Παρ' ότι η τρέχουσα εβδομάδα τόσο λόγω του ΔΝΤ, όσο και της ΕΚΤ (SSM), θα είναι ενδεικτική των ορίων μέσα στα οποία θα κινηθεί το συνολικό πακέτο συμφωνίας Θεσμών και Ελλάδας για την μετά το πρόγραμμα περίοδο, εν τούτοις τα κρίσιμα στοιχεία της συμφωνίας πακέτο δεν πρόκειται να "καθαρογραφούν” πριν από τα μέσα του Ιούλη.
Τότε τόσο η ΕΚΤ όσο και το ΔΝΤ θα έχουν ξεκαθαρίσει τη θέση τους στα δύο κρίσιμα ζητήματα: χρέος και τράπεζες.
Προς το παρόν το ΔΝΤ φαίνεται να δίνει τη μεγαλύτερη προσοχή στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους για την περίοδο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2030. Ο ESM θα πρέπει να έχει καταθέσει ένα σχέδιο περαιτέρω αναδιάρθρωσης ενός μέρους του χρέους της τάξης των 75 – 80 δισ. ευρώ που υπό τις παρούσες συνθήκες λήγει μέχρι το 2040.
Στο διάστημα αυτό είναι προγραμματισμένη η αποπληρωμή αφενός του κύριου όγκου του διακρατικού δανείου (GLF) από το πρώτο πρόγραμμα στήριξης ύψους 52 δισ. ευρώ, του μεγάλου όγκου του δεύτερου δανείου από τον EFSF περί τα 20-22 δισ. ευρώ και ένα κομμάτι περί τα 5 δισ. ευρώ από το τρίτο δάνειο, αυτό του ESM.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή μέχρι το 2040, τρέχουν επιπλέον λήξεις ομολόγων της τάξης των 27 δισ. ευρώ στην αγορά, τα οποία όμως το ΔΝΤ δεν συνιστά να μπουν στο πακέτο της αναδιάρθρωσης, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει την επιμήκυνση των δανείων και τη διασφάλιση επιτοκίου αποπληρωμής που δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 2%...”.
Η συγκράτηση των ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους μέχρι τότε, δηλαδή τα τέλη της δεκαετίας του 2030, αποτελεί κλειδί για τη "σύγκλιση” των θέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ.
Αυτή η εν δυνάμει ρύθμιση φαίνεται ότι μπορεί να ικανοποιήσει – παράλληλα με την ομαλή ολοκλήρωση των stress tests – και τον κ. Ντράγκι καθώς η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εξακολουθεί να συναρτάται με την βαραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Στο τεχνικό επιτελείο της ΕΚΤ η "ιδέα” είναι ότι θα μπορούσε μέχρι τα μέσα του Ιουλίου να έχει συνταχθεί η έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ολοκληρωθεί ομαλά και χωρίς εκπλήξεις – όπως άλλωστε φαίνεται ότι εξελίσσονται – από τα stress tests, θα έχει συνταχθεί ένα αποδεκτό "ολιστικό πρόγραμμα ανάπτυξης” και θα έχουν σχεδιασθεί τα εν δυνάμει μέτρα μεσοπρόθεσμης ελάφρυνσης του χρέους.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στην "εικόνα” αυτή φαίνεται ότι θα διευκολύνει όλες τις πλευρές για την τελική "ισορροπία” της επόμενης ημέρας με τη λήξη του τρίτου προγράμματος.
Ένα από τα κλειδιά αυτής της σύγκλισης, εξαιρετικά κρίσιμο για να ξεπερασθούν οι δυσκολίες των "αριθμών” είναι να παραμείνει ανέπαφο (π.χ. από ανάγκες χρήσης για την στήριξη του τραπεζικού συστήματος) το ποσό των αδιάθετων 27 περίπου δισ. από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν χρηματοδοτικό εργαλείο στο σχέδιο αναδιάρθρωσης που θα προτείνει ο ESM.
Αυτό προϋποθέτει ότι το ΔΝΤ πέραν της προσαρμογής που θα πρέπει να κάνει στις εκτιμήσεις του για τα επόμενα χρόνια της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει επίσης να αναδιπλωθεί απέναντι στις παλαιότερες απαιτήσεις του που αφορούν στα κεφάλαια των τραπεζών και τα οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό – κατά την εκτίμηση του Ταμείου – εξακολουθούν να στηρίζονται στον αναβαλλόμενο φόρο, πέρα από τις αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάκτηση κεφαλαίων από Npls και Νpes.
Σε κάθε περίπτωση μέχρι το τέλος αυτής της εβδομάδας και ιδιαίτερα μετά την ανεπίσημη συνάντηση του Washington Group στην Ουάσιγκτον στο περιθώριο της εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ, θα διαφανεί το προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα ως προς το πώς θα κλείσει τη συμφωνία πακέτο στα τέλη του Ιούνη.
Τότε τόσο η ΕΚΤ όσο και το ΔΝΤ θα έχουν ξεκαθαρίσει τη θέση τους στα δύο κρίσιμα ζητήματα: χρέος και τράπεζες.
Προς το παρόν το ΔΝΤ φαίνεται να δίνει τη μεγαλύτερη προσοχή στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους για την περίοδο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2030. Ο ESM θα πρέπει να έχει καταθέσει ένα σχέδιο περαιτέρω αναδιάρθρωσης ενός μέρους του χρέους της τάξης των 75 – 80 δισ. ευρώ που υπό τις παρούσες συνθήκες λήγει μέχρι το 2040.
Στο διάστημα αυτό είναι προγραμματισμένη η αποπληρωμή αφενός του κύριου όγκου του διακρατικού δανείου (GLF) από το πρώτο πρόγραμμα στήριξης ύψους 52 δισ. ευρώ, του μεγάλου όγκου του δεύτερου δανείου από τον EFSF περί τα 20-22 δισ. ευρώ και ένα κομμάτι περί τα 5 δισ. ευρώ από το τρίτο δάνειο, αυτό του ESM.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή μέχρι το 2040, τρέχουν επιπλέον λήξεις ομολόγων της τάξης των 27 δισ. ευρώ στην αγορά, τα οποία όμως το ΔΝΤ δεν συνιστά να μπουν στο πακέτο της αναδιάρθρωσης, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει την επιμήκυνση των δανείων και τη διασφάλιση επιτοκίου αποπληρωμής που δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 2%...”.
Η συγκράτηση των ετήσιων δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους μέχρι τότε, δηλαδή τα τέλη της δεκαετίας του 2030, αποτελεί κλειδί για τη "σύγκλιση” των θέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ.
Αυτή η εν δυνάμει ρύθμιση φαίνεται ότι μπορεί να ικανοποιήσει – παράλληλα με την ομαλή ολοκλήρωση των stress tests – και τον κ. Ντράγκι καθώς η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εξακολουθεί να συναρτάται με την βαραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Στο τεχνικό επιτελείο της ΕΚΤ η "ιδέα” είναι ότι θα μπορούσε μέχρι τα μέσα του Ιουλίου να έχει συνταχθεί η έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει ολοκληρωθεί ομαλά και χωρίς εκπλήξεις – όπως άλλωστε φαίνεται ότι εξελίσσονται – από τα stress tests, θα έχει συνταχθεί ένα αποδεκτό "ολιστικό πρόγραμμα ανάπτυξης” και θα έχουν σχεδιασθεί τα εν δυνάμει μέτρα μεσοπρόθεσμης ελάφρυνσης του χρέους.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στην "εικόνα” αυτή φαίνεται ότι θα διευκολύνει όλες τις πλευρές για την τελική "ισορροπία” της επόμενης ημέρας με τη λήξη του τρίτου προγράμματος.
Ένα από τα κλειδιά αυτής της σύγκλισης, εξαιρετικά κρίσιμο για να ξεπερασθούν οι δυσκολίες των "αριθμών” είναι να παραμείνει ανέπαφο (π.χ. από ανάγκες χρήσης για την στήριξη του τραπεζικού συστήματος) το ποσό των αδιάθετων 27 περίπου δισ. από το δάνειο των 86 δισ. ευρώ ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν χρηματοδοτικό εργαλείο στο σχέδιο αναδιάρθρωσης που θα προτείνει ο ESM.
Αυτό προϋποθέτει ότι το ΔΝΤ πέραν της προσαρμογής που θα πρέπει να κάνει στις εκτιμήσεις του για τα επόμενα χρόνια της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει επίσης να αναδιπλωθεί απέναντι στις παλαιότερες απαιτήσεις του που αφορούν στα κεφάλαια των τραπεζών και τα οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό – κατά την εκτίμηση του Ταμείου – εξακολουθούν να στηρίζονται στον αναβαλλόμενο φόρο, πέρα από τις αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάκτηση κεφαλαίων από Npls και Νpes.
Σε κάθε περίπτωση μέχρι το τέλος αυτής της εβδομάδας και ιδιαίτερα μετά την ανεπίσημη συνάντηση του Washington Group στην Ουάσιγκτον στο περιθώριο της εαρινής Συνόδου του ΔΝΤ, θα διαφανεί το προς τα πού θα γύρει η πλάστιγγα ως προς το πώς θα κλείσει τη συμφωνία πακέτο στα τέλη του Ιούνη.