Το τελεσίγραφο που έστειλαν οι δανειστές στην Ελλάδα είναι σαφές:
Πρέπει να κλείσει η αξιολόγηση μέσα στον Φεβρουάριο αλλιώς χάνεται το momentum και οι όποιες αποφάσεις μπορεί να μετατεθούν ακόμη και για το φθινόπωρο του 2017, μετά δηλαδή τις γερμανικές εκλογές.
Δυστυχώς, ήταν γνωστό μήνες τώρα πως αν η αξιολόγηση δεν κλείσει το ταχύτερο, χαμένη θα ήταν η ελληνική υπόθεση.
Στις αρχές φθινοπώρου είχε γίνει αντιληπτό και από την κυβέρνηση ότι πριν από το κλείσιμο του έτους θα έπρεπε να έχουν κλείσει όλα τα μέτωπα με τους δανειστές. Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε μετά τη νίκη του Ντ. Τραμπ, καθώς όλοι αντιλήφθηκαν ότι ένας απρόβλεπτος παράγοντας μπερδευόταν στην παγκόσμια οικονομία.
Ακόμη και τότε προκρίθηκε η λύση της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων πριν από τις 20 Γενάρη και την ορκωμοσία του νέου προέδρου ώστε να αποφευχθούν εκπλήξεις. Η καθυστέρηση που προέκυψε, όχι πάντα με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης, φέρνει τώρα την Ελλάδα σε δύσκολη θέση. Το σημερινό Eurogroup λαμβάνει διαδικαστικό χαρακτήρα ή μια συνεδρίαση «δήλωσης προθέσεων» των δύο πλευρών.
Θα διαφανεί αν η πλευρά των δανειστών επιμένει για τη νομοθέτηση μέτρων εδώ και τώρα για μετά το 2019 κι αν ισχύουν μέχρι κεραίας οι δεσμεύσεις του πρωθυπουργού, ότι δεν θα νομοθετηθούν ούτε ένα ευρώ επιπλέον μέτρα.
Ετσι, το επόμενο 20ήμερο θα είναι κρίσιμο για τις εξελίξεις που είτε θα οδηγήσουν σε έναν έντιμο συμβιβασμό, όπως επιθυμεί η Αθήνα, είτε σε οριστική ρήξη, όπως θα ήθελαν ορισμένοι ακραίοι κύκλοι. Κάτι που θα σημάνει και ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις...
«Αγριος» Φεβρουάριος, λοιπόν, τόσο για την οικονομία όσο και για το πολιτικό σκηνικό. Κι αυτό που χρειάζεται είναι σύνεση, ώστε να μη χαθούν οι θυσίες των τελευταίων δύο ετών.
Οπως δήλωσε ο Γ. Στουρνάρας, η χώρα είναι στον δρόμο της ανάκαμψης. Να μη χαθεί η προσπάθεια, επειδή κάποιοι δεν θέλουν να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις.