Οι γιορτινές ημέρες επί της ουσίας πέρασαν, τα φώτα των Χριστουγέννων σιγά - σιγά θα σβήσουν και η επιστροφή στην καθημερινότητα ξεκίνησε από χθες, έστω κι αν μεσολαβούν τα Θεοφάνεια.
Τα προβλήματα είναι πολλά, οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές βρίσκονται στον αέρα και κανείς δεν ξέρει ποια θα είναι η κατάληξή τους.
Και ποια προφανώς θα είναι η κατάληξη των πολιτικών εξελίξεων, οι οποίες συνδέονται άμεσα με τα οικονομικά. Οπως όλα δείχνουν, ο Ιανουάριος θα είναι κρίσιμος σε όλα τα επίπεδα, με την κυβέρνηση να διαμορφώνει ήδη το κλίμα. Οι συνεχείς αναφορές για επέκταση του δημοσιονομικού «κόφτη» και μετά το 2018, χωρίς αυτό να σημαίνει επέκταση του Μνημονίου, φαίνεται να είναι η στρατηγική που έχει χαράξει το Μαξίμου σε συνεργασία με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Παρά το γεγονός ότι θα υπάρξουν έντονες πολιτικές αντιδράσεις για μια μακροχρόνια δέσμευση και των επόμενων κυβερνήσεων, η κυβέρνηση επιλέγει αυτό τον δρόμο ώστε να μην εξαναγκαστεί στην ψήφιση εδώ και τώρα μέτρων που όμως θα εφαρμοστούν μετά από μια διετία.
Αν και αυτή είναι η πρόθεση του πρωθυπουργού, ώστε να ξεμπλοκάρουν οι διαπραγματεύσεις, τον πρώτο λόγο τον έχουν οι δανειστές, κυρίως η Γερμανία και το ΔΝΤ. Αν π.χ. το Ταμείο στην έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους αναφέρει ότι πρέπει να υπάρξουν άμεσα συζητήσεις και για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, τότε θα οδηγηθούμε σε νέο αδιέξοδο. Η Γερμανία δεν δέχεται επ’ ουδενί να συζητήσει μέτρα για το ελληνικό χρέος προτού γίνουν οι εκλογές. Μέρκελ και Σόιμπλε φοβούνται ότι η επαναφορά του «ελληνικού προβλήματος» στη γερμανική πολιτική σκηνή κατά την προεκλογική περίοδο, θα πλήξει τους Χριστιανοδημοκράτες και θα ενισχύσει τις λαϊκίστικες φωνές των ακραίων.
Δεν επιθυμούν, επομένως, να ανοίξουν τώρα θέμα για την Ελλάδα, αντιθέτως θέλουν να δείχνουν σκληρή στάση απέναντι στην Αθήνα.
Σε κάθε περίπτωση όλα θα ξεκαθαρίσουν τις επόμενες εβδομάδες για να δούμε αφενός αν θα υπάρξει λύση για την οικονομία και αφετέρου αν θα δημιουργηθούν οι συνθήκες εκείνες της πολιτικής αναταραχής.