά 37,5%.